Έχουμε φτιάξει ένα νοητό βάζο όπου εκεί τοποθετούμε όλα όσα θα θέλαμε να έχουμε και δεν μπορούμε να τα πιάσουμε. Το νοητό βέβαια γίνεται ανόητο, σαν και εμάς. Οπότε ταιριάζουμε τέλεια με το νέο μας παιχνίδι. Από ότι φαίνεται όμως, το βάζο των επιθυμιών μας είναι μεγαλύτερο και από το μπόι μας, και έτσι δυσκολευόμαστε αρκετά να το σηκώσουμε. Έτσι, σέρνουμε το κουφάρι μας πέρα δώθε κρατώντας στο χέρι ένα βαζάκι.
Στο βάζο των επιθυμιών τοποθετούμε οτιδήποτε σημαντικό, για αυτό άλλωστε είναι και βαρύ. Τοποθετούμε απραγματοποίητες στιγμές, χαμένα όνειρα, αισθήματα, συναισθήματα, αρώματα, χρώματα, αγγίγματα, σφυρίγματα. Όταν όμως το δοχείο αυτό αρχίσει να γεμίζει επηρεάζεται σημαντικά κι η υγεία μας, προς το χειρότερο φυσικά. Έχω πέτυχει τον εαυτό μου να παραμιλάει μόνος του, κρύβοντας φυσικά το στόμα μου με το ένα χέρι, μην με περάσουν και για τρελό. Τα λόγια που έβγαζα μπαίνανε αυτόματα μέσα στο βάζο και τρυπάγανε όλα όσα είπαμε πριν. Η υγεία μου και αυτή αεροστεγώς κλεισμένη.
Ανοίγω με προσοχή το καπάκι από το βάζο και η ζωή μου παίζει σαν φάλτσα λατέρνα. Ρίχνω ο ίδιος κέρματα για να μπορέσω να κρατήσω άσβεστη την μνήμη αυτή, αλλά οι μνήμες χάνονται σαν στιγμές που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Αμ το άλλο, δεν έχει pause και αυτή η κωλολατέρνα, να πατήσω παύση στη ζωή μου, να φέρω και το βαζάκι από δίπλα και να κάτσουμε να το συζητήσουμε όλοι μαζί. Τι πήγε λάθος, τι δεν πήγε σωστά, ποιος φταίει, ποιος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, ποιος άραγε θα πάει στο διάολο και άλλα τέτοια ωραία ερωτήματα.
Κάποιες φορές σκέφτομαι να σπάσω αυτό το βάζο που με κρατάει αιχμάλωτο στον εαυτό μου. Από την άλλη δε φταίει το βάζο, και το ξέρω. Φταίει αυτός που έφτιαξε το βάζο, φταίει ο δημιουργός του βάζου. Μάλιστα, σωστά το μαντέψατε. Φταίω εγώ και τα καμώματά μου. Κουνάω το βάζο πάνω κάτω, αριστερά δεξιά, να κουνηθούν έτσι τα όνειρά μου, να κουνηθούν και τα πόδια μου. Όσες επιθυμίες κι αν έχω αν δεν βγω από την πόρτα μου δεν θα γίνει τίποτα. Αν δεν κουνήσω το βήμα μου θα καταλήξω και εγώ μέσα στο βάζο.