Ο χρόνος που έφυγε ήταν γεμάτος… Παρέες, ξενύχτια, ταξίδια, βουκολικούς έρωτες και μπιστικές αγάπες (και καλά, διαβάζω κι Ερωτόκριτο η ερωτιάρα). Τίποτα δεν στάθηκε άξιο να με ικανοποιήσει.
Είπα στον εαυτό μου: Παρ’το απόφαση, μωρή, αυτόν γουστάρεις.
Και λίγο πριν ο χρόνος κλείσει, κι αφού έχω ξεπατικώσει όλα τα γαμωτσιτάτα τύπου: “Μια ζωή την έχουμε”, “Αν αγαπάς κάποιον τον διεκδικείς”, και άλλες τέτοιες σχετικές μαλακίες που ξέρω ότι πάντα μου βγαίνουν σε κακό, πιάνω το μαραφέτι και γράφω ένα κατεβατό… Να, με το συμπάθιο.
Περνάει η ώρα. Τίποτα. Κάθε τρία δευτερόλεπτα ρίχνω βιαστικές ματιές αλλά και πάλι τίποτα. Τι στο καλό; Δεν λειτουργεί εδώ η τηλεπάθεια; Αρχίζω, στέλνω μηνύματα σε όποιον μιλάει ελληνικά- και κορσικανικά- μπα και ξεχαστώ ή μου δώσει κάποιος μία απάντηση. Γιατί δεν είδε ακόμα το μήνυμα; Πού είναι;
Το κακό δεν αργεί να γίνει. Τι το’θελα και ξαναμπήκα στο ινμποξ; Το μήνυμα διαβάστηκε. Αγνοήθηκε, απαξιώθηκε … Και μαζί μ’ αυτό και όλο μου το είναι.
Όχι, δε μπορεί. Θα απαντήσει. Έχει δουλειά, είναι στην τουαλέτα με χρόνια διάρροια, έχει δυσκαμψία στα δάχτυλα και δε μπορεί να πληκτρολογήσει, έχει πονοκέφαλο, ντρέπεται που είμαι πιο όμορφη από αυτόν, μου κάνει ντροπούλες, με θέλει πολύ γι’ αυτό σκέφτεται τι να απαντήσει.
Στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου ο συνήθης ύποπτος -η συνείδηση μου- και μία ξιπασμένη φίλη μου κάνουν ντουετάκι και λένε σχεδόν ταυτόχρονα: Ντρέπεται! Ναι, αλλά μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το συμπέρασμα, μελετήσαμε ανατομία ανδρικού εγκέφαλου, ρίξαμε χαρτί, προσευχηθήκαμε στον Αγ. Φανούριο, μεγάλη η χάρη του- και καταλήξαμε σε ένα συμπέρασμα μετά από άπειρες άλλες εκδοχές.
Όχι σαν τον φίλο μου τον Βησσαρίωνα που… Τον παίρνω τηλέφωνο (με ύφος ντράμα κουίν -και το’χω κιόλας, άλλο πράμα σου λέω-) κι ακολουθεί ο εξής, τιποτένιος διάλογος:
– Έλα. Του ‘στειλα και δεν απάντησε. Το διάβασε και δεν απάντησε. Γιατί είσαστε τόσο μαλάκες;
– Έλα ρε …
(μηρυκάζει, Θεέ μου. Έχω που ‘χω τον πόνο μου έχω και το αμνοερίφιο) -Τι τρως μωρέ; Εδώ σου λέω δεν απάντησε…
-Ε καλά ρε, έχει γκόμενα!
-Τιιιιιιιιιιιιιιιι; Τι είπες βρε μούμια; Βρε βλάκα που έχεις δύο χρόνια να δεις χαρά στα σκέλια σου; Βρε προικοθήρα, βρε τζαμπατζή, γύφτε. Γι ‘αυτό δεν σε γούσταρε η Κίτσα, Λίτσα, Νίτσα. Τουτ τουτ τουτ…
Το το’κλεισα. Δεν άντεξα τη ζήλια του. Δε μπορώ να με θέλουν όλοι.
Παίρνω πάλι τις γραμμές, τις τηλεφωνικές, όχι του τρένου κι αρχίζω να αναλύω το κόμμα, την τελεία και το θαυμαστικό. Δε μπορεί, για κάποιον λόγο δεν απαντάει. Κάτι σημαίνει αυτή η σιωπή. Μίλησέ μου κουκλάκι μου. Πες μου… ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑΣ; ΕΙΣΑΙ ΜΑΛ@ΚΑΣ; ΣΕ ΡΩΤΑΩ, ΑΠΑΝΤΑ, (απάντα, όχι άπαντα) ΕΙΣΑΙ ΜΑΛ@ΚΑΣ;
Η αλήθεια είναι ότι αυτό ήταν το μήνυμα που ήθελα να στείλω.
Δεν το έστειλα. Μετά από επτά μήνες (φαντάζομαι θα χώρισε), έστειλε ένα ιμοτζι ;)… κουλ, και καλά. Σε αντίθεση με εκείνον, εγώ απάντησα. Κλείνουμε γροθίτσα το χεράκι μας και προτάσσουμε το μέσο… Να, κάπως έτσι.
Το μήνυμα διαβάστηκε…