Δίπλα σε δράσεις του μπορούν να χαρακτηριστούν εθνικές (επίδομα στη Θράκη) υπάρχουν πάμπολλες άλλες με απόχρωση ουμανιστική που μάλλον θυμίζουν τη «βασιλεία» του Ιωάννη Παύλου ΙΙ στην Καθολική Εκκλησία. Καταδίκη του ρατσισμού, Ίδρυση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, χειροτόνηση έγχρωμου ιερέα, συναντήσεις με οροθετικούς, ανάγνωση του Ευαγγελίου στη δημοτική. Ο Χριστόδουλος εργάζεται ακούραστα και με ζήλο. Άνθρωπος της δράσης που ωστόσο δίνει την εντύπωση πως θέλει να αγγίξει τα πάντα και ταυτόχρονα – ωθούμενος λες από μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Υπάρχει κάτι στείρο στην ακατάπαυστη δραστηριότητά του που παρά τον ενθουσιασμό μοιάζει να της λείπει μια εσώτερη ψυχή, ο Σκοπός. Όλα μοιάζουν να επιστρέφουν σε έναν καθρέφτη που δείχνει το δικό του πρόσωπο ενώ υπάρχει στον τρόπο που εκτίθεται μια υπόρρητη αντιδιαστολή με ο,τιδήποτε έχουμε δει στο παρελθόν από την Εκκλησία.
Όμως στην ιερωσύνη δεν υφίσταται απόσταση μεταξύ του προσώπου και του θεσμού που αυτό ενσαρκώνει. Πρόκειται για μια λειτουργική ταύτιση που επενεργεί εξίσου προς τους δυο πόλους, τον άνθρωπο και τον θεσμό. Θα μπορούσε να αποσυντονίζει άτομα με ιδιάζοντα ψυχισμό, ίσως και να τα υποβάλλει σε παραμορφωτικές αλλοιώσεις. Τι γίνεται όταν τα όρια του εαυτού είναι ελαστικά και διαμορφώνονται σε αντιστοιχία με το εκτόπισμα του ρόλου; Γι` αυτούς ή για άλλους λόγους ο Αρχιεπίσκοπος θα ανοίξει σύντομα δυο τεράστια μέτωπα – με πρώτο και μεγαλύτερο εκείνο των ταυτοτήτων.
Ωστόσο τα εκατομμύρια των υπογραφών που συγκεντρώνονται μέσα στους ναούς δεν θα κατορθώσουν να αναιρέσουν μια ειλημμένη απόφαση – ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα τις παραλάβει θα πει : «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος» και το ζήτημα θα κλείσει εκεί. Συγκεκριμένες φράσεις που ειπώθηκαν στις λαοσυνάξεις γίνονται μπούμερανγκ («Aς λέει ό,τι θέλει ο νόμος. Αν ο λαός δε συμφωνεί ο νόμος δεν εφαρμόζεται»!!) ενώ η εικόνα 80 μεγαλόσχημων παπάδων σε ένα βάθρο στο Σύνταγμα θα αφυπνίσει οριστικά την καχυποψία του πολιτικού κόσμου απέναντι του.
Καταδικασμένος όλη του τη ζωή του να συγκρούεται με την Πολιτεία (Μονή Βαρλαάμ, Βόλος, Τρίτσης, Ταυτότητες) ο Χριστόδουλος θα αντιμετωπίσει σύντομα την ολοκληρωτική αντεπίθεση των αντιπάλων του – πριν γίνει αυτό όμως θα προχωρήσει σε μια ακόμα αντιπαράθεση. Το 2004 η διαδοχή των Μητροπόλεων Θεσσαλονίκης, Κοζάνης και Ελευθερούπολης απαιτεί να αποσταλούν τα ονόματα των υποψηφίων στην Κωνσταντινούπολη προς επικύρωση – ο Αρχιεπίσκοπος Ελλάδος θα αρνηθεί να το κάνει! Η αντίδραση του Βαρθολομαίου ηγετική και άμεση : διακοπή των σχέσεων των δυο Εκκλησιών, απαγόρευση μνημόνευσης του Χριστόδουλου στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και ποινή ακοινωνησίας για τον στασιαστή. Καμιά διάθεση υποχώρησης , ο Χριστόδουλος γρήγορα κάμπτεται.
Λένε πως επεδίωκε τη δημιουργία Πατριαρχείου. Είναι πολύ πιθανό. Για τους ανθρώπους που αξιώνουν να συνταράξουν τον κόσμο είτε αυτοί είναι όντως σπουδαίοι είτε έρμαια των φαντασιώσεών τους κάθε πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται απαιτεί τη διεύρυνσή του. Ποιος είναι ο Χριστόδουλος με όλη τη δημοτικότητά του; Απλά ο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Αναπόφευκτα περιορισμένος μέσα σε σύνορα εθνικά.
