«Εντάξει», είπε το Εντάξει, και το Εντάξει συμφώνησε. Μια συμφωνία όμως που ποτέ δεν έγινε εντάξει.
Τα δύο Εντάξει ήταν για αρκετό καιρό μαζί, βγαίνανε, συζητούσανε, κάνανε έρωτα, περνάγανε πολύ ωραία. Περνάγανε τόσο ωραία μαζί που ακόμα και τη στιγμή που θέλανε να φιληθούνε λέγανε «Εντάξει», «Εντάξει».
Ο καιρός πέρναγε και τα Εντάξει είχαν μπει σε μια τάξη. Ξέρανε τόσα πολλά ο ένας για τον άλλον που είχαν φτάσει στο σημείο να μοιάζουνε· για την ακρίβεια μοιάζανε τόσο πολύ που κάποια στιγμή φτάσανε να είναι ακριβώς ίδιοι. Σαν δίδυμοι από διαφορετική μήτρα. Έτσι δηλαδή όπως καταντάει κι ο έρωτας όταν η συνήθεια σκεπάσει τα πάντα.
Ξαφνικά όμως, τα δύο Εντάξει χωρίσανε. Το Εντάξει πήγαινε να κάτσει στο ένα μαγαζί και το Εντάξει πήγαινε στο απέναντι. Το Εντάξει συζητούσε με άλλους και το Εντάξει συζητούσε με άλλες. Αυτή τη φορά μοιάζανε σαν κάτι να τους έχει υποτάξει.
Παρ’ όλα αυτά, μέσα στην αταξία τους κάτι δεν είχε αλλάξει. Το Εντάξει περίμενε τη γιορτή του Εντάξει, και το Εντάξει περίμενε και αυτό τη γιορτή του Εντάξει· για να πούνε χρόνια πολλά ο ένας στον άλλον. Βασικά, περιμένανε την ίδια μέρα, γιατί γιορτάζανε την ίδια ακριβώς μέρα.
Πέρασε αρκετός καιρός και τα δύο Εντάξει πήγαιναν με ξεχωριστό αμάξι, συνέχιζαν όμως να κάνουν το ίδιο. Περίμεναν αυτήν τη μία μέρα το χρόνο για να ανταλλάξουν κάποια μηνύματα μεταξύ τους. Ακόμα και χωρισμένοι η συνήθεια τους δεν παρέκκλινε, κυλούσε στο αίμα τους.
Το μέλλον των δύο Εντάξει δεν ήταν καθόλου εντάξει. Όμως, μια μέρα συμφώνησαν να πάνε στο πεζούλι που είχαν πρωτοφιληθεί και να γράψουν τα ονόματά τους, αντί για Γιώργος και Μαρία που ήταν τα κανονικά, γράψανε «Εντάξει. Εντάξει». Ήθελαν με αυτήν την πράξη, να πείσουν όλους τους ανθρώπους να ζουν ερωτευμένοι, κάτι που δεν κάνανε οι ίδιοι.
Πέρασαν χρόνια και ο τοίχος με τα «Εντάξει. Εντάξει» παρέμενε ίδιος, μόνο λίγο η φθορά του χρόνου άρχισε να γίνεται έκδηλη. Κάποια μέρα περάσανε δύο παιδιά πιασμένα χεράκι χεράκι, άρχισαν να φαντάζονται την ιστορία που κρύβεται από πίσω… Καθώς ο Ανδρέας έλεγε την ιστορία στην Εύη εκείνη πήγε να τον γλυκοκοιτάξει, προτού όμως προλάβει έγειρε εκείνος στον ώμο της, και της ψιθύρισε, πως «ο έρωτάς της είναι από μετάξι».