Ναι, η πόλη μάς έλειψε. Προσπαθούμε τώρα να βγαίνουμε με κάθε αφορμή. Συναντάμε παλιούς φίλους, συναντάμε τους κολλητούς μας που κι αυτοί μας φάνηκε πως «πάλιωσαν» μες στην καραντίνα. Μήπως, όμως, έτσι οι βόλτες χάνουν την ψυχή τους;
Δηλαδή, αν βγαίνεις κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και ίσως Τρίτη, τι θα σου έχει λείψει για να επιζητήσεις την συνάντηση της επόμενης εβδομάδας; Για εμάς, η περιπλάνηση στην πόλη είναι μια ιεροτελεστία.
Τα μαγαζιά και τα στέκια μας, οι μικροί ναοί για στάση και κατάνυξη πίσω από μπάρες, σε γωνιακά τραπεζάκια, ένα τσιγάρο στην αυλή.
Οι χώροι που προτείνουμε είναι οι χώροι όπου συχνάζουμε. Η έξοδός μας έχει αρχή, μέση και τέλος. Η επανάληψή της δεν είναι μηχανική.
Και μέχρι να έρθει η στιγμή που ένας μαγαζάτορας θα μας φωνάξει με το μικρό ή ακόμα που θα καθίσει μαζί μας και τσουγκρίζοντας το ποτήρι του, η διαδρομή που έχει προηγηθεί και για τις δύο πλευρές είναι μακρά.
Κάθε ραντεβού που ακυρώνεται είναι ένας ακόμα λόγος να διψάμε για έξω. Και κάθε ραντεβού που κανονίζεται είναι ένας ακόμα λόγος να εξερευνήσουμε μια καινούργια γειτονιά, όχι αλλάζοντας πιάτσα, αλλά μεταμορφώνοντας την ματιά μας.
Σαν πολύ δεν μείναμε μέσα;
Η βόλτα του ψυχαναγκαστικού
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, υπήρξαμε κι εμείς που δεν ψάχναμε δικαιολογία για να στείλουμε το Β6. Εμείς που θέλαμε να λιώσουμε με τις πιτζάμες στον καναπέ, να μην βγούμε ούτε καν για τσιγάρα.
Να απολαύσουμε την καλή μεριά της καραντίνας – το να κάνεις το απόλυτο τίποτα -, αλλά και την κακή της πλευρά -την κατάθλιψη που επέρχεται από το να κάνεις το απόλυτο τίποτα.
Συζητώντας το με τον εκδότη μας, του ήρθε μια φαεινή ιδέα την οποία φυσικά κλήθηκα να υλοποιήσω: πώς είναι να πηγαίνεις βόλτα καθημερινά, ψυχαναγκαστικά, χωρίς σκοπό, απλά και μόνο για να λες ότι βγήκες από το σπίτι; Και το προχωρήσαμε ένα βήμα παραπέρα: πώς είναι να πηγαίνει βόλτα ένας απόλυτα ψυχαναγκαστικός άνθρωπος;
Κι έτσι, βάλαμε τη συνθήκη: θα έβγαινα μια βόλτα. Μετά από τρία στενά, θα έστριβα αριστερά και πάλι, αφού μετρούσα τρία στενά, θα έστριβα δεξιά. Και το έκανα.
Ξεκίνησα από τη συμβολή των οδών Τήνου και Δροσοπούλου στην Κυψέλη και προχώρησα ευθεία στη Δροσοπούλου, καθώς μου ήταν αδύνατον να αποφασίσω αν θα ξεκινούσα στρίβοντας δεξιά ή αριστερά. Και ακολούθησα την παιδική συμβουλή ότι η ευθεία είναι πάντα η καλύτερη οδός.
Στην οδό Πιπίνου έκανα αριστερά, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω τι θα κάνω στην οδό Κυψέλης (δρόμος νούμερο 2), αφού η Πιπίνου τελείωσε πριν μετρήσω τρεις δρόμους. Εκεί, πέρασα απέναντι, διάλεξα το πιο κοντινό στενό, συνέχισα και στο πρώτο που βρήκα, έκανα δεξιά. Και κάπως έτσι συνέχισε η βόλτα.
