«Ο τουρισμός αποτελεί την βαριά βιομηχανία της χώρας». Σε πολλούς θα έχει επέλθει ένας εύλογος κορεσμός στο άκουσμα του συγκεκριμένου στερεότυπου. Ωστόσο, ακόμα και αν ο χαρακτηρισμός “βαριά βιομηχανία” ξενίζει, η χιλιοειπωμένη φράση ενέχει μία αναντίρρητη αλήθεια, καθώς κανείς σοβαρός σχολιαστής δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει το ότι ο τουρισμός (εξωτερικός και εσωτερικός) είναι η κυριότερη πηγή παραγωγής ή/και αναδιανομής πλούτου που αποδίδει σήμερα στη χώρα.
Πλούτου που δεν παραμένει καθ’ ολοκληρίαν στα χέρια των επιχειρήσεων του τομέα, αλλά διαχέεται στην κοινωνία με πλείστους όσους δίαυλους. Όπως με την φορολόγηση των κερδών και εισοδημάτων που παράγει ή την κατανάλωση που επιτρέπουν αυτά τα εισοδήματα για αυτούς που απασχολούνται σε σχετικές δραστηριότητες.
Από μια άλλη σκοπιά τώρα, ο πλούτος που παράγεται από τον τουρισμό δεν είναι αποκλειστικά οικονομικός· είναι και κοινωνικός, πολιτιστικός κ.λπ. Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, οι αρμόδιοι θα έπρεπε να επιδιώκουν το αβγάτισμα του. Φαίνεται, όμως, ότι στη “χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας” αυτό το αβγάτισμα δεν τους συγκινεί αρκούντως. Τουλάχιστον όπου και στο βαθμό που θα έπρεπε.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αδιαφορίας αποτελεί η πρωτεύουσα, παρά τα όσα διαφημίζονται. Σύμφωνα με την Τζούντιθ Ρούτσε του Πανεπιστημίου του Ουϊσκόνσιν οι κύριοι συντελεστές ενός αστικού τουρισμού διακρίνονται σε συντελεστές απασχόλησης/activity (πολιτιστικές υπηρεσίες, αθλητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες διασκέδασης) και σε συντελεστές σχόλης/leisure (συντελεστές φυσικού περιβάλλοντος και κοινωνικο-πολιτιστικά στοιχεία).
Η Αθήνα, πληθυσμιακά μεγαλούπολη, προσφέρεται για αστικό τουρισμό τόσο επειδή το παρελθόν της έχει κληροδοτήσει ορισμένους συντελεστές φυσικού περιβάλλοντος και κοινωνικο-πολιτιστικά στοιχεία, όσο και επειδή διαθέτει την ελάχιστη αναγκαία πληθυσμιακή μάζα για την καλλιέργεια συντελεστών απασχόλησης.
Τι το πιο φυσικό, ως εκ τούτου, από μία εντατική προσπάθεια ενίσχυσης των δύο ομάδων συντελεστών; Με δύο δράσεις: αφενός μεν εμπλουτισμός των υποδομών (που έχουν εμπλουτισθεί ιδιαίτερα – συχνά χάρις στη συνδρομή ιδιωτικών φορέων – τελευταία), αφετέρου δε επέκταση τόσο των “εδαφικών ορίων” όσο και των “χρονικών ορίων” τους (σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί η Μαρία Γκράβαρη-Μπάρμπα, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ερευνών και Ανωτέρων Σπουδών της Σορβόννης.
Για τα δεύτερα η ερευνήτρια διαπιστώνει πως: «Μια εορταστική, πολιτισμική και συμβαντολογική πολιτική χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για να διευρυνθούν τα χρονικά όρια, με στόχο να περιλάβουν τις βραδιές και τη νύχτα, την χαμηλή περίοδο και, γενικότερα, τις στιγμές κατά τις οποίες η τουριστική δραστηριότητα δείχνει σημάδια επιβράδυνσης.», ενώ για τα πρώτα πως: «Αυτή η δυναμική διαστολή των αστικών χώρων που θεωρούνται ικανά να δεχθούν τουρίστες τείνει να περιλάβει προοδευτικά το αστικό περιθώριο.».
