Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας, μόλις είχαν ανακοινωθεί νέα πιο αυστηρά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων στην Ισπανία, άρχισα να νιώθω για πρώτη φορά αυτόν τον καιρό συμπτώματα κλειστοφοβίας. Περίεργο που είχαν αργήσει τόσο, καθώς υποφέρω εδώ και μερικά χρόνια από κλειστοφοβία και αγοραφοβία. Το ξέρω ότι πρόκειται για αντίθετες παθολογίες αλλά ο οργανισμός μου είναι γεμάτος από τέτοιες παραδοξότητες, πάντα ήταν.
Αποφάσισα να βγω έξω την επόμενη μέρα, νιώθοντας σα να πρόκειται να διαπράξω προμελετημένο έγκλημα. Σα να αφήνεσαι σε μια απαγορευμένη απόλαυση που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να την αποφύγεις. Μοιάζει με φτηνή pulp λογοτεχνία, και είναι, αλλά κατηγορώ τον εγκλεισμό γι’αυτό.
Κάθισα να σχεδιάσω την έξοδό μου: θα έβγαινα να αγοράσω φαγητό, αναγκαίο “shopping”, αφού είμαι μόνος μου στην απομόνωση. Έτσι λοιπόν, την Τρίτη το πρωί ντύθηκα για να βγω έξω και ένιωσα σα να κάνω κάτι πολύ εξαιρετικό: Να ντύνομαι! Δεκαεπτά μέρες είχαν περάσει από τότε που το έκανα για τελευταία φορά. Φοβερό για μένα, αφού πάντα ως διαδικασία μου ήταν πολύ ξεχωριστή και οικεία.
Θυμήθηκα ένα σωρό περιστάσεις για τις οποίες έχω ντυθεί στη ζωή μου. Πολύ σημαντικές για μένα, όπως συνειδητοποιώ τώρα, που χαράχτηκαν στο μυαλό μου.
Για παράδειγμα, θυμήθηκα, όταν το 1980 ντυνόμουν στην οδό Lope de Rueda, για την πρεμιέρα του “Pepi, Luci, Bom”, που θα προβαλλόταν στον κινηματογράφο Peñalver στην οδό Conde de Peñalver. Παρόλο που ήταν κινηματογράφος όπου έπαιζαν “επαναλήψεις”, για μένα ήταν σαν να έκανα πρεμιέρα στο θέατρο Kodak στο Λος Άντζελες.
Ήταν η πρώτη φορά που το κοινό θα παρακολουθούσε μια ταινία μου, για πρώτη φορά σε πραγματικό κινηματογράφο και για πρώτη φορά με εισιτήριο, με τις θέσεις της αίθουσας γεμάτες από ανθρώπους, το κοινό να παρακολουθεί εικόνες που δημιουργούσαμε μαζί με τους φίλους μου, κατά τον ενάμισι χρόνο που χρειάστηκε για να γυρίσουμε την ταινία. Και εκείνοι που δεν έφυγαν, γέλασαν τόσο πολύ! Θυμάμαι ότι φορούσα ένα σακάκι κόκκινο σατέν, που είχα πάρει από την αγορά του Portobello στο Λονδίνο.
Δεν είναι πάντα ότι κάποιος ντύνεται ως μέρος ενός σχεδίου, ή τουλάχιστον δεν το θυμάσαι πάντα έτσι. Θυμάμαι, όταν δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα του “Pepi”, ακόμα γυρνούσαμε τη La Movida, να ντύνομαι συνειδητά σε ένα γκρι κοστούμι Mao, για να πάω σε ένα μπαρ στο Malasaña που το είχε ένα αγόρι που είχα “βάλει στο μάτι”. Ποτέ δεν ήμουν υπέρ των περιλαίμιων “Μάο”. Προτιμώ τα Perkins επειδή καλύπτουν το διπλοσάγονο. Θυμάμαι το Mao επειδή το εν λόγω αγόρι έγινε μέρος της ζωής μου για τα επόμενα δύο, τρία χρόνια. Και άφησε και σημάδι.
