Δεν θέλω να δανείζομαι από κανέναν και για τίποτε.
Και όχι τώρα! Από παλιά. Από τις αρχές του 2000, από τότε που πλαστικές κάρτες, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, φοιτητοδάνεια ήταν πρώτο τραπέζι πίστα. Τότε δηλαδή που ένας απλός εργάτης έπαιρνε 800 ευρώ τον μήνα και άλλα 400 περίπου από το πλαστικό κομπόδεμα των τραπεζών. Που ένας δημόσιος έπερνε 1200 και καμιά 700ρια από το φόρτωμα καρτών. Και όσο πιο μεγάλο το μηνιάτικο και το εισόδημα, τόσο μεγαλύτερο και το δάνειο. Και έπειτα άρχισε ο τραγέλαφος να δανείζεσαι για να αποπληρώνεις τα προηγούμενα δάνεια. Αυτό είναι που λένε ότι το χρήμα πρέπει να κυκλοφορεί; Και ξέρετε γιατί δεν δανειζόμουν; Γιατί όλο αυτό το σύστημα μου μπέρδευε τις πραγματικές μου ανάγκες και τις πραγματικές μου δυνατότητες. Και δεν θέλω οι ανάγκες και οι δυνατότητές μου να καθορίζονται από το τεράστιο τέρας της καταναλωτικής μανίας. Εντάξει μπορεί να φαίνομαι αγροίκος και μίζερος. Αντιδραστικός, ιδεολόγος και τσιγκούνης. Αλλά και εσύ που δανείστηκες όλα αυτά τα χρόνια το ’χεις μετανιώσει, έτσι; Ή μήπως όχι; Βάλαμε μυαλό σαν άτομα, σαν κοινωνία, σαν λαός, σαν χώρα; Ή Θα ξανατσουγκρίσουμε τα ποτήρια εις υγείαν της επόμενης δόσης, του επόμενου σωτήριου δανείου! Γιατί κάτι μου λέει πως δεν αργεί η ώρα για τα απογευματινά τηλεφωνήματα των τραπεζών του στυλ: “Περάστε να πάρετε την κάρτα σας από το κατάστημά μας”. Οι δανειστές δεν σε ξεχνούν! Αχ αυτοί οι δανειστές. Στην πραγματικότητα δεν κερδίζουν από τους τόκους. Κερδίζουν κι από εκεί αλλά το ζητούμενο είναι αλλού. Να κερδίσουν το προνόμιο να σου ξαναδανείζουν μετά από λίγο καιρό. Και να σου λένε τι να κάνεις και τι όχι, τι να αγοράζεις, τι να παράγεις, τι να καταναλώνεις, γιατί αλλιώς θα σταματήσουν “να σε βοηθούν στις δύσκολες στιγμές!”
Ο άδολος δανεισμός (Φιλικό κείμενο)
Μου αρέσει πολύ να δανείζομαι και να δανείζω.
Άδολα. Που πάει να πει χωρίς τόκο. Και πώς να μπει άλλωστε τόκος, όταν δανείζεις ή δανείζεσαι βιβλία, ρούχα, στυλό, αναπτήρα, λέξεις ή φράσεις ακόμα ακόμα και τον ίδιο σου τον «εαυτό», εν γνώσει σου και οικειοθελώς; Θα ήμουν μια άλλη πιστεύω, κι όχι εγώ, αν μεγάλωνα δίχως να δανείζομαι και να δανείζω ρούχα στην αδελφή μου ή στην κολλητή μου, ή ακόμη ακόμη και δίχως να «δανείζομαι» τις γόβες και τα φο μπιζού της μάνας μου στα πρώτα μου βήματα ως παιδούλα που αισθανότανε πρόωρα ότι ήθελε να ντυθεί γυναίκα (αχ, στερνή μου γνώση και να σ’ είχα πρώτα και θα παρέτεινα το δυνατόν την ανεμελιά και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, χώρια που θα γλίτωνα και τα μαλώματα της μάνας όταν ανακάλυπτε στραβοπατημένες τις γόβες με τα ψηλά τακούνια). Θα ήμουν, δίχως άλλο μια άλλη, αν δεν ανακάλυπτα που και που ξεχασμένα στη βιβλιοθήκη δανεικά (κι αγύριστα) βιβλία από φίλους, να με γυρνάνε πίσω στο χρόνο και να με ταξιδεύουν σε θύμησες γλυκές, ερωτικές, απ’ αυτές που κάνουν την ψυχή σου να αναδεύεται και να σαλεύει. Ή όταν πάλι γυρεύοντας στη βιβλιοθήκη κάποιο βιβλίο που τελικά δεν βρίσκεται εκεί, γιατί το δάνεισα σε φίλο/η είτε γιατί το ζήτησε και το ’χα ή γιατί του το ’δωσα να το διαβάσει, θέλοντας να νιώσει κι αυτός την απόλαυση που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντάς το. Αλήθεια πόσες φορές φίλε, μάνα, αδελφέ, σύντροφε, δάσκαλε, άγνωστε συγγραφέα, δεν δανείστηκα τα λόγια που άκουσα να λες ή διάβασα από σένα;
Photo Credit: @jcomp
Discussion about this post