Για τα δεύτερα, λοιπόν, έχουν αναληφθεί κατά καιρούς κάποιες (έστω και ανεπαρκείς) πρωτοβουλίες. Αλλά, χωρίς την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της πόλης και με περιορισμένα αποτελέσματα εξαιτίας μιας ανήκεστης παθογένειας των ελληνικών κρατικών και δημοτικών πολιτικών που επιδεικνύουν μία αδυναμία (ή, το πιθανότερο, απροθυμία) να εξαντλήσουν τις δυνατότητες της επέκτασης των “εδαφικών ορίων”.
Το βεληνεκές της οπτικής τους μετά βίας περιλαμβάνει ένα μικρό μέρος της πόλης και του περίγυρού της. Πάσχει από το σύνδρομο του διαχωρισμού της σε “βιτρίνα” και “χαβούζα”.
Πρόσφατα, στον τύπο δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο: «Ένα μουσείο βάζει στον χάρτη τον ….» (μια ελληνική κωμόπολη, ποια ακριβώς δεν έχει σημασία). Φυσικά, ο τίτλος δεν υπονοεί ότι ως τώρα η συγκεκριμένη κωμόπολη απουσίαζε από τον χάρτη. Απλά, υποδηλώνει ότι πλέον συγκαταλέγεται στους προορισμούς του χάρτη που αξίζουν την επίσκεψή τους.
Στην πρωτεύουσα συμβαίνει το αντίθετο.
Όχι μόνο δεν λαμβάνεται καμία πρόνοια να μπουν (μεταφορικά) στον χάρτη όλες οι περιοχές της με την διασπορά τόσο των προβεβλημένων τεχνικών υποδομών όσο και των πολιτιστικών κ.ά. τεκταινομένων, αλλά μερικές απουσιάζουν (κυριολεκτικά) από τον χάρτη των (αλλοδαπών και ημεδαπών) επισκεπτών της πόλης! Πανευρωπαϊκή (τουλάχιστον) πρωτοτυπία! Οι πάσχοντες από το σύνδρομο του διαχωρισμού εγκέφαλοι των αρμοδίων τις θεωρούν ανάξιες (κατα)λόγου.
Δεν δίνουν “δεκάρα τσακιστή” για αυτές, παρότι (ή, ίσως, επειδή) κατά τους Φρεντερίκ Εντελμάν και Εμμανουέλ ντε Ρου: «… το μουσείο έχει λοιπόν μετατραπεί σε έναν πολυσυλλεκτικό πολιτιστικό θεσμό. Δίπλα στα μόνιμα εκθέματα βρίσκονται αίθουσες περιοδικών εκθέσεων, ομιλιών και προβολών, πωλητήρια και εστιατόρια. Σχολές τέχνης με περιεχόμενο ανωτέρου επιπέδου και λαϊκό προορισμό, αποτελούν επίσης μέρος των υποχρεωτικών τουριστικών διαδρομών και με αυτό τον τρόπο είναι γενεσιουργός αιτία μίας όχι αμελητέας οικονομικής δραστηριότητας. Συνιστούν, όπως λέγεται, πόλους ικανούς να αναγεννήσουν γειτονιές ή να σταματήσουν την παρακμή πόλεων.». Με την επισήμανση ότι τον ρόλο του μουσείου μπορεί να παίξει και ο οποιοσδήποτε άλλος χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, και επειδή οι ξένοι δεν ξεστρατίζουν εύκολα σε αχαρτογράφητα μονοπάτια, όχι μόνον περιορίζεται το οικονομικό όφελος από τον τουρισμό γενικότερα, όχι μόνο δεν αναβαθμίζονται οι περιοχές της “χαβούζας”, όπως το επιτάσσει η στοιχειώδης κοινωνική ευαισθησία, αλλά δεν αξιοποιούνται ούτε οι συντελεστές περιβάλλοντος, με τους οποίους τις έχουν προικίσει η φύση και οι (απώτερες και πρόσφατες) παλιές γενιές, ούτε οι συντελεστές απασχόλησης, τους οποίους αναπτύσσουν – κατά κανόνα χωρίς κρατικές/δημοτικές ενισχύσεις – άτομα με μεράκι που είναι δεμένα με τη γειτονιά τους.
Αντίθετα, απαξιώνονται και περιθωριοποιούνται! Επιπλέον, στερούνται η μεν κατά τόπους αγορά από ένα αξιόλογο αγοραστικό κοινό, η δε τοπική κοινωνία από τις παράπλευρες ωφέλειες από την αύξηση της επισκεψιμότητάς της.
