Πραγματικά άμα μου δινόταν η ευκαιρία να σε δω για μια τελευταία φορά, αυτό που θα έκανα ήταν να σε κοίταγα κατάματα, να σου πέταγα κάτι στο κεφάλι και να σου έλεγα το πόσο μαλάκας είσαι.
Πριν να έκανα όλα αυτά όμως, θα σκεφτόμουν. Θα σκεφτόμουν το πόσο όμορφα με έκανες να νιώσω την νύχτα εκείνη που με φίλησες ενώ πίναμε ρακόμελα, πόσο ξεχωριστή με έκανες να νιώσω μόνο από τον τρόπο που με κοίταζες. Θα σκεφτόμουνα πόσες φορές σε είχα στήσει επειδή δεν ερχόταν ποτέ αυτό το ρημαδιασμένο το τρόλεϊ. Θα σκεφτόμουν εκείνη την ημέρα στου Φιλοπάππου, που έκανε κρύο και καθόμασταν στα βραχάκια και κοιτάζαμε τον ουρανό, ενώ μία άγνωστη κοπέλα μας έβγαζε φωτογραφίες και μας γέλαγε.. Την νύχτα που μείναμε μαζί μέχρι τις 4 τα ξημερώματα, και το πρώτο μας βαλσάκι. Ειδικά αυτό δε το ξεχνάω. Η καρδιά μου εκείνο το βράδυ χόρευε μαζί μου. Δε πίστευα σε αυτό που έκανα, δεν το είχα συνειδητοποιήσει καν. Απλά το έκανα. Απλά σε κράταγα από τους ώμους, με κράταγες από την μέση, και χορεύαμε.
Όσο όμορφα με έκανες να νοιώσω, άλλο τόσο με πλήγωσες. Μου έκανες την καρδιά χίλια κομμάτια τα οποία προσπαθώ ακόμα να μαζέψω μετά από 4 εβδομάδες. Με άφησες χωρίς εξηγήσεις που από την μία με εκνευρίζει πολύ που δεν τις έμαθα, από την άλλη να σου πω καλύτερα που δεν γνωρίζω, αν και νομίζω πως τις κρύβεις όλες πίσω από ένα ‘’Έμεινα από μπαταρία’’. Θα μπορούσε όλο αυτό να είχε καταλήξει αλλιώς. Πήρε αυτόν τον δρόμο όμως.