Έχουν πει πως ο Μπράντο υπήρξε για την υποκριτική ο,τι ο Πικάσο για τη ζωγραφική. Έχουν πει ακόμα πως είναι ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε τους ρόλους σα να είχαν δική τους ζωή -μια ζωή εκτός οθόνης- και μ` αυτή τη λογική η υποκριτική χωρίζεται σε προ και μετά Μάρλον Μπράντο εποχή. Πατσίνο, Χόφμαν, Ντε Νίρο, Ντι Κάπριο : όλοι ακολούθησαν τα βήματά του.
Όμως ήταν κάτι που θα γινόταν πια τη στιγμή που εμφανίστηκε εκείνος. H μακρά διαδικασία είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή των ηρώων του Τσέχωφ και δεν υπήρχε περίπτωση οι ηθοποιοί της δεκαετίας του `60 πχ να έπαιζαν τόσο χάρτινα όσο εκείνοι του μεσοπολέμου. Επιπλέον σήμερα οι θεωρητικές αναλύσεις στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στη λεγόμενη «εσωτερική ζωή του ήρωα» και σε όλες εκείνες τις πρακτικές που για δεκαετίες στοίχειωσαν την τέχνη της υποκριτικής. (Αυτές έλεγαν περίπου το εξής : αν θες να παίξεις την πόρνη πήγαινε ζήσε σε μπουρδέλο για 10 μέρες. Μη σου πω πάρε και καμιά π***, μόνο έτσι θα `σαι αληθινή).
Ο Ντέηβιντ Μάμετ συμβουλεύει τώρα τους νέους σεναριογράφους : Μη σας νοιάζει ποια ήταν τα παιδικά χρόνια του ήρωα σας. Ο ήρωας σας δεν είχε παιδικά χρόνια. Ο ήρωας σας υπάρχει μόνο για τις δυο ώρες που κρατάει μια ταινία.
Αρχίζουμε και βλέπουμε την υποκριτική διαφορετικά; Όχι, οι παλιές αντιλήψεις δεν έχουν ξοφλήσει. Ο Μάρλον Μπράντο αποτελεί το θεμέλιο μιας συγκεκριμένης οπτικής πάνω στο cinema και δύσκολα θα αποδομηθεί ˙ επιπλέον δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια επανάσταση παρά μόνο άπειρες απόψεις που συνυπάρχουν και εξελίσσονται διαρκώς. Ακόμα : το άστρο του έδειξε από την αρχή πως θα ανταπεξέλθει στις αναθεωρήσεις. Και η αρχή αυτή δεν ήταν άλλη από την ταινία-μύθο «A streetcar named desire» (1951).
Από κει και πέρα ωστόσο έγινε ο καλύτερος φίλος της παταγώδους αποτυχίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών του πήγαιναν άσχημα ή μέτρια στα ταμεία ενώ μονίμως οι ερμηνείες του θεωρούνταν κατώτερες από εκείνο που μπορούσε να δώσει. Φαίνεται πως δεν έκανε τη χάρη στα studio και στους σκηνοθέτες να τους δώσει τον Μπράντο που ήθελαν αν και δεν ήταν μόνο αυτό : Κατηγορούσε διαρκώς το Hollywood για ρατσισμό ενώ σπάνια τα πήγαινε καλά με τον εκάστοτε σκηνοθέτη του. Εμφανίστηκε απρόθυμος να παραλάβει το πρώτο του Oscar (η αρχική του σκέψη ήταν να στείλει στη θέση του έναν ταξιτζή) ενώ το δεύτερο παρελήφθη από μια στάρλετ (κατά το ήμισυ Απάτσι) η οποία μίλησε εξ ονόματός του για την απέχθεια και την οργή που του προκαλούσε η υποτίμηση των Ινδιάνων από τη βιομηχανία του κινηματογράφου.
