Πέρασαν πια αρκετές μέρες από τότε που άκουσα την δήλωση του Βορίδη (λείπει η λέξη “κύριος”, αλλά δεν την ξέχασα) και ακόμα νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος, έναν ενοχλητικό πονοκέφαλο, ένα λυπητερό αίσθημα ναυτίας. “Η εντολή της αστυνομίας είναι να ασκήσει την νόμιμη βία και αυτό θα εφαρμόσουμε”…?
Είχαμε να ακούσουμε τέτοια κουβέντα από την εποχή του Franco στην Ισπανία, του Pinochet στην Χιλή. Σίγουρα δεν περιμέναμε να ακούσουμε κάτι τέτοιο και δηλωμένο με τέτοια αλαζονεία σε μια χώρα που ακόμα θέλουμε να καταλογίζουμε ως δημοκρατική και πολιτισμένη.
Έχουμε δει και έχουμε δει πολιτικά περιβάλλοντα αισχρά, πολιτική ανοησία, κοινωνική κοροϊδία, γελοίο λαϊκισμό, κλπ. Αλλά τέτοιο φτηνό κυβερνητικό θίασο δεν καταφέρνω να τον χωνέψω!
Καταρχήν η βία δεν θα έπρεπε να είναι ο προκαθορισμένος δρόμος και δεν θα έπρεπε να είναι φωναχτή και να την διαφημίζουμε με τόσο θράσος και τσαμπουκά. Αλλά το αληθινό πρόβλημα είναι η λέξη “νόμιμη” που δικαιολογεί την χρήση της. Δεν εξετάζουμε πια αν ο νόμος είναι σωστός ή λάθος, συνεπώς παράνομη είναι και οποιαδήποτε διαμαρτυρία που αμφισβητεί τους θεσμούς και όποιος δεν συμμορφώνεται τιμωρείται βίαια από μια χουντική αστυνομία που θα κρίνει το επίπεδο της τιμωρίας ανάλογα με την αξιολόγηση της κάθε οπλισμένης και στολισμένης διμοιρίας μπάτσων.
Σε αυτό το καθεστώς “ανοχής μηδέν” που στοχεύει σε μια “διακοσμητική πολιτική”, βασισμένη στις δύο μαγικές λέξεις “ασφάλεια” και “ευπρεπισμός”, εγκληματίας γίνεται η νεολαία που διαμαρτύρεται κλείνοντας έναν δρόμο και όχι η πολιτική συμμορία που κατέκλεψε τα δημόσια ταμεία και αφήνει μια ολόκληρη χώρα χωρίς συντάξεις, γίνεται ο φοιτητής που κάθεται στην πλατεία πίνοντας έναν μπάφο και όχι ο μεγαλέμπορος ναρκωτικών που τα έκανε πλακάκια με την πολιτική ηγεσία, γίνεται ο άστεγος που ξαπλώνει στα δημόσια παγκάκια ή κατουράει στο πάρκο και όχι τα άχρηστα και δραματικά μεγάλα έργα που καταστρέφουν την πόλη και το περιβάλλον, γίνεται το παιδί που ζωγραφίζει τους τοίχους δημιουργώντας ένα μεγάλο κοινωνικό κόστος και όχι ο αισχρός επιχειρηματίας που διαφεύγει των φορολογικών του υποχρεώσεων, γίνεται ο μετανάστης που ζητά μια κοινωνική αλληλεγγύη και όχι οι τράπεζες που χρηματοδοτούνται με το δημόσιο χρήμα.