Μετρώντας εμμονικά τα στενά, προσπαθώντας να βγάλω άκρη τι θα κάνω με το Πεδίο του Άρεως (θα μετρούσα τα “στενά του”; Ή θα συνέχιζα ευθεία μέχρι να τελειώσει;), έπαιρνα αποφάσεις για την πορεία μου.
Διέσχισα ανηφόρες και κατηφόρες, ανακάλυψα στενά που ούτε καν ήξερα ότι υπάρχουν, έχασα το μέτρημα άπειρες φορές. Το μυαλό μου άρχισε να παίζει παιχνίδια του τύπου “αυτή η βόλτα κάπου θα με οδηγήσει. Αυτή η βόλτα θα μου δώσει ένα σημάδι για να πάρω απόφαση για το τάδε θέμα”.
Ναι, το πίστεψα. Λίγο η κούραση, λίγο το μέτρημα, λίγο η μοναξιά και το χάσιμο στις σκέψεις, πίστεψα ότι αυτή η βόλτα θα με έβγαζε σε μια όαση, σε μια ουτοπία, σε έναν παράλληλο χωροχρόνο που όλα θα ήταν καλύτερα και όλα τα προβλήματά μου θα ήταν λυμένα.
Για να μην σας κρατάω σε αγωνία, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Έκανα απλά μια βόλτα όπου ένας τύπος στο κεφάλι μου μού έλεγε “κάθε τρία στενά θα κάνεις αριστερά/κάθε τρία στενά δεξιά”. Και τότε συνειδητοποίησα ότι για μένα αυτός ο τύπος είναι ο εκδότης που ήθελε απλά ένα “διαφορετικό” άρθρο.
Για τον αυθεντικό ψυχαναγκαστικό, αυτός ο τύπος είναι ο ίδιος του ο εαυτός που τον βασανίζει κάθε μέρα. Μήπως όμως οι ψυχαναγκαστικοί δεν βασανίζονται, αλλά βάζουν τα πάντα σε κουτάκια για να μην έχουν εκπλήξεις;
Δεν ξέρω να σας πω. Αυτό που ξέρω είναι ότι έφτασα ασθμαίνοντας (δεν είχα πάρει νερό και ο ψυχαναγκασμός του να μην σταματήσω άρχισε να τρυπώνει σαν σκουλήκι στο μυαλό μου) κάπου κοντά στην πλατεία Μαβίλη. Τότε έκανα κοινοποίηση τοποθεσίας στον φίλο μου να έρθει να με μαζέψει με το αυτοκίνητο.
Ήθελα όσο τίποτα να γυρίσω στη χαοτική, τυχαία ζωή μου.
Ψυχαναγκασμός
Οι ψυχαναγκασμοί είναι επαναληπτικές συμπεριφορές που έχουν τη μορφή εξωτερικών ή εσωτερικών πράξεων που επιβάλλονται από το ίδιο το άτομο. Συχνά παίρνουν τη μορφή “τελετουργίας”.
Η ρυμοτομία
Αυτή η βόλτα στην Πάτρα θα ήταν ευκολάκι, αφού η πόλη είναι δομημένη καθέτως και οριζοντίως. Η Αθήνα είναι δομημένη κάπως “διαγωνίως”. Δεν ξέρω άλλη λέξη να το περιγράψω. Ο ψυχαναγκαστικός υποφέρει σε αυτήν την Πόλη.
Το τραγούδι της βόλτας
Όσο είχα μπει σε αυτήν την παράνοια, μου είχε κολλήσει ένα τραγούδι σαν λούπα: Το είχε τραγουδήσει η Ρένα Βλαχοπούλου σε μια ελληνική ταινία: “Κομψή θεατρίνα/ τη νύχτα η Αθήνα/κρατάει της ζωής το ρυθμό”