Μπροστινή βεράντα σπιτιού, με την ξύλινη κουπαστή και την κουνιστή πολυθρόνα ή το παγκάκι, τις πεταμένες αγροτικές μπότες μες στη λάσπη, τις γυναίκες που ράβουν ή πίνουν καφέ και καλημερίζουν (κι ύστερα γλωσσοτρώνε) όποιον περνάει. Ώρες με ήλιο, καλοκαιρινές, για μουχαμπέτι*, για σόμπορο**.
Πολαρόιντς απλότητας απ’ τα χωριά μας, αλλά και από τις ταινίες τις γυρισμένες στον Αμερικάνικο νότο, εκεί που μαζεύεται μετά το δείπνο η οικογένεια και συζητάει για τη σοδιά, την Κυριακάτικη Λειτουργία, τα νέα της γειτονιάς. Σκέφτομαι πως η μπροστινή βεράντα ενός σπιτιού μπορεί να είναι τόπος συνάντησης, χαλάρωσης, αργύτητας, αναπόλησης αλλά και μέρος αδηφάγου κουτσομπολιού και ένας μικρόκοσμος απ’ τον οποίο κάποιοι δεν ξεφεύγουν ποτέ.
Πρόσφατα συζητούσα με μια φίλη από το Texas για την πόλη της, το Corpus Christi, που βρίσκεται στον Νότο, σχεδόν στα σύνορα με το Μεξικό. Μου είπε μια φράση που δεν είχα ξανακούσει και μου θύμισε πολύ το μικρό μας τσαρδάκι. Μου είπε πως, κάθε φορά που επιστρέφει στους δικούς της, σοκάρεται από αυτό το front porch mentality που έχουν ακόμα.
Το front porch mentality, ή σε ελεύθερη μετάφραση «Η νοοτροπία της μπροστινής βεράντας» χρησιμοποιείται στην Αμερική για να περιγράψει ανθρώπους στενόμυαλους και κολλημένους. Προκύπτει από αυτήν την «επαρχιώτικη» συνήθεια κάποιων να έχουν για διασκέδαση/χαλάρωση το καθισιό στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού τους και την άγρυπνη παρακολούθηση των συμβάντων της γειτονιάς. Ποιος πέρασε με ποιον, τι φορούσε, πως περπάτησε. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που μου περιγράφει, όχι απλά δεν έχουν ταξιδέψει εκτός Αμερικής, αλλά ούτε καν εκτός Τέξας (είναι βέβαια και μεγάλο, όσο η Γαλλία και η Ελβετία μαζί).
Το front porch mentality μικραίνει τον κόσμο, γιατί η πραγματικότητα φτάνει ως εκεί που φτάνει και το βλέμμα. Όταν μεγαλώνεις στο ίδιο μέρος, χωρίς να έρθεις ποτέ σε επαφή με άλλους ανθρώπους και κουλτούρες, όταν δεν ταξιδεύεις για να καταλάβεις πόσο μεγάλος και πολύχρωμος και ανάκατος είναι αυτός ο κόσμος και πόσο μικρός και περιορισμένος ο τόπος σου, τα όριά σου παραμένουν τα ίδια μια ζωή.
Γίνεσαι εγωκεντρικός, στενόμυαλος. Αυτή τη μικρή βεράντα τη φαντάζομαι εγώ ως μια καθίζηση της ζωής. Φυσικά υπάρχουν και άνθρωποι που χωρίς ποτέ να ταξιδέψουν είναι ανοιχτόμυαλοι και φιλόξενοι και υπέροχοι, αλλά πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Συνήθως, όταν δεν έχεις δει τον Άλλον, τον Ξένο, γίνεσαι αφοριστικός, πικρόχολος, παρατηρείς κάποιον που ξεφεύγει από αυτά που γνωρίζεις, που ντύνεται/ζει/αγαπάει/γιορτάζει διαφορετικά και δεν μπορείς να το ανεχτείς.
Γι’ αυτό να ταξιδεύουμε, να βλέπουμε, να γνωρίζουμε ό,τι μπορούμε πέρα από τον δικό μας ορίζοντα. Οι βεράντες μας, όσο όμορφες κι αν είναι, είναι πολύ πολύ μικρές.
*Μουχαμπέτι: ψιλοκουβέντα
**Σόμπορο: Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat’ (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.
Φωτογραφίες: https://www.loc.gov/