Μου ζήτησαν να γράψω για τη χαμένη ελευθερία από πέρσι το Μάρτιο. Για την ελευθερία που χάνεται σταδιακά και απότομα, υπόγεια και φανερά. Η οργή και το παρανοϊκό αίσθημα που μου προκαλεί η αύξηση αστυνομικής βίας, η απαγόρευση κυκλοφορίας και η χαμένη ζωή που δεν δικαιολογείται, δεν μου επέτρεψαν να γράψω κάτι με ειρμό.
Έτσι, άλλη μια νύχτα στο σπίτι, με χιόνια έξω, αποφάσισα να παίξω ένα παιχνίδι συνειρμικής γραφής – διαδικτυακά πάντα – με τη φίλη μου, Τζέην Έιρ. Η ένδειξη “/“ σηματοδοτεί την εναλλαγή μεταξύ μας. Η εποχή δεν έχει ειρμό, έχει χάος σε όλα τα επίπεδα όπως η παρακάτω ακολουθία.
Η παρακάτω ακολουθία είναι αφιερωμένη σε όλους όσους νιώθουν πως ο χρόνος χάλασε, πως τους λείπει η ζωή τους, πως είναι εγκλωβισμένοι σε μια παράλογη συνθήκη, που κάθε μέρα προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί τα αεροπλάνα συνεχίζουν να πετάνε, ενώ τα θέατρα και τα σινεμά και τα μουσεία είναι κλειστά, που κάθε μέρα στις 9 παρά δέκα αναρωτιούνται γιατί ο χρόνος τους τελείωσε.
Και είναι αφιερωμένο και σε όλους τους φίλους μου που μαζεύονταν με γκρίνια στο μπαρ με τα ντοματίνια, αλλά μαζεύονται και τώρα. Τους βλέπω σπάνια και κρυφά. Εύχομαι σε όλους μας ένα καλοκαίρι που θα έρθει.
Θέλω να πάρω το αυτοκίνητο και να πάω μια βόλτα στις 2 το πρωί / Είναι όλα σαν Χριστούγεννα ή απόγευμα Κυριακής / Το απόγευμα της Κυριακής θα έπρεπε κανείς να μπορεί να βάλει το τηλέφωνο σ’ ένα χαρτόκουτο, να το αφήσει δίπλα σ’ ένα κάδο και να βγει μια βόλτα στο κέντρο χωρίς όριο/ Οι δρόμοι κάποτε έγραφαν στοπ. Ήξερες και σταμάταγες. Τώρα πνιγήκαμε στους αναγραμματισμούς. Έπαψε η πόλη να έχει όριο /
Αλίμονό μας. Στη Στουρνάρη μου απάντησαν «δεν επιτρέπεται να αφήσεις λουλούδι»/ κοιτάζω στα δεξιά μου το Πλαίσιο, αναρωτιέμαι αν ήταν πάντα σε αυτή την πλευρά του δρόμου. Απαντάω στον εαυτό μου πως ήταν πάντα εδώ. Συνεχίζω όμως να με αμφισβητώ. Θα τραγουδήσω Παπάζογλου αποφασίζω.
Όλα τριγύρω αλλάζουνε / Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Μου φαίνεται σαν να ‘ναι χθες, μα πάνε τόσα χρόνια. Όχι αυτό δεν είναι του Παπάζογλου. Το άρθρο 8 άραγε θα φυλάκιζε τον Παπάζογλου που είπε το στίχο «μια τσογλανοπαρεα που κάνει κριτική;» /
Η φυλακή είναι για τον στιχουργό ή για τον τραγουδιστή; Ή και για τους δυο; Ή και για όσους άκουσαν τον δίσκο; Κάποτε θα πάω στο Μοναστηράκι, θα ψάξω σε πολλά μαγαζιά, θα βρω ένα δίσκο που θα μιλάει για τις πόλεις φαντάσματα, θα γυρίσω σπίτι και θα τον ακούσω μόνος μου-ίσως κλάψω και μετά θα πάω σε ένα πάρτυ. /
Όλες οι πόλεις φαντάσματα πιστεύω ότι φτιάχτηκαν όπως η Ατλαντίδα. Κάποιος τις βύθισε. Πως θα ήταν η Αθήνα κάτω από το νερό; Το πάρτυ θα ξεκινήσει στις 12:00 ακριβώς. Θα έχει πλαστικά ποτήρια και βότκα λεμόνι που δεν είναι και το αγαπημένο μου. Θα πιω από το ποτήρι σου κατά λάθος. Θα έχει ψευτο-ντισκομπάλες και δυνατή μουσική με χαλασμένα μπάσα /
Έχεις διαβάσει ποτέ συνθήματα που γράφουν στις υπόγειες διαβάσεις των δρόμων; Σε ένα πάρτυ διάβασα ”αποστείρωση και εξευγενισμός το πρόβλημα είστε εσείς και ο καριερισμός”. Δεν το κατάλαβα. Είχα αρχίσει να φωνάζω ήδη το διπλανό σύνθημα για τον Πανιώνιο. Το Πάντειο κάποτε έκανε πάρτυ σε στοές και διαβάσεις. Αναρωτιέμαι αν σταμάτησαν τα πάρτυ ή αν σταμάτησαν να καλούν εμάς σε αυτά /
Γίνεται να σταμάτησαν τα πάρτυ; Γίνεται να τα βλέπουμε πια μόνο στις ταινίες; Γίνεται να μην κάνει πια καλοκαίρι; Έχω μια αίσθηση ότι πριν πολλά πολλά χρονιά ξενυχτήσαμε σε ένα πάρτυ με Βίκυ Μοσχολιού κάπου στη Διδότου- φοβάμαι όμως ότι το είδα στον ύπνο μου /
Το πρώτο τραγούδι που είπε η Μοσχολιού ήταν το “χάθηκε το φεγγάρι” στην ταινία Λόλα. Το 1972 τραγούδησε την Κορδέλα ”Οι εργάτες ξεκινήσανε και πάνε και τα χρόνια Παναγιά μου πως περνάνε κι η κορδέλα, μοναχή στο μανταλάκι και στον ουρανό κλαίει το φεγγαράκι”. Σκέφτομαι αυτό και αυθαίρετα λέω πως όλα θα επιστραφούν. Νιώθω πως δεν έχει λογική ο συλλογισμός μου και αυτό με καθησυχάζει ακόμα περισσότερο. Στα πλοία ζαλίζομαι. Και στα μπαρ κάποιες φορές. Κάποτε αγόραζα το αθηνόραμα /
Κάποτε έπαιρνα τα free press, δίσκους από το Μοναστηράκι και το σάντουιτς της Ελένης με τις 3 ελιές. Μετά κουβαλούσα κάτι ταμπέλες με ανοικτό πορτμπαγκάζ και κατέληγα να παρακαλάω τη Μαρίζα για ντοματίνια που αιωρούνται πάνω από τεκίλα. Έρχονταν εκεί και οι άλλοι ως αργά τη νύχτα, μετά το θέατρο. Κάποιος πάντα έλεγε “μπούχτισα εδώ πέρα”. Τώρα όταν το σκέφτομαι , ντρέπομαι που το είχα πει κι εγώ. “Κλείσανε τα κέντρα. τα σινεμά και τα καφενεία”. Αυτός ο στίχος διώκεται; Το γεγονός ότι το τραγουδάω, διώκεται;