Μεσημέρι στην πολύπαθη Πατησίων. Κρύο, ψιλόβροχο, μελαγχολία. Η ροή των αυτοκινήτων ράθυμη σαν εξηνταπεντάρης σε ανηφόρα. Ήδη υπάρχουν κορναρίσματα, παπάκια που ανεβοκατεβαίνουν πεζοδρόμια, η ΑΣΟΕΕ γεμάτη πλανόδιους, νάιλον, γεμάτη ΑDIPΑS, FUMA και LOUIS MPOUTON. Κυρίες περνούν και μία βρίζουν για το παρεμπόριο, μία κοιτούν τις τιμές και ρωτούν για το μέγεθος και για άλλα χρώματα και πόσο θα μου το αφήσεις καλέ αν πάρω και για την κόρη μου;
Στο στενάκι, σε μία από τις πολυκατοικίες στον πέμπτο όροφο, μια γιαγιά στο μπαλκόνι αρχίζει να φωνάζει: «Φωτιάάάά, τρεχάτεεε! Άρπαξαν οι κεφτέδες! Πήρα φωτιά, η κουζίναααα» και άλλα τέτοια τρομακτικά. Γιατί όσο να ‘ναι αν αρπάξουν οι κεφτέδες και πάρει φωτιά το λάδι, η κατάσταση είναι για πολλά. Και άμα έχει και σεμεδάκι στον απορροφητήρα τότες μιλάμε για παρανάλωμα. Σαν να μην έφταναν οι φωνές, ένα μαύρο σύννεφο άρχισε να βγαίνει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάποιοι που ψιλογέλαγαν τα χρειάστηκαν – το ομολογώ, κι εγώ ανάμεσά τους….
Άλλοι χτύπαγαν κουδούνια μα κανείς δεν άνοιγε. Εμείς της φωνάζαμε να κλείσει τον γενικό, εκείνη δεν μπορούσε να μπει μέσα. Οι μαυρούληδες (και μην κατηγορηθώ από κανένα κοθώνι για ρατσισμό) άρχισαν κι αυτοί να κοιτούν, να μιλούν μεταξύ τους, να δείχνουν. Η ροή στα αυτοκίνητα άρχισε να γίνεται ακόμα πιο αργή. Ένας χριστιανός (το συμπεραίνω γιατί έκανε τον σταυρό του συνεχώς) πήρε τηλέφωνο την Πυροσβεστική, οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τη γιαγιάκα. «Βρε την καημένη» έλεγε ο ένας, «τι θέλουν και μαγειρεύουν σε αυτήν την ηλικία» έλεγε ο άλλος, «μπουρλότο θα γίνει» έλεγαν οι πιο ψύχραιμοι.
Δεν σας κρύβω πως ένας δύο άρχισαν να βιντεοσκοπούν με το κινητό τους και ένας απ’ αυτούς αναρωτήθηκε προς τον φίλο του: «Έχω έναν γνωστό στο σκάι, λες να μου δώσουν τίποτα αν τους το στείλω;» Ο άλλος την είδε Κόπολα κι άρχισε να δίνει οδηγίες: «Πάμε πιο κοντά και κάνε ζουμ, να ακούγονται οι φωνές». Τώρα τι σχέση είχε το ζουμ με τις φωνές δεν κατάλαβα αλλά μπορεί να είναι και κανένα νέο σμαρτ που δεν το ξέρω. Ένας παππούς κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του, ο άλλος συνέχισε να τραβάει.
Ένας Ζητάς άρχισε να χώνεται ανάμεσα στα αυτοκίνητα, να μαρσάρει, να έχει βάλει τη σειρήνα και να προσπαθεί ν’ ανοίξει δρόμο. Οι οδηγοί ανταποκρίνονταν και προσπαθούσαν να κάνουν στην άκρη ενώ από μακριά ακούγονταν το ουρλιαχτό της Πυροσβεστικής. Ο Αστυνομικός είχε φτάσει πια μπροστά στην ΑΣΟΕΕ, είχε ξεκαβαλικέψει και προσπαθούσε -σαν να έπαιζε Τετρις- να κερδίσει πόντους φέρνοντας όσο γίνεται πιο κοντά τα αυτοκίνητα.