Οι δηλώσεις του προδίδουν μια μεγαλύτερη φιλοδοξία : «Είμαστε η μεγαλύτερη ορθόδοξη μειονότητα της Ευρώπης». Επιθυμεί να είναι μέρος του σύγχρονου κόσμου, να αποτελεί ενδεχομένως ένα λαμπρό του κομμάτι. Γιατί να μην πρωταγωνιστήσει η Ελλάδα σε αυτή την κοινωνία των δυτικών χωρών; Αυτή η κλειστή δύναμη της οποίας ηγείται θα μπορούσε να αυξήσει απίστευτα την επιρροή της. Ο Χριστόδουλος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως δευτερότοκο – έχει το σύνδρομο του σημαιοφόρου. Πώς να τοποθετήσει στην κυρίαρχη πολιτιστική και πολιτική σκηνή του κόσμου αυτό που πρεσβεύει; «Πάσης Ελλάδος», ο τίτλος τα λέει όλα. Τα σταματάει όλα στις γραμμές του χάρτη που οριοθετούν τη χώρα του.
Κάπου εκεί όμως θα ξεσπάσει μια σειρά σκανδάλων που γρήγορα και αποτελεσματικά θα τον φθείρει. Ιεράρχες και πολιτικοί θα βρεθούν να ζητούν την παραίτησή του και άτομα κύρους μέσα στην Εκκλησία (όπως ο Χρήστος Γιανναράς) να μιλούν για «μη εκκλησιαστική εκλογή» του στο αξίωμα του Αρχιεπισκόπου. Ο Χριστόδουλος θα αναγκαστεί να απομακρύνει τους κυριότερους συνεργάτες του, θα αναγκαστεί επίσης να απολογηθεί δημόσια.
Βέβαια όσα έρχονται στο φως ως δήθεν απανωτά πυροτεχνήματα αφορούν ανεπιβεβαίωτες καταστάσεις. Ο κοντινός του κύκλος παρουσιάζεται εκ προοιμίου διεφθαρμένος. Συντρώγει και συνεργάζεται με άτομα-κλειδιά του παραδικαστικού κυκλώματος, επεμβαίνει στην εκλογή μητροπολιτών και προσπαθεί να ελέγξει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Φιλικά προσκείμενοι σε κείνον Ιεράρχες διαθέτουν αποθέματα εκατομμυρίων και διάγουν ροζ βίους – άραγε εν γνώσει του; Και στις εκλογές του 1998 ο μεγαλύτερος αντίπαλός του (Θηβών Ιερώνυμος) ήταν κατηγορούμενος για ανύπαρκτη κατασπατάληση 4 δις δραχμών – καταγγελία που αφήνουν να εννοηθεί πως επινοήθηκε από τον ίδιο. Ανάμεσα στα τόσα εξωφρενικά θα αναφερθούν -ως πιθανότητα- ακόμα και σχέσεις συνεργατών του με τη Μοσάντ.
Τίποτα από όλα αυτά δεν θα αποδειχτεί – στην πραγματικότητα ο Χριστόδουλος πληρώνει το γεγονός πως είχε εναντιωθεί σε ένα κατεστημένο. Κατέβασε δυόμιση εκατομμύρια πολίτες στους δρόμους, μάζεψε υπογραφές-ρεκόρ και ύψωσε το δάχτυλο απειλώντας. Kανάλια και οι εφημερίδες εκείνης της εποχής δεν ήταν παρά ένας ζωντανός οργανισμός στελεχωμένος από σημιτικούς υμετέρους : αυτιά και μάτια και στόματα συντάχτηκαν καταλλήλως.
Λίγο πριν τον γδύσουν ωστόσο από την αυλή του ο Χριστόδουλος δίνει μια απολογητική συνέντευξη στον Νίκο Χατζηνικολάου στην οποία παραδέχεται μερικώς την ανεπάρκεια του και την αποδίδει σε αφέλεια και καλή προαίρεση. Δηλώνει πρόθυμος να αντιμετωπίσει την κριτική αλλά όχι να παραιτηθεί. Αναλύει τις καταστάσεις. Τονίζει την ηγεμονία του Πατριαρχείου. Περιγράφει τον εαυτό του ως Ιεράρχη με λόγο «Προδρομικό». (Ο Πρόδρομος ή Βαπτιστής στηλίτευσε την πολιτική ηγεσία της εποχής του…) και εγκαινιάζει μια νέα εποχή άμυνας απέναντι στην Πολιτεία.
