«Αυτή η πόλη φτιάχτηκε για να κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν μικροσκοπικοί» μου απαντά και με κοιτάζει μέσα στα μάτια σαν να περιμένει να συμφωνήσω αυτοστιγμεί. Λες και αυτό που μου λέει είναι αυταπόδεικτο.
Κλείνω το στυλό μου και μπαίνω στην κουζίνα. «Check on» φωνάζω σκίζοντας το χαρτάκι. Το λευκό στον chef, το ροζ στους sous-chef που ετοιμάζουν τα starter και το μπλε στον τοίχο θυμίζω στον εαυτό μου μηχανικά και προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω την απάντηση της Μαρσέλα. Τα μεγάλα της μπλε μάτια τραβούν τη σκέψη μου σαν μαγνήτες. Προσπαθώ να την φανταστώ δεκατρία χρόνια πριν να παίρνει το 43 από το αεροδρόμιο και να έρχεται για πρώτη φορά στον Μάντσεστερ. Έξω πέφτει η πρώτη νιφάδα χιονιού του φετινού χειμώνα.
«Χιονίζει στον τόπο σου Μάρσι;». «Ναι μωρέ», μου απαντάει. Είναι μια από τις αμέτρητες φράσεις που ξέρει στα ελληνικά. Την μέρα που τη γνώρισα συζητούσα με μια πελάτισσα. Εγώ από τη μέσα μεριά του μπαρ, έκοβα νωχελικά φράουλες για ένα Pimm’s και αγόρευα παθιασμένα για τη μετά-Brexit εποχή στα ελληνικά. Εκείνη ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο μπαρ, ακούμπησε πάνω τους το πιγούνι της και κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου. Τόση προσοχή και ενδιαφέρον είχε το βλέμμα της που ξαφνικά ένιωσα τεράστια ντροπή και κόμπιασα πριν συνεχίσω τη σκέψη μου στα αγγλικά. «Θα πεθάνω φτωχή μωρέ», μου πέταξε πριν προλάβω να βγάλω λέξη και έφυγε γελώντας.
Οι περισσότεροι από μας είμαστε θύματα του νέου American Dream, αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας γενιάς μοσχαναθρεμμένων τέκνων μικροαστικών οικογενειών που μετανάστευσε στο εξωτερικό με λεφτά στην τσέπη για ένα ακριβό πτυχίο και υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον. Εκείνη όμως έχει κάτι το διαφορετικό. Τσέχα στην καταγωγή, μεγάλωσε σε ένα χωρίο που ούτε το Google δεν γνωρίζει. Ο πατέρας της ήταν χτίστης και έλειπε το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου. Η μητέρας της δούλευε σε ένα συνοικιακό μαγαζί, στο οποίο εκείνη και η αδερφή της έκαναν έφοδο μετά το σχολείο για μερικές Kofila, τις αγαπημένες τους σοκολάτες. Γύρω στα είκοσι τρία, τρελά ερωτευμένη με έναν Τσέχο σεφ, άφησε την Τσεχία για τη Νέα Ζηλανδία, τη Νέα Ζηλανδία για τη Ζάκυνθο και τη Ζάκυνθο για το Μάντσεστερ.
Στο Μάντσεστερ έμεινε γιατί αυτή η πόλη έχει τον τρόπο της να σε κρατάει αιχμάλωτο. Σαν ιδιότροπος έφηβος είναι αναποφάσιστη, γεμάτη αντιφάσεις. Στο κέντρο της πόλης το Gay Village, όλο γκλίτερ και χρώμα, περιτριγυρίζεται από το κανάλι που τη διατρέχει ολόκληρη και λέγεται ότι στοιχειώνεται πλέον από ντόπιο serial killer γνωστό για ευνόητους λόγους με το όνομα pusher. Μεταμοντέρνα κτήρια όπως το National football museum και το Hilton συγκατοικούν με την vintage αγορά του northern quarter, ροκάδες και κλασάτοι συναντιούνται στη Deansgate, Bieber και Arctic Monkeys παίζουν μουσική σε διπλανά venues. Και ανάμεσα στους περαστικούς δεσπόζουν παλιές αποθήκες φτιαγμένες από χιλιάδες κόκκινα τούβλα, κατάλοιπα της βιομηχανικής επανάστασης και σπίτια της εργατικής τάξης της πόλης που όλοι επιμελώς θυμούνται να ξεχνούν.
Προσωπικά έχω αναπτύξει μια έμμονη σχέση με αυτά τα τούβλα. Μου θυμίζουν ένα αμφιθέατρο από τις φοιτητικές μου αναμνήσεις. Κάποιος είχε γράψει με σπρέι τη φράση «Πώς καλπάζει η ζέβρα στο κλουβί της;» πάνω στα κόκκινα τούβλα του τοίχου και εγώ την κουβαλάω μέσα μου αναπάντητη αυτή την ερώτηση. Το ακόμα πιο παράξενο είναι ότι όσο κοιτάζεις τις παλιές κατακόκκινες αποθήκες τόσο αυτές ψηλώνουν και σε κάνουν να νιώθεις Λιλιπούτειος… «Αυτή η πόλη φτιάχτηκε για να κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν μικροσκοπικοί»…. «Τι σου λείπει από το Dubnany Μαρσέλα;», τη ρωτάω ενώ τυλίγω το κασκόλ γύρω από το λαιμό μου. Έξω έχει πιάσει δυνατός αέρας που αρπάζει τις νιφάδες και τις στριφογυρίζει στον αέρα. -«Ξέρεις όλοι έχουν το δικό τους κήπο. Και φυσικά κουνέλια!». –«Κουνέλια; Σε κλουβιά;» -«Όχι βέβαια! Τα κουνέλια έχουν το δικό του σπίτι ανόητη», μου απαντάει, σβήνει τα φώτα και κλείνει την πόρτα πίσω μας.
Φιλικά,
Κατερίνα Θεοδωρακοπούλου
Discussion about this post