Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 2016
– Το παιδί, πού είναι το παιδί;
Οι φωνές μόλις που ακούστηκαν στην αίθουσα χριστουγεννιάτικων δώρων του πολυκαταστήματος που έσφυζε από κόσμο.
Ένας συμπαθητικός γεράκος έτρεχε αλαφιασμένος δεξιά κι αριστερά φωνάζοντας ξανά και ξανά:
– Το παιδί, πού είναι το παιδί; Μια στιγμή το άφησα από τα μάτια μου για να πληρώσω, και χάθηκε.
Δεν έλεγε ψέματα. Το κρατούσε από το χέρι από τη στιγμή που ξεκίνησαν από το σπίτι, και δεν είχε ξεμακρύνει ούτε ένα λεπτό από κοντά του. Μόνο στο τέλος, όταν έπρεπε να πληρώσει περνώντας το δάχτυλο με το ενσωματωμένο τσιπ μπρος από το μικροκύτταρο της δακτυλικής ταμειακής μηχανής, το άφησε έξω από το οπτικό του πεδίο. Μια στιγμή κάτι άλλο είχε αποσπάσει την προσοχή του, και είχε γίνει το κακό. Στο τέλος, κάθισε αποκαμωμένος σε ένα σκαλοπάτι.
Τον είχαν προειδοποιήσει να μην πάρει τον εγγονό του μαζί του. Ήταν επικίνδυνο μέσα στην πολυκοσμία που μαζευόταν στα μαγαζιά παραμονή Χριστουγέννων. Αλλά δεν είχε αντέξει. Χαιρόταν όσο οτιδήποτε άλλο να τον έχει παρέα όπου και να πήγαινε.
Του έδειχνε τι άλλαζε στην πόλη, του εξηγούσε τι υπήρχε παλιά, του διηγούνταν ιστορίες που μόνο αυτός θυμόταν… Δεν ήξερε αν του κέντριζε πραγματικά το ενδιαφέρον, αλλά του αρκούσε να βλέπει τα δύο παιδικά μάτια του να τον κοιτάνε με περιέργεια.
Έτσι, λοιπόν, και εκείνο το πρωί, μόλις βρήκε την ευκαιρία, τον έντυσε ελαφριά, γιατί με την κλιματική αλλαγή το χειμωνιάτικο κρύο αργούσε να έρθει, και κατέβηκαν προς τον κεντρικό δρόμο. Αυτός τον θυμόταν ως Πατησίων, αλλά τώρα τον αποκαλούσαν Λεωφόρο Διαδηλώσεων, αφού από εκεί ξεκινούσαν συχνά-πυκνά διάφορες πορείες διαμαρτυρίας.
Στη στάση δεν περίμεναν πολύ και, μόλις έφτασε το καινούργιο μονορέιλ, μπήκαν στον διαφανή θάλαμο που τους ανέβασε στο όχημα. «Διαβολικό μηχάνημα» σκέφτηκε. Έτρεχε δαιμονισμένα από στάση σε στάση πάνω σε ένα μεταλλικό δοκάρι που στηριζόταν σε κολόνες από ένα πλαστικό υλικό το οποίο είχε αντικαταστήσει εδώ και μερικά χρόνια το σκυρόδεμα. Δεν είχε ρόδες. Ανάμεσα σε αυτό και στο δοκάρι που έπαιζε τον ρόλο της σιδηροτροχιάς μεσολαβούσε ένα στρώμα πεπιεσμένου αέρα.
Κάθε λίγο από τις ηχητικές εγκαταστάσεις του οχήματος ακουγόταν η ευχή: «Ευτυχισμένο το 2066». Ο μικρός χάζευε τα γιορταστικά στολίδια στον δρόμο. Εκείνου δεν του έκαναν εντύπωση. Ήταν εκεί εδώ και μήνες, λες και με το που άνοιγαν τα σχολεία, ξεκινούσαν τα προεόρτια. Άλλωστε, ποτέ δεν κατέβαιναν. Απλά, άλλαζαν μορφή ανάλογα με την εποχή. Άλλοτε χριστουγεννιάτικα, άλλοτε αποκριάτικα, άλλοτε πασχαλινά…
Του θύμιζαν τους τρανσφόρμερ που έβλεπε σε βιντεοταινίες μικρός. Το δε χριστουγεννιάτικο στοιχείο τους ήταν ανεπαίσθητο, για να μην προκαλεί τη μεγάλη πια μουσουλμανική μειονότητα της πόλης.