Η γιαγιάκα ήταν πια αποκαμωμένη, σταυροκοπιόταν, οι καπνοί είχαν αρχίσει να πυκνώνουν, μερικοί ετοιμάζονταν να σπάσουν την τζαμαρία, αλλά σταμάτησαν μιας και έρχονταν οι πυροσβέστες. Ξαφνικά μία βόμβα μολότοφ εκσφενδονίστηκε προς τον Ζητά και ένα σύνθημα ακούστηκε στεντόρεια! «Μπάτσοι Γουρούνια Δολοφόνοι». Τρεις τέσσερις άρχισαν να τον κυνηγούν, η μηχανή παρανάλωμα, οι οδηγοί να έχουν πανικοβληθεί και να κορνάρουν. Οι μαυρούληδες (κόψτε το αυτό με την πολιτική ορθότητα που όλα τα βγάζετε ρατσιστικά και σεξιστικά) νόμιζαν πως γίνεται εκκαθάριση της αστυνομίας και άρχισαν να μαζεύουν την πραμάτεια τους και να τρέχουν ανάμεσα στα ακινητοποιημένα οχήματα.
«Ρε, τη γιαγιά ρεεεε», άρχισε να φωνάζει ο κόσμος, αλλά οι τύποι ούτε που καταλάβαιναν τι τους έλεγαν και συνέχισαν τα συνθήματα προσθέτοντας μία ακόμη πινελιά σε μία άκρως σουρεαλιστική κατάσταση. Οι κυρίες όπου φύγει φύγει, φώναζαν «αλήτες» (αν και νομίζω πως μία απ’ αυτές καβάντζωσε μία τσαντούλα ασορτί με το φουστάνι και το ύφος της). Δύο τρεις μυστικοί, που μόνο μυστικοί δεν ήταν, άρχισαν να τραβολογούν δύο μαυρούληδες. «Πέσε κάτω ρε!» ο ένας, «εγκώ έχει πέιπερ ο άλλος». Μερικές κοτρόνες που εκσφενδονίζονταν προς όλους έκαναν ακόμα πιο χαώδη την κατάσταση.
Η γιαγιά ήταν τελείως παραιτημένη πια, αφού από πάνω έβλεπε την ελληνική ταινία να εξελίσσεται. Ένας τύπος από τους φωνάζοντες συνθήματα κάτι κατάλαβε με τα πολλά και φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Ρε σταματάτεεεε! Θα καεί η γιαγιά». Ένας δικός του τον κοίταξε αποχαυνωμένος και ψέλλισε: «Ποια γιαγιά; Τι είναι η γιαγιά;» Μάλλον νόμιζε πως ήταν κάνα συνθηματικό που δεν το ‘χε διδαχτεί ακόμα. Ο άλλος τον έπιασε, τον σκούντηξε στα γερά: «Ρε μαλάκες σταματήστε, θα καεί η γιαγιά».
«Ναι», είπε ένας άλλος που χώθηκε για να πει κι αυτός την εξυπνάδα του, σε τέτοιες στιγμές δεν μιλάς. «Μα ναι ρε παιδιά, τι κάνετε εκεί πέρα, ντροπής πράγματα». Πριν τελειώσει είχε φάει μια σπρωξιά και ήρθε στη θέση του.
Οι τύποι αποσύρθηκαν, κάποιοι μάλιστα βοήθησαν να περάσουν και τα οχήματα της Πυροσβεστικής. Η γιαγιά αναθάρρησε, η φωτιά έσβησε. Ο παππούς, μάλλον τρολάρισε με τη φράση: «Όταν είμαστε ενωμένοι οι Έλληνες θαύματα κάνουμε»…
Discussion about this post