Οι μέρες έχουν ακόμα κάτι από χειμώνα, οπότε συνεχίζουμε να συναντιόμαστε στις μουσικές σκηνές και στα θέατρα, πριν συναντηθούμε με την έναρξη της άνοιξης στα πάρκα και στους κήπους.
Η εβδομάδα που πέρασε είχε τα πάντα, όπως οι περισσότερες στην Αθήνα. Δε θα μιλήσω για αυτά που έχασα γιατί αν αρχίσω, θα πέσω στα πατώματα και θα χτυπιέμαι που δεν κατάφερα να πάω να ακούσω Τα Παιδιά της Παλαιότητας (μπορείτε να μάθετε τα καθέκαστα από την πένα της Χριστίνας Γιαβάσογλου εδώ). Ας πω λοιπόν για όσα είδα κι όχι για όσα έχασα αυτήν την εβδομάδα. Κι αν σκεφτεί κανείς πως έβρεξε, πως ξανάβγαλε κρύο, πως έτυχαν ένα σωρό αναποδιές, πως το πορτοφόλι είναι στα χειρότερά του, πάλι καλά να λέω που κατάφερα κι αυτά που κατάφερα κι έχω κάτι να προτείνω.
Ο κόσμος του Νίκου Ζούδιαρη απλώθηκε μπροστά στα μάτια μας τη Δευτέρα 31/3, στην Μπουάτ Απανεμιά. Η φωνή του νέου δίσκου του δασκάλου και διακριτικού, τρυφερού ανθρώπου αυτού, η Αλεξάνδρα Γκουντούλια (μαζί με τους Αριστείδη Χατζησταύρου στις επιθετικές και στις γλυκές κιθάρες και τον υπέροχο Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο -τι παίχτες!) μας παρουσίασε τον δίσκο Mascaron που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2024. Δίσκος-κέντημα για τους πιο ευφυείς και πιο απαρηγόρητους. Πρώτη διαγαλαξιακή παρουσίασή του και δε θα γινόταν να λείπω. Ο Ζούδιαρης είναι απ’ τους πιο αγαπημένους μου καλλιτέχνες και ανθρώπους και ένας μεγάλος ποιητής και συνθέτης, του οποίου τη δουλειά παρακολουθώ από τότε που με θυμάμαι. Και βαθαίνει κι άλλο με τα χρόνια, μαζεύει στιγμούλες και φτιάχνει εντελώς αληθινά πρόσωπα που πάσχουν μέσα στη μουσική και τις λέξεις και μιλάνε για εμάς αντί για εμάς. Λες θα ξεπηδήσουν μέσα από την κιθάρα του Αριστείδη και το λαιμό της Αλεξάνδρας και θα κάτσουν δίπλα σου να πιουν ένα ουίσκι.
Η βραδιά κύλησε με πολλά απανωτά κλάματα και ποτά, κι όταν ο δάσκαλος ανέβηκε κι αυτός επί σκηνής και πήρε την κιθάρα του και μας τραγούδησε, ένιωσα σαν να μου σφίγγει το χέρι κάποιος αγαπημένος μου άνθρωπος που ήταν για χρόνια χαμένος. Όταν είπαν δε ντουέτο με την καθηλωτική Αλεξάνδρα τη Φυσαλίδα, έσπασε η καρδιά μου. Η Αλεξάνδρα, με την απύθμενη φωνή της (δεν το λέμε αυτό για φωνές, αλλά εμένα μ’ αρέσει) και τους νεραϊδίσιους σκηνικούς τρόπους της, μας κέρδισε, όπως άλλωστε κάνει πάντα στα live της (είμαι φαν, ναι).
Η Απανεμιά είναι πάντα καταφύγιο για όσους θέλουν να ταξιδέψουν χωρίς να φύγουν και πολύ μακριά. Και τι ταξίδι ήταν αυτό της Δευτέρας. Προλαβαίνετε κι εσείς να χαθείτε στον κόσμο του Mascaron (στις 14/4 και στις 28/4).
