Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Ήρθαν και μου αδειάσαν την ντουλάπα. Μπήκανε μέσα οι κόρες της και τα πήραν όλα. “Της μάνας μας κι αυτό, της μάνας μας και τ΄ άλλο” δεν άφησαν φουστάνι για φουστάνι, όλα τα πήραν. Ήτανε και κοκέτα η νύφη μου βλέπεις, καλοβαλμένη, ψηλή και ξόδευε για ρούχα και στολές. Κι αυτές ίδιο σουλούπι. Ψηλές, λιγνές, λίγο πιο κατσιασμένες μα σήμερα έτσι αρέσουν οι γυναίκες στους άνδρες, άνυδρες. Εμένανε στα χρόνια μου αν η γυναίκα δεν είχε πιάσιμο στο γοφό και μπούτι να το τρίβει στ’ άλλο μπούτι για παντρειά δεν ήτανε.
2. Κάθισα εκεί δα πέρα στο παράθυρο, με πλάτη στην ντουλάπα και κοίταζα έξω, στον δρόμο σαν να περίμενα.
Περίμενα, μα πια όχι επ’ έξω. Οι τελευταίες που περίμενα ήτανε οι εγγονές μου και ήρθανε, κακότροπες, ψυχρές και πεινασμένες να πάρουν και να φύγουνε. Κοράκια. Περίμενα να φύγουν το λοιπόν. Θα ανακατευότανε μαζί τους η Αμαλία. Της είπα χτες το βράδυ μέσα στον ύπνο της:
“Άκου Αμαλίτσα. Εγώ θα περιμένω στην γωνιά μου να φύγουνε κι εσύ θα κάνεις κουμάντο. Ότι θένε ας το πάρουν… μάνα τους ήτανε κι έχουνε το δικαίωμα. Δεν θα τις ερεθίσεις να βάλουν τις φωνές. Φωνές σε σπίτι που ‘χει φρεσκοπεθάνει άνθρωπος δεν θέμε. Να πάρουν και να πάνε στην ευχή. Δεν θα τις ξαναδούμε. Εγώ εδώ ήσυχα θα περιμένω να τσακιστούν. Και θα σε ακούω. Εσύ θα βοηθήσεις. Κι αν πουν για μένα ας πουν… Μιλιά εσύ!”
Εγώ τα είπα, εγώ τα άκουσα.
Στα χέρια μόνο που δεν πιάστηκαν.
Πήρε φωτιά η ντουλάπα.
3. Βαρύνανε τα λόγια πάνω στο βυσσινί μου το φόρεμα, το μεσάτο, το ταφταδένιο, από τον γάμο. Είχε χαρακτήρα αυτό το ρούχο. Και ξέσπασε η Αμαλία:
“Αυτό να το αφήσεις κάτω ήτανε της κυράς μου, όχι της μάνας σου”
“Και ποια ήταν η κυρά σου τα τελευταία χρόνια; H μάνα μας
δεν ήταν;”
“Εμένα πάντα η κυρά μου η Τερέζα θα ‘ναι. Και πεθαμένη.”
“Στη μάνα μας όμως άφησε τα ρούχα της η Τερέζα όταν πέθανε… στην νύφη της Αμαλία μου τα άφησε, που τα άφησε;”
“Στην ντουλάπα τα άφησε… Κι ήρθε η μάνα σας και πήρε την ντουλάπα. Κι εμένα μαζί.”
“Αν δεν σε έπαιρνε θα ‘χες πεθάνει από την πείνα. Αχάριστη.”
“Μπορεί αλλά αυτά δεν της τα έδωσε. Στην ντουλάπα τα άφησε σου λέω”
“Και τίνος είναι η ντουλάπα τώρα, Αμαλία;”
“Του σπιτιού είναι η ντουλάπα.”
“Και τίνος είν’ το σπίτι;”
“Στον γιο της το άφησε η Τερέζα, όχι στην νύφη.”
“Και τίνος ήτανε ο γιος της, της μάνας μας δεν ήτανε;”
Εδώ συγχύστηκα λίγο. Συγχύστηκε κι η Αμαλία. Να πω δεν την καταλαβαίνω; Ψέματα θα πω.
Αλλά με τα κοράκια ποιος να τα βάλει;
4. Το φόρεμα το βυσσινί σκίστηκε στον καυγά, τράβα η μια, τράβα η άλλη. Ήτανε ντελικάτο ρούχο, να το πω, στολίδι σε κάθε ντουλάπα. Την άνοιγες και φώταγε.
“Σε μένα το άφησε αυτό” ούρλιαξε η Αμαλία.
“Εσύ είσαι χοντρή τι να το κάνεις;”
“Και κοντή!”