Θυμήθηκα και εκείνο το μεταξένιο μωβ Shantung σμόκιν από τον σχεδιαστή Antonio Alvarado και τις μπότες, σαν αυτές που κάνει τώρα ο Louboutin, που είχα φορέσει στην πρώτη μου τελετή των Όσκαρ το 1989, όταν η ταινία μου «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» ήταν υποψήφια για το βραβείο ξένης ταινίας. Δεν το πήραμε, και επίσης η σχέση μου με την πρωταγωνίστρια Κάρμεν Μάουρα διαλύθηκε άσχημα, θυμάμαι όμως εκείνο το ταξίδι στο Λος Άντζελες να είναι γεμάτο συναρπαστικά γεγονότα.
Τέσσερις-πέντε μέρες πριν από την τελετή των Όσκαρ, ήμουν καλεσμένος σε δείπνο στο σπίτι της Τζέιν Φόντα, η οποία είχε πάθει εμμονή με τις «Γυναίκες στα πρόθυρα…» και ήθελε να το κάνει ριμέικ. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι ήταν λίγοι αλλά εκλεκτοί. Η Αντζέλικα Χιούστον με τον Τζακ Νίκολσον, ζευγάρι ακόμα τότε, η Cher με φυσικό make-up έτσι ώστε να μοιάζει σα να μην έχει βάλει make-up, πιο όμορφη, πιο χαριτωμένη και πιο κοντή απ’ ότι φανταζόμουν. Και η Μόργκαν Φέρτσαϊλντ. Ναι! Προς μεγάλη μου έκπληξη, επειδή νόμιζα ότι ανήκε σε χαμηλότερη κατηγορία από τους υπόλοιπους (παρότι φυσικά, το να έχεις πρωταγωνιστήσει στο Flamingo Road και στο Falcon Crest δεν είναι μικρό επίτευγμα). Η Τζέιν Φόντα θα πρέπει να πρόσεξε την έκπληξή μου τότε, γιατί αργότερα μου εξήγησε ότι παλιά πήγαιναν μαζί σε διαδηλώσεις και ότι η Μόργκαν Φέρτσαϊλντ ήταν εξίσου φεμινίστρια, αν όχι πιο σκληροπυρηνική, από την ίδια.
Περάσαμε τη βραδιά γοητεύμενοι από την ενέργεια των θηλυκών υπάρξεων και του ίδιου του Τζακ. Βγάλαμε και φωτογραφίες, με φόντο τους πίνακες στους τοίχους του σπιτιού της Jane, που τους είχε φτιάξει ο πατέρας της, Henry.
Την επομένη της τελετής των Όσκαρ, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο μου. Ήταν μια γυναικεία φωνή, η οποία με φυσικό ύφος σα να μην καταλάβαινε την επίδραση που θα είχε αυτό που θα μου έλεγε, ενώ σίγουρα το γνώριζε, μου είπε: «Γεια, είμαι η Madonna. Γυρίζουμε αυτές τις μέρες την ταινία “Dick Tracy” και πολύ θα ήθελα να σε ξεναγήσω στο σετ. Σήμερα εγώ δεν έχω γύρισμα, οπότε μπορώ να αφιερώσω όλη τη μέρα σε σένα αν θες».
Θα μπορούσε να ήταν φάρσα, μια fake Madonna, ή κάποια ψυχοπαθής που θα με έκοβε κομματάκια και θα τα πέταγε μετά στα σκουπίδια…
Σαν σκηνικό από αυτά που ο James Ellroy περιγράφει τόσο καλά στα μυθιστορήματά του. Εάν έχετε διαβάσει το “The Black Dahlia” θα ξέρετε για τι μιλάω. Η μητέρα του Ellroy ήταν … “διάσπαρτη” σε μια ερημιά. Μπορείτε επίσης να παρακολουθήσετε την ταινία από τον αγαπημένο μου Brian De Palma βασισμένο στο βιβλίο, με τις Scarlett Johansson και Hilary Swank, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν εξελίχθηκε καλά.
