«Γιατί, ρε φιλαράκι, πίνεις πάντα μαύρο ρούμι και δεν τ’αλλάζεις;», ρώτησα ένα βράδυ τον Πάρη, εκεί στην ξύλινη μπάρα που συχνάζουμε.
___________________
Με την Ελένη γνωρίστηκαν στην ταράτσα ενός σπιτιού. Δεν είχε κάτι εκείνη η συγκεκριμένη ταράτσα. Κλασικά αθηναϊκή, στην κορυφή ενός νεοκλασικού κοντά στην πλατεία. Απ’αυτά τα μέρη που κρύβονται σαν όαση μέσα στην πόλη που μοιάζει βρόμικη και σκοτεινή. Λες κι αυτά τα μέρη υπάρχουν επίτηδες για να συντελούνται μικρά θαύματα που έχουμε ξεχάσει πως συμβαίνουν. Κοιτάχτηκαν και ήταν αυτό που λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά, αν και κανείς από τους δύο δεν πίστευε στην «πρώτη ματιά». Και εκεί ακριβώς ξεκίνησε το πρόβλημα. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ότι και οι δύο είχαν στείλει στον αγύριστο οτιδήποτε ρομαντικό και κινηματογραφικό ονειρεύονταν στο παρελθόν. Είχαν στείλει στον αγύριστο αυτό που λέμε «προσδοκία». Όταν δεν κάνεις όνειρα, όταν δεν περιμένεις τίποτα, πώς να πληγωθείς; Δε βιώνεις, απλά παρατηρείς. Κι έτσι η ζωή γίνεται λίγο πιο εύκολη.
_________
Η ιστορία τους κράτησε χρόνια. Ποτέ δεν ήταν «μαζί» με την κοινωνική σημασία της λέξης. Αλλά ήταν μ α ζ ί, λες και υπήρχε μια κοσμική σύνδεση που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, αν και η ιστορία τους έμενε κυρίως κρυφή από τα αδιάκριτα μάτια. Οι ίδιοι πάντως την αρνούνταν. Πώς να σας το εξηγήσω; Χτυπούσαν τα τηλέφωνα, όταν ο ένας σκεφτόταν τον άλλον πιο έντονα. Όταν περνούσαν χρόνο παρέα, τα λεπτά αποκτούσαν άλλη διάσταση, λες και τα ρολόγια σταματούσαν. Τα δικά τους πέντε λεπτά ήταν η πιο άνετη και οικεία αιωνιότητα. Συναντιούνταν συχνά τυχαία, ακόμη κι όταν δεν το είχαν κανονίσει. Όχι ότι κανόνιζαν και ποτέ. Η δική τους σχέση χαρακτηριζόταν από ένα συνδυασμό τυχαίων γεγονότων και μιας ακατανίκητης ανάγκης να βλέπουν ο ένας τον άλλον. Για παράδειγμα, τυχαία βρέθηκαν στο εξωτερικό μαζί, αλλά οι μέρες τους δεν μπορούσαν να διαχωριστούν, τις πέρασαν μαζί. Άρεσε και στους δύο το «Bang Bang» της Nancy Sinarta. Τα περίεργα βράδια που έκαναν βόλτες με τ’ αμάξι όλα έμοιαζαν σωστά, λες και ήταν φτιαγμένοι για να κάνουν τέτοια απλά πράγματα μαζί. Ακόμη και στο σπίτι του, όταν έβλεπαν εκείνο το χαζοσίριαλ που ο τίτλος είχε να κάνει με έντομα, ο ένας γελούσε, ο άλλος έκλαιγε κι αυτό τους έκανε να ταιριάζουν σαν το κουμπί με την κουμπότρυπα. Κάθε παραμύθι όμως έχει δράκο. Και ο δικός τους δράκος –εκτός από άσχετους, εξωτερικούς παράγοντες στους οποίους συνήθιζαν να ρίχνουν το φταίξιμο– ήταν ο ίδιος τους ο εαυτός.
Και οι δύο εκλογίκευαν τα πάντα, άρα απέκλειαν το γεγονός να υπάρχει μία περίπτωση στις χίλιες, όλα όσα έβλεπαν στις ταινίες, να ισχύουν για εκείνους. Έκαναν και οι δύο ψυχοθεραπεία, ισχυριζόμενοι ότι δεν μιλούν στους ψυχοθεραπευτές τους ο ένας για τον άλλον. Καλά, έλεγαν διάφορα ψέματα με σκοπό να δείξουν ότι «να μωρέ, αυτό που ζούμε δεν είναι κάτι». Αλλά ο ένας ήξερε πότε έλεγε ψέματα ο άλλος, γιατί αυτά έχουν οι κοσμικές συνδέσεις. Κι όταν έλεγαν αλήθειες, λες και οι λέξεις δεν έμπαιναν στη σωστή σειρά (ή ο άλλος δεν είχε τα σωστά αυτιά) και το νόημα χανόταν ανάμεσα σε τελείες, κόμματα, σιωπές κι ανάσες. Τέλος πάντων, νομίζω εν τέλει ότι ο δικός τους δράκος ήταν για τον καθένα, όπως είπα, ο ίδιος τους ο εαυτός. Και οι δύο νόμιζαν ότι δεν άξιζαν ν’αγαπηθούν. Κι αφού το είχαν πιστέψει βαθιά, γιατί κάποιος, κάποτε, τους έπεισε, αρνούνταν να παραδεχτούν ότι μπορεί να τους συνέβη.
