«Ποτέ δεν κάνω σχέδια, ούτε καν τι θα τραγουδήσω δεν ξέρω.
Αφήνομαι στην έμπνευση της στιγμής».
Ουμ Καλσούμ (31.12.1898 ή 4.5.1904-3.2.1975)
Αγκομαχά ανάμεσα στα πόδια της. Δεκαεξάχρονος, καυλωμένος, τρομοκρατημένος.
Προτού προλάβει να γλιστρήσει μέσα της, μέλι καυτό και χουρμαδιές, έχει ήδη τελειώσει.
Και τότε, λες κι όλα τα ραδιόφωνα του Χαν αλ-Χαλίλι έχουν συντονιστεί την ίδια ακριβώς στιγμή, η Φωνή εξακοντίζεται στον ουρανό του Καΐρου και τους λούζει σαν πίδακας μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο.
«Enta Omriii…»
«Μα ποια είναι αυτή η Φωνή…» τη ρωτάει ξέπνοος.
«Η Κυρία», του απαντά, γρατζουνώντας τον τρυφερά στο σβέρκο.
«Κι αυτό το τραγούδι…»
Στίχοι φτερουγίζουν σαν πεταλούδες πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
«Τα μάτια σου είναι η αυγή μου», «Όταν σε πρωταντίκρισα, πήρε η ζωή μου αξία», «Μα γιατί δε σ’ αγάπησα νωρίτερα;», «Είσαι η ζωή μου».*
Η γυναίκα πετάγεται απ’ το κρεβάτι για να κλείσει το παράθυρο.
Ανασηκώνει το σεντόνι και την προσκαλεί πάλι κοντά του.
* Από το κλασικό πλέον τραγούδι «Enta Omri» («Είσαι η ζωή μου»), που συνέθεσε ειδικά για την Ουμ Καλσούμ ο διάσημος μουσικοσυνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός Muhammad Abd al-Wahhab σε στίχους του ποιητή Ahmad Shafiq Kamel. Διάρκειας σχεδόν μιας ώρας, ηχογραφήθηκε στο ραδιοσταθμό «Η Φωνή των Αράβων» το 1964, έπειτα από πρόβες ενός μήνα, και δώδεκα ώρες στο στούντιο, με τη χρήση ηλεκτρικής κιθάρας για πρώτη φορά στην παραδοσιακή ορχήστρα της. Ήταν και το μεγάλο σουξέ της στη μοναδική συναυλία που έδωσε ποτέ πέρα από τη Μέση Ανατολή, στο θέατρο Olympia στο Παρίσι το 1967.
Καρδιά μου, μη με ρωτάς πού πήγε ο έρωτας*
Δεν ήταν παρά ένα κάστρο από χίμαιρες κι έχει χαθεί
Γέμισέ μου το ποτήρι να πιούμε στη μνήμη των ερειπίων του
Και λέγε μου όσο κυλούν τα δάκρυά μου
Πώς έγινε θρύλος αυτός ο έρωτας
Ο τέλειος μύθος του παράφορου έρωτα
Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω που με μέθυσες
Με το στόμα σου, τόσο αισθησιακό και φίνο
Και με το χέρι σου, που μ’ έφτασε σαν χέρι
Που απλώνεις στον θαλασσοπνιγμένο
Η αστραπή ξαναδίνει ελπίδα στον χαμένο ταξιδιώτη
Υπάρχει άλλη αστραπή σαν των ματιών σου;
Αγάπη μου, μια μέρα πήγα στη φωλιά
Του πουλιού του φλογερού πόθου να του τραγουδήσω τον πόνο μου
Έχεις τη νωχέλεια του μεγάλου εραστή
Και τη σκληράδα του ισχυρού που κυβερνάει
Κι όμως η λατρεία μου μού καίει τα σωθικά
Τα δευτερόλεπτα βάζουν φωτιά στο αίμα μου.
*Ποίημα του Ibrahim Nagi, μελοποιημένο από τον Riad Sunbati για την Ουμ Καλσούμ (Μετάφραση από τ’ αγγλικά: Γκανιάν)
Μια αθάνατη «Κυρία»
Λένε ότι οι γιγάντιες διαφημιστικές πινακίδες γύρω από τη Νεκρόπολη του Καΐρου, το χιλιόχρονο κοιμητήριο αυτής της εξωφρενικής πόλης των είκοσι εκατομμυρίων κατοίκων, έχουν τοποθετηθεί εκεί για να μη χάνουν το κέφι τους οι τουρίστες, αντικρίζοντας τους χιλιάδες άστεγους που αναζήτησαν καταφύγιο στους τάφους και τα μαυσωλεία λόγω της κτηνώδους οικιστικής ανάπτυξης. Λένε επίσης πώς όταν πέθανε το 1975 η Ουμ Καλσούμ, ξεχύθηκε στους δρόμους ένα αλλόφρον απ’ την οδύνη πλήθος τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων, μπλοκάρισε τη νεκρική πομπή, άρπαξε το φέρετρο και την έφερε στη Νεκρόπολή τους. Όμως ό,τι κι αν λέμε εμείς πασχίζοντας να εξηγήσουμε το θαύμα, κάθε φορά που τα ραδιόφωνα απ’ το Μαρόκο ως την Περσία παίζουν τη μουσική αυτής της «Τέταρτης Πυραμίδας», όπως την αποκάλεσαν, αυτού του «αηδονιού» και «άστρου της Ανατολής», που ανεβοκατέβαινε με ασύλληπτη αισθαντικότητα τις κλίμακες και στεκόταν τουλάχιστον ένα μέτρο πίσω απ’ το μικρόφωνο για να μην το διαλύσει η πανίσχυρη φωνή της, τότε, ακόμη και μισό αιώνα μετά το χαμό της, όταν εκρήγνυται ξανά το πάθος της «Κυρίας» στον αέρα, μια τεράστια σιωπή απλώνεται παντού και όλοι οι άνθρωποι μαζί σιγοψιθυρίζουν «Αααχχχ…»
Ακροστιχίδα Γκανιάν#19-Καλσούμ
Γεννημένη
Κυρία
Αθάνατο
Νήμα
Ιερών
Άφατων
Νευμάτων