Η επιλεκτική μονοπώληση της κρατικής-δημοτικής μέριμνας δεν περιορίζεται στο πεδίο του τουρισμού. Απλά σε αυτό “βγάζει μάτι”. Χαρακτηρίζει τα πάντα. Από παλιά. Είναι εύγλωττη η διαπίστωση που είχε βάλει στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο Μαξ Φρίς στο στόμα του Βάλτερ Φάμπερ, ήρωα του μυθιστορήματός του «Homo Faber», τη στιγμή που ο τελευταίος αναζητεί απελπισμένα ένα νοσοκομείο καθώς μπαίνει στην πόλη από τη δυτική της πλευρά: «Όλα τα νοσοκομεία βρίσκονται στην άλλη άκρη της Αθήνας.»!
Για τη συγκέντρωση του ενδιαφέροντος στη “βιτρίνα” της πόλης μπορεί να προβληθεί ο προσχηματικός αντίλογος ότι η φροντίδα για αυτήν προέχει. Ο οποίος, όμως δεν στέκει γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να επιχειρηθεί μία ισόρροπη κατανομή. Με την απουσία της, το χάσμα που χωρίζει τη “βιτρίνα” από τη “χαβούζα” αντί να κλείνειανοίγει ολοένα και περισσότερο. Φαύλος Κύκλος!
…η αναξιοποίητη πόλη
Κατά την Μαρία Γκράβαρη-Μπάρμπα τα νέα “τουριστικά προϊόντα” που έχει ως αποτέλεσμα η επέκταση των “εδαφικών ορίων” μιας πόλης: «Έχουν άμεσες χωρικές επιπτώσεις, αφού τροφοδοτούνται και δικαιολογούνται από την βούληση να επιβάλουν να ανακαλυφθούν γειτονιές που γενικά δεν περιλαμβάνονται στα μέρη όπου συχνάζουν τουρίστες». Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιείται όχι μόνον ολόκληρη η πόλη, αλλά και οι συντελεστές που βρίσκονται εκτός των συνηθισμένων τουριστικών προορισμών.
Στην Αθήνα, με τον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους της πόλης, δεν επιδιώκεται η ανάλογη εξέλιξη. Έτσι, εξαιτίας της συσκότισης της ύπαρξής των ή/και της απουσίας επισήμανσης και προβολής των, χώροι και κτίσματα, που θα έπρεπε, υπό άλλες συνθήκες, να δουν οι επισκέπτες της πόλης και να γνωρίσουν οι κάτοικοί της, παραμένουν είτε άγνωστοι είτε απρόσιτοι και ανεκμετάλλευτοι. Ανάλογα, περιορίζεται η απήχηση πολιτιστικών δράσεων που θα έπρεπε να απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό από το τοπικό.
Η σχετική δε ζημιά από αυτή την αμέλεια δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά και πολιτιστική/κοινωνική.
Είναι δε εντυπωσιακό το ότι δεν παραμένουν στο ημίφως ή στο σκοτάδι μόνο ήσσονος (σχετική αξιολόγηση για τις ανάγκες της παρατήρησης) σημασίας προορισμοί, όπως το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, το Μουσείο Αυτοκινήτου, βυζαντινοί ναΐσκοι μέσα και έξω από τα όρια του Δήμου (ενδεικτικά ο ναός της Παναγίας της Νεραντζιώτισσας, η Ομορφοκκλησιά, ο ναός του Αγίου Ανδρέα Κ. Πατησίων κ.ά.), το μνημείο των πεσόντων Βρετανών, Αυστραλών & Νεοζηλανδών στο Πεδίο του Άρεως, το Μουσείο των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, τα υπολείμματα του Αδριανείου Υδραγωγείου, πλατείες με αξιόλογα γλυπτά (Βικτωρίας, Αγίου Γεωργίου, Εξαρχείων κ.ά.) κ.λπ.