Κάτι εμπόδιζε αυτόν τον ηθοποιό-σταθμό να δίνει το μέγιστο του εαυτού του, μια ιεραποστολική αντίληψη της διασημότητας που στην περίπτωσή του λειτουργούσε ως τροχοπέδη. Το 1955(!) θα κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την Ουνέσκο με θέμα το πρόβλημα της πείνας και της καταπίεσης στη Νοτιανατολική Ασία. (Δηλαδή κάτι δεκαετίες προτού οι ηθοποιοί του κινηματογράφου ανακαλύψουν την επιπρόσθετη ετικέτα του «ακτιβιστή», βλέπε ομιλίες και ντοκιμαντέρ για το Νταρφούρ, το Θιβέτ, την κλιματική αλλαγή. Το ντοκιμαντέρ του Μάρλον Μπράντο έγινε με τελείως άλλους όρους : δεν υπαγορευόταν από μια καθιερωμένη -όπως είναι σήμερα- κουλτούρα χολυγουντιανού ακτιβισμού από την οποία ο κυρίως κερδισμένος είναι ο ηθοποιός). Οι βιογράφοι του μας λένε πως όλο αυτό προϋπήρχε του Μπράντο-super star, το βρίσκουν παρόντα στην παιδική του ηλικία ,όταν περιέθαλπε πληγωμένα ζωάκια καθώς και στην εφηβεία του, όταν διάλεγε για συνοδό του στους σχολικούς χορούς το ασχημότερο πάντα κορίτσι. Με όλα αυτά όμως αρνιόταν ή επιβεβαίωνε πόσο σπουδαίο αγόρι είναι;
Η ανάγκη του να βρίσκει και να ξαναβρίσκει τον «συμπονετικό εαυτό» του, αυτός, ένα θηρίο που γεννήθηκε για να καταβροχθίσει τον κόσμο, τον έκανε να μπλέκει με γυναίκες ασήμαντες, να τις αποθεώνει και φυσικά μετά να τις βαριέται και να επιθυμεί -ευγενικά, ευγενικά- την συναισθηματική του απεμπλοκή. Το μόνο που κατόρθωνε ήταν να τις μετατρέπει σε μαινάδες γεμάτες μίσος και πόθο.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν η προθυμία του να βοηθά τους αδύναμους ,να επιβάλλει το «σωστό» (το 1958 απαίτησε να διορθωθεί το σενάριο της πολεμικής ταινίας The Young Lions επειδή παρουσίαζε κακούς τους Γερμανούς: δε φταίνε όλοι οι Γερμανοί για τον Χίτλερ, είπε) και να παραχωρεί τον εαυτό του σε γυναίκες ασήμαντες ή προβληματικές αποδείχτηκε πως ήταν τάσεις της προσωπικότητάς του που δεν τον ωφελούσαν καθόλου. Αντίθετα, τον κατέστρεφαν.
Μπορούσε να παίξει τα πάντα επειδή η προσωπική του γκάμα συναισθημάτων ήταν πελώρια ˙ η ψυχή του χώραγε την κακότητα και την αχαριστία εξίσου με τη συμπόνια και τη στοργή. Ήταν «θέση καλός» και «φύση τα πάντα» κι από αυτή τη δεύτερη μπορούσε να αντλήσει -αρκεί να μη βαριόταν!- οτιδήποτε απαιτούσε ο ρόλος του. Κι ενώ δεν είχε καν καλή άρθρωση έλεγαν γι` αυτόν : «Δεν ακούς πάντα τι λέει αλλά καταλαβαίνεις πάντα τι εννοεί». Έβλεπες δηλαδή στα μάτια και στην κίνηση, σε όλο τον Μπράντο, «τι εννοεί» ο ρόλος του. Αρκεί να το ήθελε.
Όμως σπανίως το ήθελε. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του `70 ήταν ήδη συναισθηματικά καταρρακωμένος, οικονομικά ζορισμένος και με μια μακρά λίστα αποτυχιών στο βιογραφικό του. Είκοσι χρόνια μετά το θρυλικό «Λεωφορείο» είχαν μείνει πάνω του μόνο αόριστα ίχνη από εκείνον τον Στάνλει Κοβάλσκι που το παγκόσμιο κοινό είχε λατρέψει.
Κάτι άλλαξε τότε. Γύρισε έναν εσωτερικό διακόπτη και κατόρθωσε να μαζέψει τον εαυτό του. Τα 70`ς αποδείχτηκαν μια καλή δεκαετία κυρίως λόγω «Νονού» αλλά και για «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» και φυσικά για το «Αποκάλυψη Τώρα». Όμως τα σπασμένα κομμάτια δεν έδεσαν για τα καλά, δε θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωσή του. Παρέμενε πάντα εκκεντρικός και εγωμανής, μπλεγμένος σε δεκάδες παράλληλους έρωτες, κατ` ουσίαν αποσπασμένος από τον εαυτό του.
