Ναι, η πόλη μάς έλειψε. Προσπαθούμε τώρα να βγαίνουμε με κάθε αφορμή. Συναντάμε παλιούς φίλους, συναντάμε τους κολλητούς μας που κι αυτοί μας φάνηκε πως «πάλιωσαν» μες στην καραντίνα. Μήπως, όμως, έτσι οι βόλτες χάνουν την ψυχή τους;
Δηλαδή, αν βγαίνεις κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και ίσως Τρίτη, τι θα σου έχει λείψει για να επιζητήσεις την συνάντηση της επόμενης εβδομάδας; Για εμάς, η περιπλάνηση στην πόλη είναι μια ιεροτελεστία.
Τα μαγαζιά και τα στέκια μας, οι μικροί ναοί για στάση και κατάνυξη πίσω από μπάρες, σε γωνιακά τραπεζάκια, ένα τσιγάρο στην αυλή.
Οι χώροι που προτείνουμε είναι οι χώροι όπου συχνάζουμε. Η έξοδός μας έχει αρχή, μέση και τέλος. Η επανάληψή της δεν είναι μηχανική.
Και μέχρι να έρθει η στιγμή που ένας μαγαζάτορας θα μας φωνάξει με το μικρό ή ακόμα που θα καθίσει μαζί μας και τσουγκρίζοντας το ποτήρι του, η διαδρομή που έχει προηγηθεί και για τις δύο πλευρές είναι μακρά.
Κάθε ραντεβού που ακυρώνεται είναι ένας ακόμα λόγος να διψάμε για έξω. Και κάθε ραντεβού που κανονίζεται είναι ένας ακόμα λόγος να εξερευνήσουμε μια καινούργια γειτονιά, όχι αλλάζοντας πιάτσα, αλλά μεταμορφώνοντας την ματιά μας.
Σαν πολύ δεν μείναμε μέσα;
Η παραγνωρισμένη αξία μιας άσκοπης βόλτας
«Πρέπει να φύγω»
«Τι ώρα θα γυρίσεις;»
«Πετιέμαι μια στιγμή κι επιστρέφω!»
Ξέχνα αυτήν την στιχομυθία. Ας κάνουμε τα μαγικά μας κι ας την μεταμορφώσουμε σε μία άλλη, πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
«Δεν έχω να πάω πουθενά, αλλά θα βγω»
«Καταπληκτικά, τι ώρα λες να είσαι πίσω;»
«Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα!»
«Τέλεια, να έρθω κι εγώ;»
Για αυτήν την αίσθηση ελευθερίας. Για αυτήν την αστική μοναξιά που γίνεται έμπνευση, όταν το βλέμμα διασταυρώνεται με τον Τσίλερ, την Ακρόπολη από την Πατησίων, τα περιστέρια οπουδήποτε.
Για αυτήν την αίσθηση χαράς και θλίψης και νιάτων που αιωρούνται γιατί εδώ τα έζησες, τα ξόδεψες, τα περπάτησες.
Για αυτήν την πόρτα που κλείνει πίσω σου κι εσύ πας από τις σκάλες και έξω από την δροσερή και ασφαλή πιλοτή περιμένουν έρωτες και πόλεμοι άγνωστοι, χαμένοι.
Κι όλα αυτά μπορούν να βγουν αληθινά, αν αποφασίσεις, λέει, να κάνεις μια άσκοπη βόλτα. Χωρίς μήνυμα πιο πριν, εννοείται. Χωρίς άγχος για το αν κουβαλάς μαζί την ταυτότητα. Το διαβατήριο.
Τα πόδια σου είναι το διαβατήριο. Τα μάτια σου. Από πού θα πάρεις καφέ; Πώς θα ευχαριστήσεις; Σε ποια γωνία θα στρίψεις; Θα πάρεις τον ηλεκτρικό ή θα πας με τα πόδια; Θα μιλήσεις στον γνωστό που περπατάει απέναντί σου ή θα τον αποφύγεις;
Ό, τι γουστάρεις θα κάνεις. Είναι η βόλτα σου. Μια από τις πρώτες σου βόλτες μετά από καιρό. Είσαι μόνος ή έχεις στο χέρι σου την αγάπη σου. Είσαι μόνη ή δίπλα σου χαζογελά η καλύτερη φίλη, ο καλύτερος φίλος σου.
Η μαμά σου. Το παιδί σου, που βγήκε κι αυτό επιτέλους μαζί σας. Μαζί σου.
Η ελευθερία μιας βόλτας και μάλιστα μιας άσκοπης βόλτας (όχι φαρμακείο, όχι σούπερ μάρκετ, όχι ραντεβού με δέκα λεπτά αγχωμένη καθυστέρηση, όχι!) είναι υπέρτατο αγαθό, είναι απόλαυση βαθιά. Νιώθεις την πόλη για μια στιγμή δική σου. Κι αυτό αρκεί-κρατάει λίγο η χαρά, αλλά όλα τα καλά λίγο κρατάνε.
Οι άσκοπες βόλτες ταιριάζουν πολύ στις καλοκαιρινές νύχτες. Είσαι, λέει, στο μπαλκόνι κι αντί ν’ ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο, σηκώνεσαι, βρέχεις λίγο μούρη-μαλλιά, φοράς παπούτσια κι έξω απ’ την παράγκα! Έξω, λέμε!
Περπατάς και νιώθεις ήδη λιγάκι καλύτερα. Με ακουστικά ή χωρίς. Με το κινητό στην τσάντα ή χωρίς. Εγώ θα σου πω… και μ’ ένα σουβλάκι ή ένα παγωτό στο χέρι. Ναι, ακόμη καλύτερα έτσι. Η ευτυχία, η ατόφια, η βαθιοκόκαλη, είναι, μάτια μου, φθηνή, μα όχι ευτελής, αυτό να το θυμάσαι!
Οι άσκοπες μετακινήσεις της καρδιάς μας
• Παίρνεις ηλεκτρικό, κατεβαίνεις σε μια στάση που δεν έχεις κατεβεί ποτέ ξανά, χάνεσαι σε μια καινούργια γειτονιά, ύστερα πάλι πίσω…
• Ξεκινάς από το σπίτι και προχωράς όσο αντέξεις. Όσο αντέξεις όμως. Από το κέντρο της πόλης, να βρεθείς Πειραιώς κι ακόμα παραπέρα. Ύστερα, αν έχεις κουραστεί, γυρίζεις με ταξί. Απόλυτη αναζωογόνηση.
• Άσκοπες βόλτες (πολύ) νωρίς το πρωί. Άσκοπες βόλτες (πολύ) αργά το βράδυ.
Άκου και το «Μια Βόλτα στην Πόλη»
Μια βόλτα απλή, μακριά απ’ τα πάθη μου/ Λίγα λεπτά να σκεφτώ τα λάθη μου/ Όσο βαθιά κι αν μας πληγώνουν το ξεχνάμε /και πάντα βρίσκουμε τον τρόπο ν’ αγαπάμε (Χρίστος Σερενές)