Δεν ξέρω τι να αφήσω εδώ από όλα τα όμορφα. Αφήνω αυτό:
Τώρα μέσα στα μάτια σου
χορεύουνε κυκλώνες
το ‘χεις ανάγκη να σωθείς
παλεύεις να αντισταθείς
Με έπνιξ’ ένα σύννεφο
θα τρέξεις να μου πεις
μη μου το πεις
μας μεγαλώνουν οι χειμώνες
Και συνεχίζω. Τίτλοι ειδήσεων: είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Την Παρασκευή βρέθηκα στο Ρεκτιφιέ και είδα το Ignoramus του Γιάννη Ασκάρογλου, μια παράσταση θεάτρου ντοκουμέντου, ώριμη αλλά και παιχνιδιάρικη, που δεν καμώνεται τίποτα. Με κάτι πολύ οικείο για εμάς που μεγαλώνουμε μέσα σε αίθουσες σύνταξης, αλλά και χρήσιμη για όλους.
Δυο συντάκτριες κι ένας αρχισυντάκτης, σε ένα newsroom σχεδόν κλειστοφοβικό, όπου φυσάει κάτι πιο ύποπτο κι από άνεμο. Ο πρώτος θέλει να γράψει ποίηση, η άλλη τη μονιμότητα, κι η τρίτη να βρει την αλήθεια. Στην Ελλάδα. Στα media. Όχι-και-τόσο-Spoiler alert: Δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Αυτοί οι τρεις δημοσιογράφοι (μία εκ των οποίων, νεότερη, που θεωρητικά της μαθαίνουν τα κατατόπια και τις κακοτοπιές, αλλά ουσιαστικά προσπαθούν να την καλουπώσουν) παλεύουν –με τον δικό του τρόπο ο καθένας– να διαχειριστούν μέσα σε όλα τα άγχη, έναν τεράστιο όγκο ειδήσεων και πληροφοριών. Και μια πίεση που έρχεται από πάνω. Από κάπου που δεν βλέπουν/βλέπουμε. Οι προσωπικές ατζέντες του καθενός μια μένουν απ’ έξω, μια μπαίνουν στο επίκεντρο.
Το θέμα τσούζει ιδιαίτερα, μιας και πραγματεύεται την ελευθερία τύπου στην μετά-κόβιντ Ελλάδα (με πολύ σωστή και μετρημένη διαχείριση, αν και θα μπορούσε ίσως να σκαφτεί περισσότερο δραματολογικά). Η πρώτη πράξη στέλνει τους θεατές σε 3 διαφορετικούς χώρους του θεάτρου να παρακολουθήσουν διαφορετικές ομιλίες με παρότρυνση μιας ηθοποιού-οικοδέσποινας της βραδιάς. Παρά το πρώτο αυτό δεκάλεπτο που εν τέλει δεν προσθέτει κάτι και δεν σε προετοιμάζει ομαλά για το τι θα ακολουθήσει, all in all, η παράσταση είναι ευχάριστη, με όμορφες ερμηνείες και δυνατές στιγμές. Αφήνει ξεκάθαρα να διαφανεί ο άλλοτε μπακάλικος κι άλλοτε υποκινούμενος τρόπος με τον οποίο επιλέγονται τα θέματα στις αίθουσες σύνταξης, μιλάει για τα κρυμμένα μυστικά, τη θέση της ΑΠΕ και μας θυμίζει την υπόθεση της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ.
