Δεν πρόκειται να γράψω για τον ξυλοδαρμό του 17χρονου στον Βύρωνα. Ας περάσουν λίγες μέρες να μάθουμε το τι και το πώς. Δεν είναι λίγες φορές που τα γεγονότα είναι πολύ διαφορετικά από όλα όσα δημοσιοποιούνται στην αρχή. Και πολλές τοποθετήσεις επί του όποιου συγκεκριμένου είναι άδικες, αμήχανες και στρεβλές.
Το ζήτημα είναι άλλο. Ο συμμοριτισμός στα σχολεία και στις γειτονιές θεριεύει, αποκτά όλο και πιο επιθετικά χαρακτηριστικά απέναντι σε κορίτσια, σε μικρότερους ηλικιακά, σε διαφορετικούς. Αν θεωρήσουμε πως υπάρχει κοινότητα στο σχολείο, τα μέρη της, δηλαδή οι καθηγητές, τα παιδιά, οι γονείς είναι αδύνατον να μην γνωρίζουν πως κάτι τρέχει.
Υπάρχει όμως κοινότητα; Ή επικρατεί το μεταμοντέρνο διασπαστικό “ο καθένας κοιτά την δουλειά του”, αναδιπλώνεται στον μικρόκοσμό του, περιφρουρεί το δικαίωμα στην σιωπή του;
Οι γονείς είτε απέχουν, είτε δεν θέλουν να δουν συμπεριφορές των παιδιών τους. Και το ιδεολόγημα σε έναν σκληρό κόσμο “το παιδί μου ας είναι αυτός που βαράει και όχι αυτός που τις τρώει”, μαζί με το “κοίτα την δουλειά σου και μην μιλάς” καλλιεργούν συνειδήσεις (ή μάλλον στρεβλώνουν).
Οι καθηγητές, πολλοί από αυτούς αμόρφωτοι κοινωνικά, αποφεύγουν τις κακοτοπιές, κλείνουν τα μάτια, καμώνονται τους αδαείς. Ενήλικες που δεν καταλαβαίνουν, δεν νιώθουν, δεν αντιλαμβάνονται.
Τα ίδια τα παιδιά που καλύπτονται πίσω από την “ανωριμότητά” τους, βολεύονται με την “παιδικότητά” τους την ώρα που συμπεριφέρονται σαν νταβραντισμένος όχλος ο οποίος τρομοκρατεί τον έναν-μία, τον αδύναμο-η.
Μία κοινωνιολογική ανάλυση έχει νόημα και ας την κάνουν οι ειδικοί. Πολλές φορές όμως, οι αναλύσεις απογειώνονται σε γενικολογίες, σε θεωρητικάτζες, σε αφηγήσεις που βολεύουν την μία ή την άλλη ιδεολογική τοποθέτηση. Και δεν καταλήγουν σε πρακτικά μέτρα που θα οικοδομούσαν κλιμακωτά άλλες αντιλήψεις.
Το ζήτημα είναι πώς μία κοινότητα θα αυτοπροστατεύεται.
Πώς δεν θα κάνει μούγκα όταν το φαινόμενο εκδηλώνεται ή λίγο πριν εκδηλωθεί (συνήθως την μούγκα την διαδέχεται η φωνασκία, όταν πια το κακό έχει συμβεί). Το ζήτημα επίσης είναι εάν θα υπάρξουν αντανακλαστικά σε όλα τα μέρη, καταργώντας στην πράξη την αδιαφορία, τον φόβο και τον ατομισμό.
Και τελικά εάν θα υπάρχουν ποινές που θα επιβάλλουν- ακόμα και τον φόβο- σε αυτούς που θα διανοηθούν να εκφοβίσουν, να βιάσουν, να τραμπουκίσουν.
Κάποια στιγμή κάποιος οργισμένος γονέας θα “φάει” δυο τρεις 17χρονους, θύτες. Και θα αρχίσουν οι οδυρμοί, οι αναλύσεις, τα έκτακτα και τα λοιπά. Πέρα από την συμφωνία ή όχι με τέτοιες πρακτικές, είναι στην λογική των πραγμάτων αυτές να συμβούν.
Το μπούλινγκ δεν φυτρώνει ξαφνικά. Και μας αφορά όλους.