“Και τι μ’ αυτό… ο άνθρωπος αλλάζει.” Και το τράβηξε με δύναμη απ’ της μικρής τα χέρια κι έμεινε το μισό μέσα – το μισό έξω απ’ την ντουλάπα, κουρέλι.
Κι ύστερα φύγανε αφού τα πήραν όλα κι αφήσανε μαζί με τον ταφτά και την Αμαλία κουρέλι.
Σηκώθηκα και πήγα προς τα κει. Πεσμένη στα τέσσερα πάνω απ’ το ρούχο μπροστά στην ντουλάπα που έχασκε αδειανή, σαν στόμα.
Γύρισε η Αμαλία και κοίταξε μέσα, στα σπλάχνα της.
Σκοτάδι.
Κι όπως στεκόμουν από πάνω της, η Αμαλία θυμήθηκε. Κι αρχίνησε να παραμιλά, ανάμεσα σε δάκρυα και μύξες. Πως είχα δίκιο είπε που ήρθα στ’ όνειρό της, να την προλάβω να μην γίνει φασαρία στης πεθαμένης, πως έπρεπε να είχε συγκρατηθεί, μα όταν είδε να παίρνουνε κι αυτό το φουστάνι, ήτανε σαν να έβγαλε μιλιά η ντουλάπα και της ψιθύρισε:
“Αυτό να μην τους το αφήσεις, Αμαλία. Να έχω κάτι να την θυμάμαι. Όχι την νύφη. Την πεθερά. Αυτό είναι της ντουλάπας να πεις. Κι αν δεν ακούνε να πεις δικό σου. Ότι σε σένα το άφησε η Τερέζα. Αυτό δεν τους ανήκει. Να μην το πάρουν.”
Ε! Κι έγινε το κακό.
“Άκου χοντρή;”
“Κι άκου κοντή;”
5. Πάντα τέτοια ήτανε η Αμαλία. Ξεροκέφαλη. Κι αλαφροΐσκιωτη. Που άκουγε τ’ άψυχα να της μιλούνε.
Αλλά ορμήνεια απ’ άνθρωπο δεν έπαιρνε.
Την συμπόνεσα έτσι χυμένη κάτω μπροστά στο φύλο τ’ ανοιχτό και τον παλιό καθρέφτη, τον μπιζουτέ και το αδειανό το στόμα.
Μου πέρασε απ’ το νου να πάω να πάρω βενζίνη και ένα σπίρτο από την κουζίνα και να βάλω φωτιά στο στόμα να καεί κι ας πάει κι η Αμαλία μαζί με την ντουλάπα κι ας πάνε κι όλα. Και το σπίτι ακόμα.
Αλλά το κρίμα θα ‘πεφτε στις μικρές που θα ‘τανε οι τελευταίες που περάσανε από δω και άντε να ξεμπλέξουνε μετά.
Μετά μου γύρισε να πάρω το κουρέλι και να το κρεμάσω στο παράθυρο σημαία όλη την νύχτα ν΄ ανεμίζει κι όταν ξυπνήσει το πρωί η γειτονιά – όσοι ακόμα ζούνε – να δουν το ρούχο μου και να σταυροκοπηθούν. Όλοι εδώ θα το θυμόνταν που με βλέπανε μ’ αυτό να γυρίζω από τις γιορτές. Μα επειδή το ντύθηκε κι η νύφη μου μετά, τι νόημα θα ‘χε;
Παρηγοριά έτσι κι αλλιώς δεν έχει.
Την Αμαλίτσα την είχε πάρει ο ύπνος εκεί στο πάτωμα σαν μωρό. Μέσα στα δάκρυα. Σκοτείνιαζε. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα κοντοζύγωνε. Κι άλλη όρεξη δεν είχα να συναντηθώ και με την νύφη, τη φρεσκοπεθαμένη, εδώ μπροστά στα λεηλατημένα.
Έδωσα μια και βούτηξα μες τ’ ανοιχτό το στόμα της ντουλάπας κι εξαφανίστηκα.
6. Χαράματα πια.
Η Αμαλία ξύπνησε ξεσκάλωσε το κουρέλι από την ντουλαπόπορτα, το τύλιξε σε μια εφημερίδα, έσβησε τα φώτα, σφράγισε τα παντζούρια και κλείδωσε μέσα στο σπίτι ντουλάπες και μπαούλα κι ότι άλλο είχε μείνει από αντίκες.
Ποιος ξέρει πότε θα ξαναρχότανε σε αυτό το ερείπιο κανείς.
Ποιος ξέρει;
Ο φόβος φυλάει τα έρημα.