(μια ιστορία που μοιράστηκε μαζί μας ο Γ. Σ)
Δριμάδες, Βόρεια Ήπειρος, 1991. Εγώ γύρω στα 12 χρόνια μου. Λένε στον πατέρα μου: «να πάρω το παιδί σου να πάω Ελλάδα;», «θέλω», λέει. Φεύγω, λοιπόν, με μια παρέα φίλων. Όλοι μικροί ήμασταν, στην εφηβεία. Περνάμε τα σύνορα παράνομα, μέσω Κορυτσάς. Φτάνουμε Καστοριά. Όλα τα βουνά γεμάτα χιόνια κι εμείς πατούσαμε πάνω στα χνάρια των προηγούμενων. Κοντά στα σύνορα υπήρχε θυμάμαι ένα δέντρο που είχε επάνω φωτογραφίες. Όταν κάποιος κατάφερνε να φύγει, έβαζε τη φωτογραφία του κι όποιος ερχόταν από πίσω έβλεπε ότι είχαν περάσει, ότι δε χάθηκαν στα χιόνια ή στο γκρεμό.
Ο λόγος που ήθελα να φύγω από το χωριό μου ήταν ένα ποδήλατο. Ήθελα να πάρω ένα όμορφο, καινούργιο ποδήλατο.
Περπατάμε από Κορυτσά, λοιπόν, ως Καστοριά με τα πόδια. Βρίσκουμε μια οικοδομή και κοιμόμαστε-σηκωθήκαμε πρωί πρωί, πριν έρθουν οι οικοδόμοι για δουλειά. Είχαμε μαζί μας ζάχαρη για το δρόμο, για ενέργεια και για να νικάμε το κρύο. Είχαμε και κάτι αλλαξιές παντελόνια, να μη φαινόμαστε πολύ βρώμικοι. Ε, βέβαια, όπως και να το κάνεις, μπαμ κάναμε. Μετά, από Καστοριά πάμε Φλώρινα κι από κει , μ’ ένα αυτοκίνητο κάτι δικών μας, φτάνουμε Λαμία.
Από Λαμία, μετά, πάλι με τα πόδια ως τον Άγιο Στέφανο κι από κει, με ταξί, στην Αθήνα. «Δεν πάει στο διάολο το ποδήλατο», σκέφτηκα. Ήθελα να γυρίσω, δεν άντεχα. Αν και η Ελλάδα μου είχε κάνει εντύπωση. Καλή εντύπωση. Θυμάμαι μου άρεσε που τα χωριά είχαν φώτα στους δρόμους. Παρκαρισμένα αμάξια, τακτοποιημένα σπίτια, σκυλιά δεμένα, που λένε. Γιατί σ’ εμάς τα σκυλιά ήταν στους δρόμους και δαγκώνανε! Επέστρεψα, λοιπόν, στην Αθήνα γιατί παραδοθήκαμε με τους φίλους στην αστυνομία, τα παρατήσαμε, ας πούμε. Όμως, το κακό είναι ότι μας γύρισαν στην Καστοριά. Από τους πέντε που’ χαμε ξεκινήσει μαζί, τρεις γυρίσαμε Καστοριά. Δύο, μεταξύ των οποίων κι ο ένας που είχε μιλήσει στον πατέρα μου, μας είχε παρατήσει, σταμάτησε σ’ άλλη πόλη. Πήγαμε, λοιπόν, Καστοριά. Και μας βάζουν σ’ ένα κτήριο, σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης, το πιο κακόφημο στην Ελλάδα-εκεί, οι νεότεροι, οι τύπου φαντάροι σου έπαιρναν τα λεφτά, έπεφτε και ξύλο. Το ξύλο της αρκούδας! Μας το’ πανε και οι αστυνομικοί στο αμάξι από Αθήνα: «πού πάτε, μωρέ κακομοίρηδες;»
Μας άφησαν δύο εικοσιτετράωρα στο χιόνι καθιστούς. Τρώγαμε τα φιλτράκια απ’ τα τσιγάρα για να μπουκώσουμε και να μη θέλουμε τουαλέτα. Μόλις γύρισα σπίτι μου, διαπίστωσα ότι είχα πάθει ψύξη.
Μέχρι το 1992, παρέμεινα Δριμάδες. Όμως, ήρθε η στιγμή που οι γονείς μου έχασαν τις δουλειές τους, ήταν ελληνικής καταγωγής και με το αριστερό κόμμα. Οπότε, ήθελα να γυρίσω, πια, οριστικά στην Ελλάδα. Το πρώτο σπίτι μου στην Αθήνα ήταν στου Γκύζη, Λουκάρεως 7. Οι περισσότεροι Αλβανοί, τότε, έμεναν στην Πατησίων. Εργάστηκα στο Τηνιακό, σερβιτόρος . Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα. Τελείωσα το σχολείο στην Αλβανία δι’αλληλογραφίας.
Και ήμουν πια πολύ μεγάλος για ποδήλατο. Στο γιο μου, όμως, που γεννήθηκε πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα, έχω ήδη αγοράσει αρκετά!
Photo by Matthias Zomer from Pexels
Discussion about this post