Επηρεάστηκα και βγήκα με πολλές σκέψεις. Πράγματι, στην Ελλάδα, η ενημέρωση παίζει κρυφτό με την αλήθεια. Και δεν την πιάνει. Η παράσταση πήρε την υποτιθέμενη ελευθερία του τύπου και την έκανε φύλλο και φτερό. Μας μίλησε για μια δημοσιογραφία που δουλεύει με χορηγούς και τα ρεπορτάζ της γράφονται με copy-paste. Ignoramus – ναι. Δεν ξέρουμε. Ή καλύτερα, κάνουμε πως δεν ξέρουμε. Ελευθερία Τύπου στην Ελλάδα; Στην 107η θέση. Δηλαδή; Η ομάδα μάς καλεί να αναρωτηθούμε. Είμαστε στον πάτο του βαρελιού. Αυτό θα πει 107η θέση. Ο Τύπος πεθαίνει(;) Λογοκρισία και απάθεια. Η δική μας.
Οι νέοι ηθοποιοί με ωραίες, μετρημένες και ισορροπημένες ερμηνείες. Ξεχωριστής ευφυΐας η σκηνογραφική επιμέλεια και η χρήση των σκηνικών αντικειμένων. Μπορείτε να τους απολαύσετε Πέμπτη και Παρασκευή, 10 & 11/04.
Το Σάββατο συνέχισα το θεατρικό μου τριήμερο στο Θέατρο Δίπυλον, όπου παρακολούθησα την παράσταση «Η μέρα της φούστας» του Ζ.Π.Λίλιενφελντ, σε σκηνοθεσία της πάντα εξαιρετικής Ζωής Χατζηαντωνίου. Και θυμήθηκα κάτι: απαράβοτος κανόνας του θεάτρου είναι πως δεν πάμε αν δεν είμαστε έτοιμοι να ταραχτούμε, να νιώσουμε έντονα, να σφιχτεί το στομάχι μας. Από αυτήν την παράσταση βγήκα πράγματι με το στομάχι κόμπο.
Η Σόνια. Φιλόλογος σε λύκειο με μαθητές/παιδιά/αγρίμια. Λόγω ενός τυχαίου γεγονότος μπαίνει σε μία ιδιότυπη κατάσταση τύπου Survivor στην σχολική αίθουσα. Εκείνη, φοράει φούστα σε δημόσιο σχολείο. Εκείνοι έχουν μια δική τους παράλληλη πραγματικότητα από πίσω, που καμία σχέση δεν έχει με την σχολική και που σιγά σιγά γίνεται όλο και πιο εμφανής και όλο και πιο «άγρια» στα μάτια μας. Ώσπου η Σόνια θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της.
Καθ’ όλη τη διάρκεια αναρωτιόμαστε: Παράνοια; Διαύγεια; Ένα σωρό ακρότητες από όλους προς όλους. Αντί για έκθεση η Σόνια τους κάνει… θέατρο. Με το ζόρι. Σωστά, ποιος είπε πως η παιδεία είναι πάντα οικειοθελής; Ποιος είναι το θύμα; Ποιος ο θύτης; Και μήπως τελικά όλοι είμαστε συνένοχοι στον «πολιτισμό» μας που πάσχει και που αφήνει τους νέους αδιάφορους;
Η Θεοδώρα Τζήμου σε μια αδιανόητη ερμηνεία αξέχαστης ακρίβειας και πάθους. Και όλοι οι ηθοποιοί όμως. Χειμαρρώδεις, με πλούσιες εντάσεις και ποιότητες εκφραστικές και φωνητικές. Δεν νομίζω ότι αυτή η παράσταση θα ξεχαστεί από όσους την είδαν. Πέρα από τις καταπληκτικές ερμηνείες και την εξαιρετική σκηνοθεσία, έχουμε κι ένα κείμενο που αγγίζει τα έμφυλα ζητήματα, τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, το ρόλο της παιδείας, το χάσμα των γενεών, τη θρησκεία, την εφηβεία. Τα βάζει όλα μαζί στο θορυβώδες μίξερ και καταλήγει σε ένα -ίσως υπερβολικά απαισιόδοξο για τα γούστα μου- φινάλε πολύ κοντά στην αλήθεια που βιώνουμε. Μια παράσταση που έπαιξε με τα νεύρα μας, μας πέταξε σε κινούμενη άμμο και μας άφησε εκεί να πνιγόμαστε. Υπέροχα ήταν. Αλήθεια.
