Νομίζω πως ένα όνειρο κάθε ανθρώπου που ασχολείται με την τέχνη είναι να πάρει κάποτε ο κόσμος τέτοια μορφή που η αξία της θα θεωρείται αυτονόητη. Που δεν θα χρειάζεται να την υπερασπίζεται και με δυνατή φωνή να μιλάει για την ουσία και την αξία της μέσα σε αυτόν. Σκέψου το. “Παράδεισος”.
Όπως είπε και ο μεγάλος μας Θάνος Μικρούτσικος, “ο ψαράς να γράφει ποίηση και ο ποιητής να ψαρεύει”. Δυστυχώς όσο πίσω στην ιστορία και να κοιτάξουμε αυτό το όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα. Όμως ο καλλιτέχνης έχει μέσα του αλήθεια. Έχει τον τρόπο να μεταμορφώνει τις λέξεις, τα χρώματα, τους ήχους, το σώμα του σε κάτι άλλο. Έχει τον πιο γοητευτικό τρόπο να εκφραστεί κανείς και δεν θα πάψει να ονειρεύεται αυτό τον κόσμο.
Κατά τη ταπεινή μου γνώμη δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τους άλλους ανθρώπους. Το κοινωνικό σύνολο. Αυτό εξάλλου είναι που υπερασπίζεται σε αυτή τη φάση. Έχει ανάγκες, υποχρεώσεις, και ζει μέσα στον κόσμο που ζούμε όλοι.
Προσωπικά ψάχνοντας τον εαυτό μου σε όλο αυτό “ακούμπησα” κι άλλες ευαίσθητες χορδές του.
Πώς είναι να στερείς από τον καλλιτέχνη τη ζωντανή επαφή; Πόσο μπορεί να τον γεμίσει η “επικοινωνία” της τέχνης του αποκλειστικά μέσα από το διαδίκτυο; Επηρεάζει τον ψυχισμό του μια καραντίνα ή ένα σοβαρό γεγονός όπως πανδημία; Το μετά;
Όλα αυτά κλωθογύρισαν λοιπόν στο μυαλό μου όλες τις μέρες της καραντίνας.
Έπιασα τον εαυτό μου να κατατάσσεται και στα δυο «στρατόπεδα». Το άσπρο που είναι ευκαιρία για δημιουργία, ηρεμία, ενδοσκόπηση και το μαύρο που είναι η έλλειψη εισοδήματος, η μεγάλη ψυχική ανάγκη για πραγματική επαφή με ακροατές και μαθητές, το άγχος για το μετά.
Απάντησα πως ναι. Τώρα θα μπορώ να εμβαθύνω τη μελέτη μου σε βαθμό που δεν μπορούσα μέσα στην καθημερινότητα. Με καθαρότερο μυαλό θα κρίνω το παρελθόν και θα προσαρμόσω το παρόν και το μέλλον σε κάτι καλύτερο. Θα δοκιμάσω. Θα ρισκάρω. Παραδέχτηκα πως η καλλιτεχνική και δημιουργική μου πλευρά χρειάζεται αυτή την «παύση». Ακόμα και αν δε το αισθανόμουν προ καραντίνας.
Απάντησα όμως και πως δεν ήθελα να αφήσω τους μαθητές μου. Τους συναδέλφους που ανταλλάζαμε ψυχές παίζοντας. Πως ήθελα να απομονωθώ όποτε θέλω εγώ. Όχι να μου «επιβληθεί». Πως εγώ αλλά και πολλοί συνάδελφοι μου θα μείνουμε χωρίς δουλειά. Χωρίς ευκαιρίες. Πως το καλλιτεχνικό μέλλον στην χώρα θα φαντάζει σιγά σιγά όλο και πιο σκοτεινό.
Με αυτόν τον τρόπο ανακάλυψα άλλη μια αλήθεια μέσα μου. Αυτή που βρίσκεται ανάμεσα από τα δύο στρατόπεδα. Εκεί που γεύεσαι και την ειρήνη και τον πόλεμο. Και κάθε πόλεμος γυρνάει σελίδα. Αλλάζει τα πράγματα μέσα μας από τα θεμέλια.
Τίποτα λοιπόν δεν θα είναι το ίδιο αλλά ο καλλιτέχνης έχει βρει τη δύναμη του. Την ξέρει. Ξέρει οτι την έχει και αν περπατήσει σε αυτή τη λωρίδα ανακωχής θα συνεχίσει να μαλακώνει τον πόλεμο και να χρωματίζει την ειρήνη.