Κοντά στην Πλατεία Πολιτισμικής Πολυσυλλεκτικότητας, όπως είχε μετονομαστεί η Πλατεία Αιγύπτου, το μονορέιλ ελάττωσε ταχύτητα και, τελικά, σταμάτησε. Μπήκαν πάλι στον θάλαμο, που ανεβοκατέβαινε όπως τα παλιά ασανσέρ, και βγήκαν στο πεζοδρόμιο. Κατευθύνθηκαν προς το πολυκατάστημα που είχε κτιστεί σε σχήμα «Π» πάνω από ένα διατηρητέο νεοκλασικό με κήπο.
Του είχε υποσχεθεί καινούργια στολίδια για το νέο του χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έτσι, προχώρησαν σπρώχνοντας και έφτασαν μπροστά στους τρισδιάστατους εκτυπωτές. Εκεί, ο μικρός πήρε φόρα και έδινε μόνος του εντολές για να διαμορφώσει τα στολίδια που ονειρευόταν. Άλλωστε, έτσι είχε μορφοποιήσει και το δέντρο του πριν από λίγες μέρες.
Αυτός δεν μπορούσε να βοηθήσει. Η τεχνολογία τον είχε ξεπεράσει. Μάλιστα, ο εγγονός του τον βοηθούσε πότε-πότε και στις δικές του αγορές. «Η αλεπού εκατό χρονών και τ’ αλεπόπουλα εκατόν δέκα» αναλογίστηκε. «Και βάλε» συμπλήρωσε μεγαλόφωνα, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία. Η χριστουγεννιάτικη μουσική, η ίδια που άκουγε τα παιδικά του χρόνια, αλλά με όργανα τελευταίας σοδειάς, ήταν εκκωφαντική.
– Παππού, κοίτα τι ωραία που είναι!
Η φωνή του εγγονού του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τα στολίδια του ήταν έτοιμα. Σειρά είχαν τα δώρα. Ο μικρός εντυπωσιάστηκε από μια κονσόλα που λειτουργούσε με προφορικές εντολές. Όχι με φράσεις ή λέξεις, αλλά με κωδικούς, που στον παππού θύμιζαν γρυλισμούς.
Στα παιχνίδια της οι καλοί με τις εφαρμοστές φόρμες νικούσαν πάντα τους κακούς, που θύμιζαν τέρατα της Αποκάλυψης. Η τιμή του ήταν αλμυρούτσικη, αλλά δεν μπορούσε να του αρνηθεί το οτιδήποτε. Του είχε μεγάλη αδυναμία.
Πέρασαν στην υπηρεσία αποστολών. Τι υπηρεσία, ένα ρομπότ ήταν που δεχόταν προφορικές πληροφορίες και στο τέλος ζητούσε το δακτυλικό αποτύπωμα του συνομιλητή του για ασφάλεια. Έδωσαν τη διεύθυνσή τους, σε έναν κάθετο δρόμο της Πατησίων στο ύψος της Πλατείας Συνθετικών Λουλουδιών –Ανθεστηρίων την έλεγαν τον καιρό του δικού του παππού– και προχώρησαν βιαστικά προς τα ταμεία. Έπρεπε να φτάσουν σπίτι πριν από τα ψώνια τους, που δεν θα αργούσαν.
Εκεί έγινε το κακό. Έπρεπε να περάσει το δάχτυλο, στο οποίο του είχαν εμφυτεύσει το τσιπ των αυτόματων πληρωμών, με ακρίβεια και σχετικά γρήγορα μπρος από το μικροκύτταρο της σημειακής οθόνης όπου αναβόσβηνε το ποσό που όφειλε και, όπως κάθε φορά που βρισκόταν σε ανάλογη θέση, φοβόταν μήπως και δεν τα καταφέρει. Απορροφήθηκε από τη διαδικασία και, όταν έστρεψε το βλέμμα του πάλι προς το παιδί, αυτό είχε εξαφανιστεί.