Μην τη χάσετε! Για λίγες ακόμα παραστάσεις στην Λευκή Αίθουσα του θεάτρου Δίπυλον.
ΥΓ: Η μέρα της Φούστας είναι η μέρα που επιτρέπεται να είσαι αυτό που είσαι. Μια φορά τον χρόνο (;)
Και ναι, πήγα θέατρο ΚΑΙ την Κυριακή. Πήγα στο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες και είδα μία παράσταση που λάτρεψα απ’ την πρώτη στιγμή, ως την ώρα που έσβησαν τα φώτα (όταν και αναφώνησα κάπως δυνατά και μάλλον τάραξα τους γύρω μου «ναι ρε γαμώτο!») γιατί ήταν άψογη. Όχι απλά άρτια, καλοδουλεμένη, καλοκουρδισμένη, καλοερμηνευμένη. Το έργο «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη ανεβαίνει για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή (από την ομάδα GAFF) και είναι απλά υπέροχη.
Ρωσία του 19ου αιώνα -που μοιάζει ύποπτα με κάποιες τωρινές γωνιές του κόσμου. Το χιούμορ του Γκόγκολ. Μαύρο. Βαθύ. Ένα ταξίδι στην παράνοια μιας κοινωνίας που μετράει ανθρώπους όπως τα πρόβατα. Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, ένας τύπος με χαμόγελο κομπιναδόρου και βλέμμα δημοσίου υπαλλήλου που ονειρεύεται μεγαλεία, αγοράζει νεκρούς δουλοπάροικους. Μέσα από καφκικές καταστάσεις και έναν θίασο χαρακτήρων γελοίων και τρομακτικά γνώριμων, η παράσταση αποδομεί τις σχέσεις εξουσίας και τον πλούτο. Ένα έργο-καθρέφτης της κοινωνίας (κι ο καθρέφτης, ξέρεις, δεν είναι πάντα κολακευτικός.)
Η καταπληκτική διασκευή που κράτησε μόνο όσα χρειάζονταν, οι ερμηνείες των ηθοποιών, όλες εξίσου δυνατές και με τρομερή ποικιλία και ευπλαστότητα (πράγμα που σπάνια πετυχαίνουμε στο θέατρο), η ευρηματική σκηνοθεσία που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις ούτε ένα λεπτό, η απίστευτη κινησιολογία και η λιτή αλλά έξυπνη σκηνογραφία, φτιάχνουν ένα μοναδικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δε θέλω να πω πολλά ακόμα. Να πάτε να τη δείτε. Αλήθεια. Στο Θέατρο Θησείον, Παρασκευές, Σάββατα και Κυριακές. Απ’ τα καλύτερα που είδαμε φέτος.
Κι αφού δείτε τις παραστάσεις που σας προτείναμε και τελειώσετε με τα θεατρικά, κάντε μια βόλτα κι από ‘δω:
Το φεστιβάλ του Lung Fanzine επιστρέφει στην Αρχιτεκτονική για δύο γεμάτες μέρες (11 & 12 Απριλίου), με 9 μπάντες που ζωντανεύουν τον ήχο της πόλης: Victory Collapse, The Noise Figures, Jacks Full, Disco Triste, Bokomolech, Lost Bodies, Diesel Cindy, Messier 13 και Head On. Πίσω από αυτό, η DIY ομάδα του Lung – του fanzine που από το 2018 αναβιώνει με πάθος τη μουσική στο χαρτί, μέσα από τεύχη γεμάτα συνεντεύξεις, δισκοκριτικές και συλλογές που συντροφεύουν τους αναγνώστες του με τον ίδιο ζωντανό και αυθεντικό τρόπο. Μια γιορτή για τη μουσική, μέσα από τους ήχους και τις λέξεις που μας ενώνουν.
Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.