Το τρενάκι των Χριστουγέννων, με τον καλοσχηματισμένο, αφράτο καπνό από το φουγάρο του, ξεκινάει τις γιορτινές του διαδρομές και μας παρουσιάζει τα βαγόνια του, που περιέχουν έξι μικρές ιστορίες, φερμένες κατευθείαν από τη γειτονιά της πιο αμφιθυμικής γιορτής του χρόνου.
Πρώτο βαγόνι
Το χιόνι που δεν έρχεται ποτέ στην ώρα του
Χριστούγεννα πλησιάζουν και πάλι περιμένουμε να ζήσουμε το σωστό χολιγουντιανό ιδανικό, όπου ιστορίες αγάπης ξετυλίγονται σε χιονισμένα τοπία, κάτω από άπειρα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.
Μπορεί να μην είναι ιστορίες αγάπης, αλλά κωμωδίες όπως το Μόνος στο Σπίτι. Η συνταγή όμως πάντα περιλαμβάνει και χιόνια και λαμπιόνια. Στην Ελλάδα πάλι, το να χιονίσει τα Χριστούγεννα είναι κάτι απίθανο. Συνήθως τα χιόνια εδώ, σ’ αυτή τη μεριά του ημισφαιρίου, έρχονται κατά τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο. Γιατί αυτούς τους μήνες; Θέλω να πιστεύω ότι έχει να κάνει με ένα παραμύθι που είχα διαβάσει. Ο Μάρτιος είναι παιδί χωρισμένων γονιών, του Χειμώνα και της Άνοιξης. Αναποφάσιστος σχετικά με το πού θέλει να μείνει, μία πηγαίνει στον μπαμπά του, μία στη μαμά του. Όταν πηγαίνει στον μπαμπά του, φέρνει και χιόνια και βροντές και αστραπές. Όταν πηγαίνει στη μαμά του, αφήνει τον ήλιο να φωτίζει εκεί ψηλά. Όσο για τον Φεβρουάριο, δεν θυμάμαι το παραμύθι. Ξεφύγαμε; Λίγο. Το θέμα είναι ότι Χριστούγεννα στην Αθήνα και χιονισμένοι δρόμοι δεν πάνε παρέα. Εκτός από μία χρονιά.
Ήταν ή 2017 ή 2018, δεν είμαι σίγουρη, αλλά είχαν ανακοινώσει όλα τα κανάλια ότι θα δούμε χιονάκι ακόμη και στο κέντρο. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και κάπως το πιστέψαμε κι εμείς. Μαζευτήκαμε για κρασιά, μεζέ, επιτραπέζια, στην ολοφώτιστη Κυψέλη, που δεν έχεις και θέα πολύ μακριά, αλλά δημιουργείται η απαραίτητη γιορτινή ατμόσφαιρα. Και γέλια και χαρές και να κοιτάμε έξω από το παράθυρο. «Έρχεται», όλο λέγαμε, «έρχεται, έχει πέσει πολύ η θερμοκρασία». Και δώσ’ του να πίνουμε και κάποια στιγμή πιάσαμε και τον χορό. Πάει 01.00, πάει 02.00, κάπου εκεί μας πήρε ο ύπνος στους καναπέδες. 04.30 ήταν όταν ξύπνησα χωρίς λόγο. Και τότε το είδα. Πυκνό, λεπτό χιονάκι να πέφτει αθόρυβα, σχεδόν λαθραία, ανάμεσα στα στενά κυψελιώτικα μπαλκόνια. Τράβηξα την κουρτίνα, δεν ξύπνησα κανέναν κι έκατσα κόντρα στο τζάμι να κοιτάω τα λαμπιόνια και τα χιόνια στο δικό μου προσωπικό σινεμά. Μετά από λίγο έπεσα για ύπνο. Το πρωί δεν είχε μείνει τίποτα να θυμίζει το χολιγουντιανό ιδανικό στην καρδιά της Αθήνας.
Άντα Κουγιά
Δεύτερο βαγόνι
Στιγμιότυπο από ένα σπίτι
Σου ανοίγουν την πόρτα με δυο καπέλα κόκκινα, αγιοβασιλιάτικα. Μπαίνεις μέσα και μια γλυκιά μυρωδιά κολοκυθόσουπας ανακατεύεται με αυτή του φουρνιστού χοιρινού με πατάτες.