Κάπως έτσι θα συνεχίσει ως το μοιραίο καλοκαίρι του 2007. Στην αρχή του θα εισαχθεί στο Αρεταίειο και στο τέλος του θα υποχρεωθεί να πετάξει για τις ΗΠΑ. Μια περιπέτεια που ξεκινάει χωρίς συναίσθηση της απίστευτης σοβαρότητάς της. Ενδιαμέσως γίνεται μια πρώτη επέμβαση και επιστρατεύονται πλείστοι γιατροί από το εξωτερικό. Μέσα σ` όλη αυτή την ανατριχιαστική επιτάχυνση θα δραπετεύσει για μια μικρή εκδρομή ως τη Μονή Σαγματά – εκεί τα δημοσιογραφικά μικρόφωνα θα τον περιμένουν και δε θα διστάσει να αφηγηθεί τη στάση του απέναντι στην ασθένεια : «Ήταν περίοδος έντονης και έμπονης προσευχής. Μίλησα πολλές φορές μαζί Του, ίσως και δυνατά, κάποιες απ` αυτές και σίγουρα ένιωσα έντονη την παρουσία Του. Εκείνος μου έδινε υπομονή, με όπλιζε με καρτερία, με ενδυνάμωνε με την ελπίδα της νίκης, με έκανε να πιστέψω ότι δεν πρέπει και δεν μπορώ να το βάλω κάτω, οφείλω να παλέψω, όχι απλά για να θεραπευτώ αλλά για να συνεχίσω να Τον υπηρετώ». Όλα τα προηγούμενα χρόνια μίλαγε πολύ περισσότερο για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία – τώρα επιτέλους μιλάει για τον ίδιο Το Θεό.
Με αυτή τη σκιά θα πετάξει για τις ΗΠΑ, για μια μεταμόσχευση που τελικά δε θα γίνει. Τη μέρα της αναχώρησής του αλλά και πιο μετά, από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, θα κάνει δηλώσεις για θέματα πολιτικά και κοινωνικά. Παρόλα αυτά στην Ιεραρχία της Ελλάδος έχουν ήδη ξεκινήσει τις συζητήσεις της διαδοχής του. Συζητήσεις που όσο διαισθάνονται πως ο χρόνος του λιγοστεύει ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ τους κι από χαμηλόφωνες καταλήγουν ηχηρές και απροκάλυπτες. (Ζακύνθου Χρυσόστομος : «Είναι πολύ φυσικό να ξεκινήσει η συζήτηση για διαδοχή από τη στιγμή που ο Αρχιεπίσκοπος νοσεί από μια ασθένεια η οποία δεν είναι ιάσιμη»).
Οι δημόσιες αναφορές θα αυξήσουν τη συχνότητά τους και φυσικά απότομα θα παύσουν υπακούοντας σε έναν άγραφο κώδικα υποκριτικού σεβασμού. Όταν ο ασθενής επιστέφει δεν υπάρχουν πια ελπίδες παρά μόνο αναμονή.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα (Πρωτοχρονιά 2008) επιλέγει θαρραλέα να αναφερθεί στο Χρόνο και στο Θάνατο : «αλίμονο σ` εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρει την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου, την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη» θα πει και 28 μέρες μετά θα φύγει από τη ζωή έχοντας δίπλα του -τις τελευταίες ώρες- το στενό κύκλο των πνευματικών του παιδιών. Ο άνθρωπος που προκάλεσε φρενίτιδα στα εγχώρια Media συνοδεύεται στην τελευταία του κατοικία από ένα απέραντο πλήθος προκαλώντας και πάλι αμηχανία -ίσως και ανακούφιση- στον πολιτικό κόσμο ενώ τα επόμενα χρόνια θα εμπνεύσει όχι μόνο θεωρίες συνωμοσίας («τον έφαγαν», «θα έφτιαχνε κόμμα» κτλ) αλλά και εθνικού χαρακτήρα μετα-προβλέψεις (αν ήταν στη ζωή ο Χριστόδουλος θα αντιδρούσε στα Μνημόνια, θα κατέβαζε τον κόσμο στο δρόμο, δεν θα άφηνε να συμβεί κτλ) οι οποίες από τη μια επιβεβαιώνουν το δικό του εκτόπισμα κι από την άλλη αναδεικνύουν το έλλειμμα εμπιστοσύνης αυτού του λαού στα πρόσωπα που διαχειρίστηκαν την τύχη του αλλά και στους κατεστημένους θεσμούς. Ίσως αυτό τελικά να έφερε στον προσκήνιο ο Χριστόδουλος. Την ασυνείδητη αντίδραση μιας κοινωνίας στο δυτικό ¨κουστουμάκι¨, μιας κοινωνίας που προτιμά να προστρέχει στο μυθοποιημένο της παρελθόν, στα ¨ευλογημένα ράσα¨, στη μεταφυσική της αναφορά. Οι διανοούμενοι τη μαλώνουν αντί να την καταλάβουν ενώ οι πολιτικοί της από τη στιγμή που το σύστημα λειτουργεί (όπως λειτουργεί…) αρκούνται στη διαχείριση της καριέρας τους.