Δεν είναι κακό για την καραντίνα, αλλά θα ήθελα να σας συστήσω κι άλλες ταινίες του De Palma πριν από αυτό: “Phantom of the Paradise,” “Carlito’s Way,” “Body Double” – με την Melanie Griffith στην κορυφή των δυνατοτήτων της, κοκαλιάρα σαν τσουγκράνα – και πάνω απ ‘όλα, το “Scarface” με τον Al Pacino. Μην ασχοληθείτε με το “The Black Dahlia” και οργανώστε ένα πρόγραμμα με όλες αυτές τις ταινίες, θα με ευχαριστήσετε αργότερα. Είναι όλες διαμάντια, είναι προσιτές και πραγματικά ευχάριστες. Θα σας δώσω μια λίστα προτάσεων στο τέλος.
Για να γυρίσω στη Madonna, η αυτοπεποίθησή μου, παρότι δεν είχα κερδίσει το Όσκαρ, βρισκόταν σε υψηλό επίπεδο, οπότε θεώρησα ότι ήταν γνήσιο το τηλεφώνημα.
Η φωνή της Madonna μου έδωσε την διεύθυνση ενός στούντιο γυρισμάτων και μετά από λίγο βρισκόμουν εκεί γεμάτος δέος. Η αλήθεια είναι ότι όλο το team της ταινίας, από τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της ταινίας Γουόρεν Μπίτι μέχρι τον μεγάλο διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευγενικοί μαζί μου. Μου φέρθηκαν λες και ήμουν ο Τζορτζ Κιούκορ.
Ο Μπίτι επέμενε να κάτσω στην καρέκλα του σκηνοθέτη με το όνομά του στην πλάτη για να παρακολουθήσω τη σκηνή που γύριζαν. Έτοιμος ήμουν να εξομολογηθώ πως όταν ήμουν παιδί ανακάλυψα την σεξουαλικότητά μου όταν τον είδα στο «Πυρετός στο αίμα» (Splendor in the Grass) – ο χτίστης στο «Πόνος και δόξα» δεν υπήρξε ποτέ – αλλά φυσικά συγκρατήθηκα. Γυρνούσαν μία σεκάνς με έναν αγνώριστο Αλ Πατσίνο να απομακρύνεται ασταμάτητα. Η ταινία ήταν την επόμενη χρονιά υποψήφια για Όσκαρ και πήρε τελικά, τρία αγαλματίδια.
Η Madonna με γύρισε σε όλα τα διαφορετικά σκηνικά της ταινίας και εκεί γνώρισα ένα πρόσωπο που θαύμαζα βαθιά: την Μιλένα Κανονέρο, την σπουδαία ενδυματολόγο και σχεδιάστρια κοστουμιών που ήδη τότε είχε κερδίσει τρία Όσκαρ (την επομένη χρονιά θα ήταν υποψήφια και για το Dick Tracy), για τους «Δρόμους της φωτιάς», το “Barry Lyndon” και το “Cotton Club”. Προτείνω και τα τρία για την καραντίνα. Προσωπικά, προτιμώ του Κιούμπρικ, το “Barry Lyndon”. Αργότερα, η Μιλένα κέρδισε και τέταρτο Όσκαρ αλλά δεν θυμάμαι για ποια ταινία.
Η επίσκεψη στο εργαστήριο της μου άφησε την πιο έντονη εντύπωση από όλο το ταξίδι εκείνο. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να δουλέψω στο Χόλιγουντ είναι αυτός: η εμμονή στην λεπτομέρεια.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Dick Tracy, ο χαρακτήρας στο κόμικ, είναι το κίτρινο καπέλο του. Η Milena είχε πάθει εμμονή με το ακριβές κίτρινο που βλέπετε στο κόμικ. Μου έδειξε περίπου διακόσια καπέλα με μόνο απειροελάχιστες αλλαγές στο χρώμα που τα διαφοροποιούσε. Ένιωσα να συμπάσχω εντελώς με αυτή τη εμμονή για λεπτομέρειες. Σε κάποιο βαθμό, μέσα στις ικανότητές μου, κάνω το ίδιο και όταν γυρίζω. Δεν ξέρω πώς να δουλέψω με άλλο τρόπο (αλλά ξέρω πώς να δουλέψω για λιγότερα χρήματα).
