Και τι να πρωτογράψουμε; Και τι να πούμε; Είναι από αυτές τις στιγμές που νομίζεις ότι τα λόγια περιττεύουν, αλλά ταυτόχρονα, θέλεις να βγεις στους δρόμους ουρλιάζοντας ένα “Φτάνει πια!”.
Ένα έγκλημα από αυτά που κάνουν τα ήδη σαθρά θεμέλια μιας κοινωνίας να τρίζουν. Ένα έγκλημα που έχει πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις από το προφανές. Δεν είναι μόνο η απώλεια της ζωής κάποιου ανθρώπου ,είναι πολλά περισσότερα (να μην συζητήσω και την ψυχασθένεια με το στραγγαλισμό ΚΑΙ του σκύλου).
Η ιστορία ξεκινάει πολύ πιο πίσω. Εκεί που ένα 15χρονο κορίτσι συναντάει κάπου έναν 27χρονο πιλότο και ερωτεύεται ή έτσι νομίζει γιατί η εφηβεία κάνει τα πάντα να μεγεθύνονται. Και ο 27χρονος πιλότος λέει “ναι, αυτό το κοριτσάκι είναι η γυναίκα της ζωής μου”. Όχι δεν ήταν η γυναίκα της ζωής τους. Ήταν το ιδανικό θύμα για να το χειρίζεται κατά πως ήθελε. Της έκανε κι ένα παιδί και τέλος καλό, όλα καλά. Για ποιον ήταν τέλος καλό; Μόνο για την κοινωνία που εκπλήρωσε την παραμύθα που μας σερβίρει από τις απαρχές του κόσμου: ωραίος, άξιος νέος γνωρίζει όμορφη, άξια νέα παντρεύονται και διαιωνίζουν το είδος. Και νέοι ε… Όχι σαν τους μοντέρνους που σκέφτονται διπλά και τρίδιπλα αν θα βοηθήσουν το έθνος να διατηρηθεί.
Για την Καρολάιν και κάθε Καρολάιν που κυκλοφορεί με κρυμμένους μώλωπες και είναι καθαρή τύχη το αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει ένα βράδυ που κάποιος “θόλωσε” δεν είναι τέλος καλό. Δεν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η παραμύθα πολτοποιήθηκε στο “σκουπιδιάρικο” που πέρναγε στις 4.11 τη νύχτα.
Από που να το πρωτοπιάσεις; Οι γονείς ήταν εντάξει με το ότι ένας 27χρονος παιδεραστής πλησίασε την κόρη τους; Κι αν αντέδρασαν, μετά την ενηλικίωση, τι να έκαναν; Αν εκείνη επέμενε; Αν είχε πειστεί ότι αυτός ήταν ο έρωτας της ζωής της; Και ξέρετε, η κακοποίηση και ο χειρισμός λειτουργεί πολύ ύπουλα. Βαφτίζεται εύκολα έρωτας και κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει ακριβώς, αν δεν το έχει ζήσει.
Και εδώ, αγαπητή μου κοινωνία που κρίνεις χωρίς να θέλεις να κριθείς, έχω να σου πω ότι όλες το έχουμε ζήσει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Κι αν υπάρχει μία στις χίλιες γυναίκες που δεν το έχει ζήσει, σίγουρα έχει μια φίλη που της κρατούσε το χέρι και της έλεγε “Φύγε”. Και δεν έφευγε γιατί ο ιστός της κακοποίησης υφαίνεται με μπόλικες τύψεις, πολλά κιλά ιστορικού, πατριαρχικού DNA, τόνους κοινωνικού πρέπει.