Παραμένουν αναξιοποίητοι ακόμα και προορισμοί που θα μπορούσαν να αποτελούν “κράχτες” για την προσέλκυση επισκεπτών σε παραμελημένες περιοχές (και όχι μόνον). Η περίπτωση του Μεγάρου Τσίλλερ-Λοβέρδου, το οποίο θα άξιζε από μόνο του – χωρίς καν την προσθήκη ενός εκθέματος – μία επίσκεψη, στο κέντρο(!) της πόλης είναι χαρακτηριστική. Αφέθηκε αναξιοποίητο κάπου μισό αιώνα. Και ανακαινίζεται εδώ και πάνω από μία πενταετία…
Μέγαρο Λοβέρδου (Μαυρομιχάλη 6, Αθήνα)
Με την αρχιτεκτονική υπογραφή του Ερνέστου Τσίλλερ, ο οποίος έζησε σε αυτό ωσότου το αγόρασε ο ιδρυτής της Ιονικής & Λαϊκής Τράπεζας Διονύσιος Λοβέρδος. Αφού ρήμαξε επί περίπου μισό αιώνα (!) περιήλθε στο Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο ξεκίνησε προ πενταετίας περίπου την αποκατάστασή του. Περιμένουμε.
Σταθμός Πελοποννήσου
Ρημάζει αφότου (προ εικοσαετίας περίπου) σταμάτησε να λειτουργεί, λες και υπάρχουν πολλά τέτοια κτήρια.
Άλλο σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει πόλο έλξης με την λειτουργία του ως χώρος πολιτισμού και ψυχαγωγίας είναι ο εδώ και δεκαετίες εκτός λειτουργίας Σταθμός Πελοποννήσου, υπεραιωνόβιο κτίσμα σχεδιασμένο από την ομάδα Ροντέλ με προσθήκες Τσίλλερ. Αλλά και το παλιό κοσμικό κέντρο “Άλσος” που προσφέρεται για να μετατραπεί (από την Περιφέρεια ή, περισσότερο, από τον Δήμο) σε ένα “μικρό Ζάππειο” για επίσημες εκδηλώσεις, εκθέσεις κ.λπ.
Από τη χορεία των αξιόλογων προορισμών δεν θα πρέπει να παραλειφθούν τα άλση και τα πάρκα μέσα και γύρω από την πόλη, στα οποία θα μπορούσαν, όπως σε όλες τις πόλεις του κόσμου, να συχνάζουν οι κάτοικοι της πόλης και οι επισκέπτες της για ποικίλες δράσεις και ασχολίες, εφόσον, φυσικά, εξοπλισθούν με τις κατάλληλες υποδομές (χώροι αναψυχής και εστίασης) και εμπεδωθεί το αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας.
Με πρώτο και καλύτερο, βέβαια, το Πεδίο του Άρεως, του οποίου η θέση, η έκταση, το τι βρίσκεται στο εσωτερικό του ή στις παρυφές του και η γειτνίαση με άλλους συντελεστές θα έπρεπε να το καθιστούν μοναδικό πόλο προσέλκυσης επισκεπτών.
Πύργος Βασιλίσσης (στο Ίλιον)
Μαζί με το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθησίας “Αντώνης Τρίτσης” (με το οποίο συνορεύει), θα μπορούσε να αποτελέσει “mini Ελληνικές Βερσαλλίες“
Τέλος, στην παράθεση των αναξιοποίητων προορισμών/χαμένων ευκαιριών θα πρέπει να προστεθούν και αυτοί που βρίσκονται στην περιφέρεια της πρωτεύουσας ή ακόμα πιο μακριά, οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελούν το σημείο αναφοράς αυτόνομων περιηγήσεων, στις οποίες θα περιλαμβάνονταν και προορισμοί που από μόνοι τους δεν θα κέντριζαν το ενδιαφέρον.
Από τον αρχαιολογικό χώρο της Βραυρώνας και το μουσείο της (σε συνδυασμό με τα μουσεία του Λαυρίου) ως τον Πύργο Βασιλίσσης (που, σε συνδυασμό με το όμορο Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης, θα αποτελούσαν τις μικρές αθηναϊκές “Βερσαλλίες”)…
Βέβαια, όλα αυτά θα απαιτούσαν επενδύσεις σε υποδομές (πρόσβασης κ.λπ.) και, όπως αφέθηκε να εννοηθεί, «λεφτά υπάρχουν» αλλά μόνον για τη “βιτρίνα”.
Πολιτικός Μηχανικός με γνώση της Πόλης και της ιστορίας, κατανοεί την
Αθηναϊκή αρχιτεκτονική και πολεοδομία και δεν φοβάται να ασκήσει κριτική. Ποτέ δεν θα εκφέρει προτάσεις χωρίς μελετημένο υπόβαθρο.
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σημαντική αύξηση του αριθμού των παιδιών που προσκομίζουν κάποια διάγνωση από τα Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής...
Discussion about this post