– Δικό σας είναι το παιδί;
Η φωνή τον ξάφνιασε, καθώς περνούσαν μπροστά στα μάτια του σαν ταινία οι τελευταίες στιγμές. Πετάχτηκε επάνω και αγκάλιασε τον εγγονό του. Ξέσπασε σε αναφιλητά. Ο μικρός δεν είχε χαθεί. Ήταν δυο βήματα πιο πέρα, αλλά είχε φορέσει τη στολή με την οθόνη προβολής παιδικών ταινιών για δοκιμή. Ήταν κάτι σαν κελεμπία με ένα μεταλλικό κράνος στην κορυφή. Ειδικές συνδέσεις δημιουργούσαν την αίσθηση συμμετοχής στην υπόθεση, αυξομειώνοντας τη θερμοκρασία, αναδίδοντας οσμές, αναπαράγοντας ήχους, μεταδίδοντας δονήσεις… Δεν ήταν εύκολο να αναγνωρίσει κανένας ποιος κρυβόταν μέσα της.
Ο φύλακας δεν αρκέστηκε στη διαβεβαίωση του μικρού και τους οδήγησε στο δωμάτιο ταυτοποίησης, για να πιστοποιήσει ότι ήταν ο παππούς του παιδιού. Το ρομπότ άπλωσε τον βραχίονα με τη μικροκάμερα πρώτα κοντά στο μάτι του παππού εστιάζοντας στην κόρη του. Ακολούθησε η ίδια διαδικασία με το μάτι του εγγονού. Η πράσινη ακτίνα λέιζερ επιβεβαίωσε τη συγγένεια. Μπορούσαν να φύγουν. Βγαίνοντας άκουσαν πάλι να βγαίνει από τη μεγαφωνική εγκατάσταση του καταστήματος μια ψυχρή μεταλλική φωνή:
– Ευτυχισμένο το 2066!
Φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμεναν βρήκαν το δέμα με τα χριστουγεννιάτικα ψώνια τους να τους περιμένει στην ειδική υποδοχή που αντιστοιχούσε στο διαμέρισμά τους. Το τουρμπινοκίνητο όχημα του διανομέα τούς είχε προλάβει. Με το τηλεκατευθυνόμενο αναβατόριο το έστειλαν στο εσωτερικό του διαμερίσματος, όπου και τα βρήκαν.
Άφησε τον εγγονό του στη μεγάλη αίθουσα, σαλοτραπεζαρία και κουζίνα μαζί, να συνθέσει τη διακόσμηση του δέντρου και να παίξει με τα καινούργια του παιχνίδια, και πήγε να ξαποστάσει. Προχωρώντας, θυμήθηκε πως πριν από πενήντα χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων του 2015, νεαρός εργένης ακόμα, είχε αγοράσει για την γκαρσονιέρα του από ένα κατάστημα εποχικών ένα συνθετικό χριστουγεννιάτικο δεντράκι, μια σειρά από πολύχρωμα φωτάκια σε σχήμα κεριών και μερικές απλές μπάλες διαφορετικών μεγεθών και χρωμάτων.
Όταν απέκτησε οικογένεια, τα στρίμωξε σε μια κούτα στο βάθος της ντουλάπας. Άραγε, βρίσκονταν ακόμα στην αποθήκη; Αν βέβαια τα είχαν φέρει στην καινούργια οικογενειακή εστία, όταν χήρεψε και πήγε να ζήσει κοντά στον εγγονό του.
Βρίσκονταν! Τα πήρε και αποφάσισε να στολίσει και εκείνος μετά από χρόνια ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το Δέντρο Του! Είχε ξεχαρβαλωθεί, αρκετά αλλά όχι τελείως, και μερικές μπάλες είχαν σπάσει. Αλλά ό,τι είχε διασωθεί θα έκανε τη δουλειά του. Μόλις άρχισαν να αναβοσβήνουν τα κεράκια και να παίζει η μουσική το «Άγια Νύχτα», βυθίστηκε με νοσταλγία στις αναμνήσεις του.
Έτσι, δεν πήρε είδηση ότι οι θόρυβοι στη μεγάλη σάλα είχαν κοπάσει. Ούτε άκουσε τα βήματα στο χαλί του διαδρόμου. Καλά-καλά δεν αισθάνθηκε καν ότι κάποιος κάθισε δίπλα του στην πολυθρόνα. Αναπήδησε μόνο με αγαλλίαση όταν ένα κεφαλάκι ακούμπησε στο μπράτσο του και ακούστηκε μια γνώριμη γλυκιά φωνή:
– Παππού, να κάτσω μαζί σου; Το δέντρο σου είναι πιο ωραίο από το δικό μου!