Που να πας μετά; Στο ότι για την κάλυψη του εγκλήματος ο ωραίος κύριος με την καλή δουλειά έπνιξε το σκύλο του; Στο ότι ο χειριστικός, κακοποιητικός τύπος στήριξε το έγκλημά του σε ένα άλλο κοινωνικό κλισέ; Ληστεία από αλλοδαπούς. Και είχες διάφορους παρατρεχάμενους με δημόσιο λόγο να το στηρίζουν – από τον αστυνομικό μέχρι twitterάδες με χιλιάδες followers – αφού οι βάρβαροι “έχουν άλλη κουλτούρα”. Ενώ όλες οι στατιστικές ήταν κατά του. Στερεότυπο έχει γίνει ο ρατσισμός. Το ότι τόσες γυναίκες έχουν δολοφονηθεί από το οικογενειακό τους περιβάλλον, γιατί να μην γίνει κι αυτό ένα στερεότυπο για να ξέρουμε που κινούμαστε;
Εν συνεχεία, όλα αυτά συμβαίνουν μια εποχή που το κίνημα #metoo πήρε διαστάσεις, που μανάδες στη χώρα παλεύουν να μην περάσει η υποχρεωτική συνεπιμέλεια και έχεις βουλευτές να λένε ότι “ένας κακοποιητικός σύζυγος δεν είναι απαραίτητα και κακός πατέρας”. Την εποχή που στην Τουρκία (προσέξτε στην ΤΟΥΡΚΙΑ) αθωώθηκε η γυναίκα που σκότωσε τον σύζυγό της λόγω χρόνιας κακοποίησης και λες, εντάξει ο κόσμος αλλάζει. Αμ δε. Ο κόσμος δεν αλλάζει. Είναι βαθιά ριζωμένη η σαπίλα.
Ξέρετε τι με τάραξε όμως περισσότερο; Ότι όλοι υποψιαστήκαμε. Όχι από την ψυχραιμία του στις κάμερες. Ούτε γιατί έχουμε διαβάσει πολλά αστυνομικά. Αλλά γιατί αυτή η κοινωνία στην οποία μεγαλώσαμε, συνήθισε στο ένας άντρας να κλείνει το στόμα μιας γυναίκας. Κι αν την πνίξει, “θόλωσε”. Γιατί η βία έχει εγκατασταθεί στο σαλόνι μας και δεν λέμε να καταλάβουμε ότι έχουμε αφήσει τις σπηλιές εδώ και χιλιετίες. Γιατί οι γυναίκες μεγαλώνουμε με καχυποψία απέναντι στους άντρες και υπάρχουν ακόμη γυναίκες σαν τη χαρτορίχτρα που κάνουν πλύση εγκεφάλου στις Καρολάιν αυτού του κόσμου.
Νιώστε το πια. Δεν είμαστε γραφικές. Είμαστε αγανακτισμένες. Ο φόβος ζει μέσα μας γιατί αιώνες εγκλημάτων σε βάρος μας έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη.
Δεν ήταν η αγάπη του Καρολάιν και κάθε Καρολάιν, ήταν η κακοποίησή σου. Ήταν ο θάνατός σου.
Βιρτζίνια: Αλήθεια…Τι θα είχε συμβεί αν ο Σαίξπηρ είχε μία αδελφή, εξίσου όμορφη και ταλαντούχα με κείνον, που την έλεγαν ας πούμε Τζούντιθ. Τι θα είχε συμβεί αν ήθελε και κείνη να μορφωθεί, να γίνει ηθοποιός, να ερωτευτεί, να εξασκήσει την τέχνη της στη σκηνή και το πνεύμα της στους δρόμους; Τι θα είχε συμβεί αν είχε και κείνη την ίδια ζωηρή φαντασία, το ίδιο χάρισμα στην αφήγηση και στη μελωδία των λέξεων με τον αδερφό της;
Τζούντιθ: Εγώ είμαι η Τζούντιθ! Θέλω να παίζω, θέλω να γράφω, θέλω να γίνω ηθοποιός! Το μόνο που ζητάω είναι μια ευκαιρία!
Βιρτζίνια: Οι αδερφές των μορφωμένων αντρών, είπε ο πατέρας της, πρέπει να θυσιάζουν τις δικές τους σπουδές για να μπορέσουν να σπουδάσουν τ’ αδέρφια τους.
Τζούντιθ: Οι αδερφές των μορφωμένων αντρών, είπε η μητέρα, δεν πρέπει να χάνουν χρόνο με βιβλία και ιστορίες που τους παίρνουν τα μυαλά.
Βιρτζίνια: Οι αδερφές των μορφωμένων αντρών δεν χρειάζεται να σκέφτονται πολύ.
Τζούντιθ: Πρέπει μόνο να μάθουν πως να καθαρίζουν, πως να μαγειρεύουν, πως να προετοιμάζουν, πως να στρώνουν τραπέζια.
Βιρτζίνια: Όλη της η ζωή ένα ατελείωτο τραπέζι. Οι αδερφές των μορφωμένων αντρών της είπαν το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να βρουν ένα καλό σύζυγο.
