Η πρώτη αντιστασιακή πράξη όταν οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα ήταν των ταπεινών νεραντζιών. Εκείνοι νόμιζαν πως ήταν πορτοκάλια, κατέβηκαν από τα τανκς και όρμηξαν να φάνε να γλυκαθούν. Εκείνα δεν έκαναν τίποτα σπουδαίο, συνέχισαν να είναι αυτό που είναι, χαρίζοντας την πίκρα τους στους στρατιώτες του Γ’ Ράιχ. Έφτυναν και έβριζαν, ενώ οι Αθηναίοι γελούσαν μέσα στον φόβο τους.
Έκτοτε, οι νεραντζιές στην Αθήνα χάρισαν την μυρωδιά τους στους περιπατητές,
οι καρποί τους έγιναν πολεμοφόδια στα χέρια διαδηλωτών, προξένησαν γλιστρήματα στα βρώμικα πεζοδρόμια. Εγώ προτιμώ να πηγαίνω βόλτα μόνη μου στα στενά της Κυψέλης, ανάμεσα από αμάξια και τραπεζοκαθίσματα, να κόβω ανθάκια και να τα βάζω στο πέτο μου. Και να αναρωτιέμαι.
Αναρωτιέμαι αν στη Γαλλία και στο Παρίσι, γύρω από την Παναγία, έχουν νεραντζιές. Και αν εμείς έχουμε κίτρινα γιλέκα. Ή μόνο τύπους με κίτρινες μπλούζες που τραμπουκίζουν πεσμένους νέους. Αν έχουν στην Σρι Λάνκα έξω από τους Χριστιανικούς και μη ναούς, όπως εδώ μπροστά στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Αν έχουν στην Κωνσταντινούπολη έξω από τα εκλογικά τμήματα, όπως εδώ μπροστά στο Δημοτικό που χρόνια τώρα ψηφίζω ή δεν ψηφίζω.
Δίνω ραντεβού με την άνοιξη, δεν αργώ, ούτε εκείνη. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Πλανιέμαι στις γειτονιές του κόσμου, συνωμοτικά κλείνω το μάτι σε ανθρώπους που ποτέ μου δεν γνώρισα και δεν είδα. Μα τους ένιωσα, στη χαρά τους, στην οργή τους, στη βαρεμάρα τους και στην θλίψη τους. Και εκείνοι με νιώθουν όταν κάπως ξαποσταίνουμε όλοι μαζί και ο καθένας μόνος του, πέρα από τον συμβατικό χώρο
και χρόνο.
Ανεβαίνω την Αλεξάνδρας, σε μια πλαστική σακούλα έχω κόψει μερικά από αυτά
τα πικροβάσανα. Η γιαγιά, Σάντρα το όνομά της από την Πόλη, περιμένει σαν ιεροτελεστία να της τα πάω. Πάλι να κάνει γλυκό κουταλιού. Να το φάω και ας μην της πετυχαίνει, πάντα να νιώθω σαν Γερμανός στρατιώτης στην Πανεπιστημίου. Θα φύγει
ο χειμώνας; Θα φύγει αλλά έχουμε ακόμα…
Οι νεραντζιές δεν ανθίζουν μονάχα μια φορά, οι νεραντζιές δεν ανθίζουν μόνο
στην Κυψέλη.
Αλεξάνδρα