Ναι, η πόλη μάς έλειψε. Προσπαθούμε τώρα να βγαίνουμε με κάθε αφορμή. Συναντάμε παλιούς φίλους, συναντάμε τους κολλητούς μας που κι αυτοί μας φάνηκε πως «πάλιωσαν» μες στην καραντίνα. Μήπως, όμως, έτσι οι βόλτες χάνουν την ψυχή τους;
Δηλαδή, αν βγαίνεις κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και ίσως Τρίτη, τι θα σου έχει λείψει για να επιζητήσεις την συνάντηση της επόμενης εβδομάδας; Για εμάς, η περιπλάνηση στην πόλη είναι μια ιεροτελεστία.
Τα μαγαζιά και τα στέκια μας, οι μικροί ναοί για στάση και κατάνυξη πίσω από μπάρες, σε γωνιακά τραπεζάκια, ένα τσιγάρο στην αυλή.
Οι χώροι που προτείνουμε είναι οι χώροι όπου συχνάζουμε. Η έξοδός μας έχει αρχή, μέση και τέλος. Η επανάληψή της δεν είναι μηχανική.
Και μέχρι να έρθει η στιγμή που ένας μαγαζάτορας θα μας φωνάξει με το μικρό ή ακόμα που θα καθίσει μαζί μας και τσουγκρίζοντας το ποτήρι του, η διαδρομή που έχει προηγηθεί και για τις δύο πλευρές είναι μακρά.
Κάθε ραντεβού που ακυρώνεται είναι ένας ακόμα λόγος να διψάμε για έξω. Και κάθε ραντεβού που κανονίζεται είναι ένας ακόμα λόγος να εξερευνήσουμε μια καινούργια γειτονιά, όχι αλλάζοντας πιάτσα, αλλά μεταμορφώνοντας την ματιά μας.
Σαν πολύ δεν μείναμε μέσα;
Η αξία του “στεκιού”
Μία λέξη, που σου γεμίζει το μυαλό με εικόνες, αναμνήσεις, σκηνικά. Άφθονα ποτά και κεφάτοι καφέδες, γέλια μέχρι δακρύων, κλάματα που καταλήγουν σε νευρικά γέλια, ελαφρά ή σοβαρά φλερτάκια, μια αίσθηση σπιτιού και ιδιότυπης οικογένειας, γνωστές φάτσες και ενίοτε μερικές άγνωστες.
Όλα αυτά σκεφτόμαστε όταν λέμε “στέκι”. Η αξία του; Ανεκτίμητη!
Γιατί μπορείς να πας μόνος και να βρεις παρέα από το πουθενά. Γιατί το κέρασμα είναι βέβαιο. Γιατί ο μπάρμαν είναι κάπως φίλος πια και θα σου συμπαρασταθεί στις πιο σκοτεινές στιγμές ή θα χαρεί μαζί σου.
Δεν έχεις να σκεφτείς τι θα βάλεις, δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη περίσταση για να το επισκεφθείς, δεν παίζουν ρόλο καν οι μέρες. Είτε είναι βαρετή Τετάρτη είτε είναι γκλάμουρ Σαββατόβραδο βρίσκεις εκεί αυτό που θέλεις. Το στηρίζεις με κάθε τρόπο γιατί εκεί περνάς καλά. Πάντα. Ακόμη και τα πιο ξενέρωτα βράδια, ακόμη και τα πιο κουραστικά ή αποκρουστικά πρωινά.
Το στέκι σου έχει φτιάξει μια ιδανική έως μαγική… μαγιά, που το θεωρείς με κάποιο τρόπο από δικό σου μέρος έως και δικό σου μαγαζί.
Και ποια είναι αυτή η μυστική συνταγή για να γίνει ένα μαγαζί στέκι; Κανείς δεν ξέρει σίγουρα. Αν κάτσεις να το σκεφτείς με τη λογική, θα βρεις κάποια χαρακτηριστικά που ευνοούν ένα μέρος να γίνει στέκι. Σίγουρα παίζουν ρόλο οι τιμές, αν είναι να πηγαίνεις κάπου συνέχεια, πρέπει να το αντέχει η τσέπη σου.
Σημαντικός παράγοντας είναι να είναι κοντά στο σπίτι σου. Αν δε χρειάζεται να πάρεις αµάξι, µετρό, τρενό, πατίνι για να πας σε ένα µαγαζί, οι πιθανότητες να γίνει στέκι σου αυξάνονται. Το να στηρίζεις φίλο που έχει το µαγαζί ή φίλο που δουλεύει στο µαγαζί, επίσης.
Όμως, νομίζω ότι το πιο σημαντικό στοιχείο για να γίνει ένα μέρος στέκι είναι κάτι πιο βαθύ και υποκειμενικό: Πρέπει να σου “πηγαίνει”, να σου ταιριάζει, στην προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία σου, σαν ένα αγαπημένο ρούχο που δεν το αλλάζεις με τίποτα. Αυτό θα γίνει το ένα και μοναδικό μέρος.
Όλα θα συνηγορήσουν υπέρ του: η μουσική του, η διακόσμησή του, η ατμόσφαιρά του, το όλο attitude του χώρου, οι άνθρωποί του, αλλά και οι θαμώνες του. Για κάποιον λόγο, θα σε κάνει να αισθάνεσαι οικεία. Σαν στο σπίτι σου. Και το κυριότερο; Θα σου συμπεριφέρονται και έτσι!
Βγες λοιπόν και πήγαινε εκεί που θα σε περιποιηθούν γιατί είσαι “δικός τους άνθρωπος”. Βρες το δικό σου στέκι και στήριξέ το!
*Αφιερωμένο στα δικά μου στέκια, το Chartreuse και το Ραμόν.
Ορισμός
Χώρος στον οποίο ένα ή περισσότερα άτομα συχνάζουν ή ασκούν ορισμένη δραστηριότητα. Συνώνυμο: Λημέρι. Δεν μεταφράζεται μονολεκτικά σε άλλες γλώσσες.
Το απρόσμενο
Πόσες φορές πετάχτηκες με φόρμα “για ένα χαλαρό ποτό” στο στέκι σου και ξύπνησες με κενά μνήμης;