_______________________
Πέρασαν έτσι έξι και πλέον χρόνια. Κι όταν η Ελένη δεν άντεξε πια να ζει σε αυτά τα άκρα ανάμεσα στο σύμπαν και στην άρνηση, άρχισε τις ετοιμασίες να παντρευτεί. Όχι τον Πάρη βέβαια. Κάποιον άλλο. Έκανε τις ετοιμασίες κανονικά. Μπομπονιέρες, στολισμοί, καλεσμένοι, μουσικοί, Djs και το νυφικό. Το ‘κανε πρόβα συχνά για να της σταθεί στο σώμα όπως ήθελε. Και στην τελευταία πρόβα, μια μέρα πριν το γάμο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, χαμογέλασε, κατέβηκε τον δρόμο ντυμένη έτσι, δέχτηκε τα συγχαρητήρια από τη γειτονιά, έφτασε στην πλατεία, βρήκε εκείνη την ταράτσα που είχε βρεθεί έξι και πλέον χρόνια πριν και αυτοκτόνησε. Όσο έπεφτε, έβλεπε όλη της τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια της. Είδε σαν παρατηρητής όσα είχε ζήσει μέχρι τότε. Την απόρριψη, τις πληγές, τις χαρές. Λίγο πριν πέσει στο έδαφος, το μετάνιωσε γιατί ένιωσε έτοιμη ν’ αγαπηθεί. Όταν το αίμα κύλησε στην άσφαλτο, χαμογέλασε γιατί είδε το δικό του χαμόγελο να σχηματίζεται από το υλικό των ονείρων.
___________________
Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ και περίμενε ν’αρχίσει το σίριαλ με τα έντομα στον τίτλο. Έπεσε έκτακτο για μια νύφη που αυτοκτόνησε. Έμεινε στήλη άλατος. Παγωμένος. Σαν να ξεριζώθηκε κάτι από μέσα του τόσο απαραίτητο που πια δεν μπορούσε ν’ανασάνει. Δεν έκλαψε. Όσοι δεν ξέρουν ν’ αγαπούν και ν’ αγαπιούνται, δεν ξέρουν και να κλαίνε. Εκείνο το βράδυ έκλεισε την τηλεόραση, βυθίστηκε σε όνειρα με αίματα, ασφάλτους και γάμους και όταν ξύπνησε, η τελευταία εικόνα που του έμεινε ήταν τα μάτια της σχηματισμένα από το υλικό των ονείρων.
________________
Από εκείνο το πρωινό ξύπνημα, ήξερε ότι κάτι είχε αλλάξει. Άρχισε να πίνει τον καφέ του μέτριο όπως εκείνη, ενώ μέχρι την προηγούμενη μέρα τον έπινε σκέτο. Ένιωσε μια ακατανίκητη ανάγκη να πάει για τρέξιμο όπως έκανε εκείνη κάθε μεσημέρι, παρά το γεγονός ότι εκείνος το σιχαινόταν. Πήγαινε να δει την ΑΕΚ στο γήπεδο και, για κλάσματα δευτερολέπτου, μπερδευόταν μεταξύ του πέναλτι και του οφσάιντ. Κι όταν κάποια στιγμή βρέθηκε στην πλατεία κι άκουσε, επιτέλους, τη φωνή της στο κεφάλι του: «Έλα μωρέ, φύγε από δω, πάμε να κάνουμε βόλτα με τ’αμάξι και να βάλουμε ραδιόφωνο και να πάμε σ’εκείνη τη θέα που βλέπαμε τη Σαλαμίνα», σιγουρεύτηκε.
___________
«Ζει μέσα μου, ρε Άντα. Και δεν τρομάζω. Χαίρομαι. Επιτέλους κατάλαβα ποιο ήταν το πρόβλημά μου, το πρόβλημά της, πού χαθήκαμε, πόσα λάθη κάναμε. Με εκείνη μέσα μου, κατάλαβα. Δεν φοβήθηκα ποτέ. Από τότε είμαι πιο ευτυχισμένος. Με εκείνη μέσα μου, νιώθω πλήρης, σαν να φτιάχτηκε επιτέλους σωστά ένα κάστρο στην άμμο. Άσε που όταν πάω θάλασσα, με βοηθάει όντως να στήσω τα κάστρα μου σωστά. Και για να ολοκληρώσω την ιστορία, το μαύρο ρούμι ήταν το αγαπημένο της ποτό. Άντε, καληνύχτα». Έτσι μου ‘πε και πέταξε ένα δεκάευρω στην ξύλινη μπάρα. Έφυγε χαρούμενος και ήρεμος.
«Περίμενε! Την ιστορία αυτή την έχεις πει και σ’άλλους;», του φώναξα τρέχοντας πίσω του.
«Όχι».
«Γιατί την είπες σε μένα;»
«Είσαι η μόνη που ρώτησες για το μαύρο ρούμι. Α! Και γιατί σιγοτραγουδάς πάντα το Bang Bang», είπε και μου ‘κλεισε το μάτι.
Γύρισε την πλάτη και ορκίζομαι ότι άκουσα μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει «He shot me down…». Κι εκείνος, σαν να έκανε κάποιο διάλογο, απάντησε τραγουδιστά «My baby shot me down…».
Όπως πήγε να περάσει τον δρόμο, κοντοστάθηκε. Μια μηχανή τον πέταξε στον αέρα. Άρχισα να τρέχω σαν τρελή να δω τι έγινε. Αίμα κυλούσε στην άσφαλτο, αλλά αυτός χαμογελούσε. «Κάποιος πρέπει να πει την ιστορία», ήταν η τελευταία του κουβέντα.
______________
Δυο φωνές μες στο κεφάλι μου μου μιλάνε εδώ και μια βδομάδα. Τώρα που έγραψα, ίσως σταματήσουν…