Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό, αλλά ίσως να ήτανε κι εδώ παρακάτω, ζούσε ένας άνθρωπος. Πότε δούλευε από δω κι από κει και πότε αναπαυόταν, δύσκολοι καιροί και τότε και σήμερα και για όσο καιρό θα ακούγεται η ανάσα του ανθρώπου πάνω σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Έγνοια μεγάλη δεν είχε παρά μονάχα πώς να περνάει τη μέρα του και πώς να ταΐζει δυο συντρόφους ξεχωριστούς που τους είχε για παρέα, έναν σκύλο κι ένα άλογο.
Μια μέρα πήρε την απόφαση να φύγει απ’ τον τόπο του. Βγήκε στο δρόμο και περπάτησε στα χνάρια των πολλών, των καραβανιών μα κι εκείνων που βαδίζουν μοναχοί τους. Ήταν το ταξίδι μακρύ, για πού τραβούσε δεν ήξερε μήτε κι ο ίδιος: «Όλα στο δρόμο είναι, μπροστά μου θα τα βρω …» μουρμούρισε κι έσιαξε καλύτερα το ρούχο στο κεφάλι του να μην τον κάψει ο ήλιος που χάρες δεν κάνει σε κανένα.
Άφησε πίσω του τον τόπο που ζούσε και λένε πως διάβηκε από πολιτείες και χωριά που οι χάρτες ποτέ τους δε θα γράψουν, πέρασε κοντά στα ριζά των βουνών και σε ακρογιάλια δίπλα στα νερά που στο μάτι δεν χωράνε, περπάτησε άλλες φορές γοργά κι άλλες με βάσανο-της κούρασης σημάδι, συνάντησε δάση λιανά και ζούγκλες όλο κινδύνους. Κι αυτός ο άνθρωπος μόνο μπροστά κοιτούσε και περπατούσε και πήγαινε.
Λένε πως το ταξίδι μάκραινε κι οι δρόμοι που περπατάνε οι πολλοί λιγόστεψαν, αραίωσαν οι ξένοι στις στράτες και χαθήκαν οι γνωστοί από τα σταυροδρόμια. Μια μέρα βρέθηκε του λόγου του έξω από έναν κήπο. Δεν είχε ακούσει για δαύτονε ποτέ μα μήτε και τέτοιο πράγμα είχε άλλη φορά στη ζήση του αντικρίσει. Παντού δέντρα με καρπούς, που κερνούσανε σκιά και νερά να τρέχουνε ολούθε, πουλιά σου έκλεβαν το νου με το τραγούδι τους κι ένα αεράκι έδιωχνε με τη δροσιά του τις σκοτούρες.
Την ώρα που έκανε να μπει μέσα στάθηκε μπροστά στην παρέα ένας άντρας που φύλαγε την πόρτα. Ο ταξιδιώτης τον ρωτάει: «Αδερφέ, πώς τον λένε τούτον τον τόπο που όμοιο δεν έχει;» Ο άντρας αποκρίθηκε «Τον λένε Παράδεισο». «Αχ, να μπούμε, να πιούμε λίγο νερό να ξεδιψάσουμε; Μας έστυψε ο ήλιος στο ταξίδι και ξεμείναμε από νερό…» είπε ο ταξιδιώτης. «Ζωντανά εδώ μέσα δεν μπορούν να περάσουν.
Μονάχα εσύ αν θες, αλλά, ο σκύλος και το άλογο θα μείνουνε απέξω!» ξεστόμισε ο φύλακας. Σαν άκουσε τούτες τις κουβέντες ο ταξιδιώτης σκοτείνιασε μα δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. «Αφού δεν γίνεται να μπουν οι φίλοι μου, μήτε εγώ θα μπω να ξεδιψάσω…» μουρμούρισε.
Συνέχισαν το δρόμο τους μέσα στην κάψα του ήλιου και το βάσανο της δίψας. Μπροστά τραβούσε ο σκύλος και πότε έχωνε τη μουσούδα στο χώμα και πότε τη σήκωνε να μυρίσει το αέρα, πίσω τραβούσε ο άνθρωπος, άλλες φορές καβάλα πάνω στο άλογο κι άλλες βαδίζοντας σιμά και πλάι του. Κι όσο περπατούσαν τόσο πήγαιναν κι όσο πήγαιναν τόσο τραβούσαν κι όλο βασάνιζε ο ήλιος τα κορμιά τους κι όλο έκαιγε η δίψα τα σωθικά τους. Καμιά φορά κανένας δεν ξέρει μετά από πόσες μέρες , για βδομάδες, βλέπουνε μπροστά τους έναν κήπο.
Τούτος τα ’χε όλα όμορφα πλασμένα, τα δέντρα, τα πουλιά με τα λαλήματα και τα νερά, δυο φορές φαινότανε καλύτερος από κείνον που είχαν απαντήσει. Καταμεσής μια πηγή σε ζάλιζε με το τραγούδι των νερών της και σου ’κλεβε τα λογικά. Οι ταξιδιώτες στάθηκαν με δίψα αλογάριστη μπροστά στην πόρτα του. Ένας φύλακας στεκόταν παραδίπλα. «Τι θέλεις;» ρώτησε τον άνθρωπο που ίσα στεκότανε στα πόδια του. «Θέλουμε να πιούμε λίγο νερό. Μπορούμε να περάσουμε;» είπε δίχως πνοή ο άντρας. «Μπορείτε να περάσετε!» και τους άνοιξε την πόρτα. Η παρέα μπήκε στον κήπο και βρέθηκαν μπροστά στην πηγή.
Έσκυψαν κι άρχισαν να πίνουν, ο άνθρωπος δίπλα στο σκύλο και πιο πέρα το άλογο. Σαν χόρτασαν νερό και το μάτι τους άνοιξε, λέει ο ταξιδιώτης: «Αδερφέ, πώς τον λένε τούτο τον τόπο;» «Τον λένε Παράδεισο…» είπε ο φύλακας. «Μα εμείς συναντήσαμε τον Παράδεισο κάμποσες μέρες πιο πριν σε άλλο τόπο…» απόρησε ο άντρας.
«Όχι, εκεί ήταν η Κόλαση. Εκεί πέρα μένουν όσοι από εγωισμό αφήνουνε μονάχους τους συντρόφους τους στο ταξίδι τούτης της ζήσης. Σε όλους φαίνεται απ’ έξω όμορφος αλλά την ασχήμια της αλήθειας του την κρύβει από μέσα. Όσοι δεν εγκαταλείπουν τους φίλους τους πίνουν νερό απ’ την πηγή τούτου του τόπου που πατάτε, του Παραδείσου…»
Photo Credits: Freepik
Discussion about this post