Από τη στιγμή που η Madonna σου αφιερώνει τόσο χρόνο και τόση προσοχή, ακόμα κι αν δεν κέρδισες το Όσκαρ, αυτό σημαίνει ότι το ‘material girl’ ενδιαφέρεται έντονα για την περίπτωσή σου. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συναντηθούμε ξανά – συνέβη την επόμενη χρονιά στη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας της που είχε τίτλο Blond Ambition Tour.
Τις μέρες που έμεινε στην Μαδρίτη βγαίναμε μαζί κάθε βράδυ. Είχα οργανώσει μάλιστα τότε και ένα φλαμένκο πάρτι προς τιμή της στο ξενοδοχείο Palace παρέα με την Μπιμπιάνα Φερνάντεζ και τη Ρόζι ντε Πάλμα, η Madonna όμως μου ξεκαθάρισε ότι, εκτός από μένα, ενδιαφερόταν μόνο για έναν συγκεκριμένο καλεσμένο: τον Αντόνιο Μπαντέρας. Της υποσχέθηκα ότι θα έρθει σίγουρα, δεν της είπα όμως ότι δεν μπορούσα να τον καλέσω χωρίς την τότε σύζυγό του, την Άνα Λέθα, η οποία ήταν και μεγάλη της φαν.
Η Madonna ήταν εκείνη που αποφάσισε πού θα καθίσει ο καθένας από τους φίλους μου και τους χορευτές της στα μικρά στρογγυλά τραπέζια που είχαν στηθεί. Φυσικά, εκείνη έκατσε στο κεντρικό τραπέζι με μένα στα δεξιά και τον Αντόνιο στα αριστερά της. Την Άνα Λέθα την έβαλε να κάτσει στο πιο μακρινό από μας τραπέζι, στο βάθος της σάλας.
Εκτός από εμάς τους δύο, δεν έδωσε σημασία σε κανέναν άλλον. Συγχρόνως, ένα μέλος της ομάδας που την ακολουθούσε της είχε φέρει μια καλής ποιότητας κάμερα και τραβούσε διαρκώς – «για ενθύμιο», όπως μας είπε η ίδια. Προσωπικά μου φάνηκε περίεργο, αλλά ο καλός οικοδεσπότης δεν γίνεται αδιάκριτος. Στο τραπέζι μας, έπρεπε να μεταφράζω στην Madonna της απαντήσεις του Αντόνιο στα ερωτήματά της. Σ’ εκείνη τη φάση της καριέρας του, ο Αντόνιο ήταν έτοιμος για απογείωση. Το «Δέσε με» πήγαινε πολύ καλά στην Αμερική και οι κριτικοί και το Χόλιγουντ (και η Madonna) ήταν ερωτευμένοι μαζί του, εκείνη τη νύχτα όμως του 1990 δεν μιλούσε ακόμα ούτε λέξη αγγλικά. Τα λέω όλα αυτά επειδή ένα χρόνο αργότερα έκανε πρεμιέρα η ταινία «Στο κρεβάτι με τη Madonna», στην οποία μεγάλο κομμάτι της ήταν γυρισμένο στο πάρτι μου στο Palace.
Η παρενόχληση που έκανε στον Αντόνιο ήταν μία από τις βασικές ‘πλοκές’ της ταινίας, από την οποία κόπηκε όμως η λακωνική ατάκα απόρριψης που πέταξε στην Άνα Λέθα. Στο τέλος του δείπνου, η Άνα τόλμησε να πλησιάσει στο τραπέζι μας και να πει σαρκαστικά στην ‘ξανθιά θεότητα’: «Βλέπω ότι σου αρέσει ο άντρας μου. Δεν με εκπλήσσει, σε όλες τις γυναίκες αρέσει, αλλά δεν με ενοχλεί αυτό επειδή είμαι σύγχρονο άτομο». Η απάντηση της Madonna ήταν: «Άντε χάσου».
Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν επιπόλαια, σαν χρονικό στήλης κουτσομπολιού, και μακρινά από αυτή την κατάσταση απομόνωσης που βιώνουμε. Δεν με νοιάζει όμως αν φαίνεται σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών αυτή η ανάμνηση. Αν είχαν γίνει αντίστροφα τα πράγματα (να τραβούσα δηλαδή εγώ με κάμερα την Madonna και μετά να έβαζα το υλικό σε ταινία παγκόσμιας διανομής) θα είχα δεχτεί τέτοια αγωγή που ακόμα δεν θα είχα συνέλθει από το χρέος.
Η Madonna μας φέρθηκε σα να είμαστε καθυστερημένοι και κάποτε έπρεπε να το πω. Δεν φτάνει που δεν μας ζήτησε την άδεια χρήσης της εικόνας μας, με ντουμπλάρισε κι από πάνω στην ταινία – δεν θα της άρεσαν τα αγγλικά μου, φαντάζομαι.
Ας ολοκληρώσω όμως την ιστορία. Κάποια στιγμή στην διάρκεια του δείπνου, η Madonna μου λέει: «Ρώτα τον Αντόνιο αν του αρέσει να χτυπάει τις γυναίκες» (ορκίζομαι ότι αυτό μου είπε). Το μεταφράζω. Ο Αντόνιο δε λέει τίποτα, προσπαθεί να χαμογελάσει αμήχανα, κάτι μουρμουρίζει με απορία, και τελικά μένει με μια έκφραση στο πρόσωπο σα να λέει «Τι να πω, είμαι Ισπανός τζέντλεμαν και θα κάνω ό,τι μου ζητήσει μία κυρία». Η Madonna όμως δεν ήταν ικανοποιημένη. «Ρώτα τον», μου ξαναλέει, «αν του αρέσει να τον χτυπάνε οι γυναίκες». Ο Αντόνιο ξαναπήρε την ίδια ακριβώς έκφραση.
Το λέω αυτό, πρώτον επειδή είναι αλήθεια, και δεύτερον επειδή ήταν ίσως η πιο αστεία στιγμή της βραδιάς, παρότι εκείνη δεν την θεώρησε αρκετά διασκεδαστική για να την συμπεριλάβει στην ταινία της. Και έπρεπε να συμβεί αυτή η πανδημία για να μάθει ο κόσμος τι έγινε πραγματικά σ΄ εκείνο το πάρτι…
Στις 11 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, έπρεπε να πάω σε δύο μέρη την ίδια ημέρα στο Λος Άντζελες. Έπρεπε να παρευρεθώ σε δύο τελετές που έλαβαν χώρα σχεδόν ταυτόχρονα, όπου η ταινία “Pain and Glory” βραβεύτηκε ως η καλύτερη ξένη ταινία. Φορούσα ένα μαύρο κοστούμι Givenchy, με ένα Perkins κολάρο του ίδιου χρώματος από κάτω.
Η πρώτη τελετή οργανώθηκε από το AARP, το οποίο ασκεί πιέσεις για τα δικαιώματα των ατόμων ηλικίας 50 ετών και άνω. Η Ισπανία δεν έχει αυτή την κουλτούρα ομάδων πίεσης για να πιέσει την κυβέρνηση να εγκρίνει μέτρα προς όφελος ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Στην ομιλία μου, ανέφερα τον Warren και ήταν θαύμα που δεν μίλησα σεξουαλικά. Αλλά ανέφερα ευτυχώς ότι τον έχω τελικά σε μια από τις ταινίες μου (θυμηθείτε τις εικόνες της Natalie Wood και του Beatty κατά τη διάρκεια του μονόλογου Asier Etxeandia).
Φορώντας το ίδιο κοστούμι και με την ίδια βούληση να ευχαριστήσω και να ευχαριστηθώ, πήγα στο ξενοδοχείο Intercontinental, όπου οι κριτές γιόρταζαν τα βραβεία και έδωσαν μια διάλεξη για το τι έπρεπε να συμβεί φέτος. Καλύτερη ταινία για το “Παράσιτο” Καλύτερος ηθοποιός, Antonio Banderas, και η καλύτερη διεθνής ταινία, “Πόνος και δόξα”.