Τζούντιθ: Να είναι ηθικές, ευγενικές, υπάκουες.
Βιρτζίνια: Ήταν μόλις 15 χρονών, όταν της ανακοίνωσαν πως πρέπει να γίνει νύφη, σύζυγος και μάνα.
Τζούντιθ:.Να γίνω καθώς πρέπει; Όχι, όχι, όχι!
Βιρτζίνια: Η μητέρα της την χαστούκισε. Ο πατέρας της την παρακάλεσε να μην τον στεναχωρεί, να μην τον ντροπιάζει. Την έντυσαν με κοσμήματα και ρούχα.
Τζούντιθ: Δεν είμαι κούκλα πατέρα. Δεν θέλω να γίνω σαν και σένα μητέρα.
Βιρτζίνια: Τότε εκείνος άρχισε να κλαίει σαν μωρό. Πως μπορούσε να τον παρακούσει;
Τζούντιθ: Πως μπορούσα να του ραγίσω την καρδιά;
Βιρτζίνια: Πολύ νέα, πολύ όμορφη, πολύ έξυπνη για να σαπίσει όπως τα φρούτα στο κελάρι.
Τζούντιθ: Όλος ο κόσμος μια σκηνή. Κι όλοι άντρες και γυναίκες ηθοποιοί…..
Βιρτζίνια: Ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα, κατέβηκε μ’ ένα σχοινί από το μπαλκόνι και περπάτησε μέσα στη νύχτα μέχρι το Λονδίνο. Βρήκε το βασιλικό θέατρο, άνοιξε την πόρτα, προχώρησε προς την σκηνή, ανέβηκε και φώναξε με όλη της την δύναμη…
Τζούντιθ: Είμαι η Τζούντιθ, η χαμένη αδελφή του Σαίξπηρ. Μπορώ να παίζω όπως εκείνος, μπορώ να γράφω όπως εκείνος, μπορώ να αγαπώ όπως εκείνος. Δώστε μου μόνο μια ευκαιρία.
Σύλβια & Σιμόν: Όχι.
Βιρτζίνια : Οι ηθοποιοί στη σκηνή γέλασαν. Μια γυναίκα που παίζει είναι σαν σκύλος που προσπαθεί να περπατήσει στα πίσω πόδια της φώναξαν.
Τζούντιθ: Μια γυναίκα δεν μπορεί να γίνει ηθοποιός;
Σύλβια: Όχι.
Βιρτζίνια: Κι όμως, η ίδια ζωηρή φαντασία, το ίδιο χάρισμα στην αφήγηση και στη μελωδία των λέξεων.
Τζούντιθ: Μια γυναίκα δε μπορεί να μορφωθεί;
Σιμόν: Όχι.
Βιρτζίνια: Κι όμως, η ίδια λύσσα να γευτεί την σκηνή και τον κόσμο όλο.
Τζούντιθ: Μια γυναίκα δεν μπορεί να ερωτευτεί;
Σύλβια: Όχι.
Βιρτζίνια: Πολύ νέα, πολύ όμορφη, πολύ έξυπνη για να σαπίσει όπως τα φρούτα στο κελάρι.
Τζούντιθ: Μια γυναίκα δε μπορεί να ζει.
Βιρτζίνια: Ποιος μπορεί να μετρήσει την ένταση και τη βία της ποιητικής καρδιάς όταν είναι παγιδευμένη στο σώμα μιας γυναίκας; Αυτοκτόνησε ένα βράδυ του Χειμώνα.
Τζούντιθ: Χθες το βράδυ, στα όνειρά μου, μετατέθηκα μόνιμα σε ένα μικρό βράχο στη μέση της θάλασσας. Η μόνη μου ελπίδα για επιβίωση ήταν μια ακατάπαυστη προσπάθεια να σπρώξω μακριά τα κύματα την ώρα που με σπρώχνουν κι αυτά.
Σιμόν: Αυτή θα ήταν η ιστορία κάθε γυναίκας που θα είχε την ιδιοφυΐα του Σαίξπηρ, την εποχή του Σαίξπηρ.
___
Απόσπασμα από τη θεατρική διασκευή του έργου της Β. Γουλφ “Ένα δικό της δωμάτιο” σε μτφρ. & διασκευή Γ. Λασπιά