«Μέσα του ήταν συντρίμμια» θα πει η Ρίτα Μορένο ,ένας από τους μεγαλύτερους έρωτές του. «Φερόταν τρελά και σε έκανε και σένα να γίνεσαι τρελός». Το χάος είχε ξεκινήσει από νωρίς και βάθαινε με τα χρόνια. Οι γονείς του ήταν αλκοολικοί ο καθένας με διαφορετικό τρόπο ˙ η μητέρα αναζητώντας στο ποτό κουράγιο στην αδυναμία της κι ο πατέρας επιβεβαίωση στη δύναμη του. Μεγάλωσε παρακολουθώντας τα παράπονα της αδύναμης μητέρας, μεγάλωσε βλέποντας τον πατέρα του να την κακοποιεί και να την απατά. Να επιδίδεται σε εκρήξεις θυμού τη στιγμή που ακατάπαυστα ηθικολογούσε. Και μοιάζει ο Μπράντο να μιμείται ασυναίσθητα αυτόν τον πατέρα όλη του τη ζωή παρόλο που δήλωνε πως μισεί τις συμπεριφορές του. Μοιάζει να προσπαθεί να τον αναπαράγει σε μια δικαιωμένη μορφή ενώ επίσημα παριστάνει το παιδί της μαμάς.
Η λατρεία για τον πατέρα ήταν ανομολόγητη κι επίσης δεν ήταν το μόνο ανομολόγητο πράγμα στη ζωή του. Θα ονομάσει την αυτοβιογραφία του «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου» και θα μιλήσει αναλυτικά σε αυτή για τις άπειρες γυναίκες της ζωής του – όχι όμως για την πραγματική του σχέση με τον Γουόλι Κοξ που είναι γενικά παραδεκτό πως υπήρξε κι εκείνος σύντροφός του.
Η θρησκεία της κατακερματισμένης του ζωής υπήρξε η Ψυχιατρική. Έτρεφε ατέλειωτο σεβασμό γι` αυτήν, σχεδόν μεταφυσική πίστη. Άπειρες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που ενθάρρυνε να επισκεφτούν ψυχίατρο ˙ ήταν μια συμβουλή που βρισκόταν ,σχεδόν πάντα, στα χείλη του. Έδινε σε ανθρώπους που μόλις είχε γνωρίσει μια κάρτα με το τηλέφωνο κάποιου καλού ψυχιάτρου με την ίδια άνεση που ένας μορμόνος χαρίζει τη Βίβλο έπειτα από λίγα μόνο λεπτά γνωριμίας.
Μια μικρή ρύθμιση της χαοτικής του προσωπικότητας ήρθε τελικά από αλλού, από το cinema. Προκειμένου να αποδώσει τον εσωτερικευμένο σπαραγμό του ήρωα στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» (1972) βυθίστηκε στα δικά του σκοτάδια, ανακάλεσε τον δικό του πόνο. Ήταν καθοριστικό : από δω και πέρα θα ζω τη ζωή μου με έναν τρόπο που δε θα με καταστρέφει συναισθηματικά, υποσχέθηκε. Εκείνη η υπόσχεση μαζί με τα μακροχρόνια μαθήματα διαλογισμού που ακολούθησαν στα 80`s άλλαξαν ίσως τα πράγματα προς το καλύτερο.
Όμως ο Μπράντο ήταν ο Μπράντο ˙ την τελευταία λέξη στη ζωή του θα την έλεγε το σκοτάδι. Το 1990 ο πρωτότοκος γιός του θα σκοτώσει τον εραστή της ετεροθαλούς αδερφής του. Πέντε χρόνια αργότερα θα αυτοκτονήσει κι εκείνη. Ο ηθοποιός θα διεκπεραιώσει τα επόμενα χρόνια ως συναισθηματικό ερείπιο. Όταν το 2004 θα φύγει από τη ζωή θα έχει καταχωρηθεί επίσημα ως ο μεγαλύτερος ηθοποιός που εμφανίστηκε ποτέ κι ένα από τα πιο επιθυμητά πλάσματα που είδε ο κόσμος. Οι Ινδιάνοι των ΗΠΑ θα μνημονεύουν μέχρι σήμερα όσα έκανε γι `αυτούς ενώ οι φωτογραφίες του δίπλα στους ηγέτες του μαύρου κινήματος θα θυμίζουν πόσο διέφερε από τους δήθεν επαναστάτες των 60`ς – Τζάγκερ και λοιποί. Όμως όλα αυτά δεν αναιρούν το τελικό αποτύπωμα. Η μοίρα του δεν ήταν παρά η μοίρα των ανθρώπων με τους οποίους οι θεοί γίνονται υπερβολικά γενναιόδωροι, δηλαδή η οδύνη.
Discussion about this post