Να σφίγγουμε στις χούφτες
Τσαλακωμένα χαρτονομίσματα
Κλείνοντας το δεξί το μάτι
Στ’ αφεντικό
Που, όμως, είναι φίλος κολλητός μας
Να πάσχουμε στα κρυφά
Από έλλειψη αισθητικής
-αστόλιστο σπίτι, ένα κοινό παντελόνι και ντεμοντέ σακίδια πλάτης-
Αλλά την έλλειψη να την πουλάμε για περίσσεια
-ότι εμείς το επιλέξαμε.
Στο μεταξύ, αναπαυμένα στην μπροστινή μεριά του συρταριού ορισμένα κατοστάρικα ταπεινά.
Να λέμε «δεν έχω μία» και χίλιες δύο να έχουμε
Ν’ αφήνουμε να μας κερνούν αυτοί που πραγματικά δεν έχουν μία
Αυτοί που ύστερα μένουν με μισή
Χαμογελώντας υπερήφανα
Κι εμείς ένα βήμα πίσω
Λίγο θεατράλε, λίγο ταπεινοί
Να κλείνουμε συμφωνίες με τους δυνατούς
Φορώντας τρύπια παπούτσια
Και με τσιγάρο λιγάκι να κρέμεται από το στόμα
Να μισοπληρώνουμε συνεργάτες και υπαλλήλους
Τυλίγοντας κασκόλ κόκκινο με φίνα πλέξη στο λαιμό μας
(δώρο κάποιου κάποτε από το Παρί)
Και με μούτρο μονίμως ανέκφραστο, δήθεν σκληρό.
Ένα μη συγκεκριμένο δρομολόγιο ζωής, μια ξεχασμένη ουτοπία
Που σκάλωνε γλυκά πάνω στη γλώσσα
Πίσω, στου Πανεπιστημίου τα χρόνια
Μια ανεξήγητη αγάπη για το δωρεάν που όλοι μας το χρωστούνε.
Είναι και μερικά ακόμη τα μυστικά για να κονομήσουμε, παραμένοντας ιδεολόγοι.
Μα όλα αν σας τ’ αποκαλύψω, τότε δεν θα’ χουμε εμείς οι κονομημένοι επαναστάτες με ποιους να τα βάλουμε. Όλοι θα’ ναι σαν εμάς, κανείς πτωχός αναρχικός ούτε παππούς κομμουνιστής φωναχτός στην Ομόνοια και, βέβαια, ούτε λόγος για πλούσιους, βολεμένους αστούς και κυρίες με καμέλιες και όμορφα χτενίσματα γύρω από το κούφιο τους κρανίο.
Discussion about this post