Παράλληλα, αγκαλιές και φιλιά στην είσοδο, όσο βγάζεις παλτό, γάντια και κασκόλ και δίνεις το μπουκάλι με το κρασί στον αρμόδιο. Διάσπαρτα χριστουγεννιάτικα στολίδια σου τραβούν την προσοχή, όλα στους τόνους του κόκκινου, του πράσινου και του χρυσού, που δίνουν στον χώρο τη ζεστασιά και την πολυχρωμία της εποχής. Τραπέζι στρωμένο καθώς πρέπει: το μεγάλο πιάτο που πάνω του αντέχει το μπολ της σούπας, το κουτάλι οριζόντια μπροστά στη θέση, τα μαχαιροπίρουνα δεξιά κι αριστερά και η χαρτοπετσέτα σε σχήμα κύκνου, όπως έκαναν παλιά οι νοικοκυρές που ήθελαν να εξευρωπαϊστούν στην παλιομοδίτικη Αθήνα του ‘60. Το σερβίτσιο μοιάζει και δεν μοιάζει. Ναι, έβγαλαν τα «καλά», αλλά Χριστούγεννα είναι, προστέθηκε ένα έξτρα άτομο και θα φάνε οι οικοδεσπότες στα «καθημερινά» τα πιάτα. Κοντά ποτηράκια κρασιού και μεγάλα νερού, φρέσκο ψωμί στο κέντρο και οι σαλάτες έχουν ήδη σερβιριστεί σε βαθιά σκεύη.
Δεν κάθεσαι ακόμη. Κανείς δεν έχει κάτσει. Πας στους καναπέδες που δεν έχουν πια καλύμματα γιατί ήρθαν οι επισκέπτες. Το δέντρο βρίσκεται αριστερά από τον καναπέ, δίπλα στο παράθυρο. Ο σκύλος κάθεται δίπλα στη φάτνη, η γάτα παίζει με τη μεγάλη μπάλα, το αστέρι αναβοσβήνει, τα φωτάκια μένουν σταθερά και οι γείτονες χαζεύουν το παιχνίδισμα από το απέναντι μπαλκόνι. Το κρασί έχει σερβιριστεί ήδη κι έχει φτάσει στο χέρι σου σαν από θαύμα, το ράδιο παίζει χριστουγεννιάτικα, τα παιδάκια του αποπάνω παίζουν με τα τρίγωνα και ακούγονται τα κάλαντα σε υψηλές συχνότητες. Σιγά-σιγά μαζεύονται όλοι και στριμώχνονται στις πολυθρόνες και τον καναπέ. Είστε όλοι ένα τσικ πιο καλοντυμένοι για να αισθανθείτε πιο γιορτινοί. «Ελάτε, ελάτε, θα κρυώσουν» και μεταφέρεσαι στο τραπέζι που ως δια μαγείας έχει γεμίσει με κολοκυθόσουπα, χοιρινό με πατάτες, τυροπιτάκια, σάλτσες, σουφλέ. Τα γλυκά θα έρθουν μετά. «Μην φάτε ακόμη, μία φωτογραφία, μία σέλφι». Κλικ.
Κοιτάζω τις φωτογραφίες από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι προ καραντίνας. Ελπίζω φέτος να ξαναζήσουμε ακριβώς τα ίδια κι ακόμη καλύτερα. Στριμωγμένοι σε καναπέδες, ένα τσικ πιο καλοντυμένοι, γεμάτα τραπέζια, χαμογελαστά κλικ.
Άντα Κουγιά
Τρίτο βαγόνι
Το γράμμα που δεν (ξέρω αν) έφτασε ποτέ
Βράδυ 31ης Δεκεμβρίου. Κοντά στα μεσάνυχτα. Το έτος που κοντοζυγώνει δεν έχει σημασία. Το φως έρχεται τρεμάμενο από τα λαμπάκια του κλαδιού που στόλισα φέτος.
Έγραψα το γράμμα σε μία λευκή κόλλα Α4. Η μπροστινή πλευρά γέμισε. Η πίσω έφτασε περίπου στα δύο τρίτα. Το μαύρο μου πενάκι έσταζε πάνω στο χαρτί με ρυθμούς δεκαπλάσιους από τις σταγόνες του ερκοντίσιον που είχα αναμμένο για να ζεσταίνομαι. Στις τέσσερις γωνίες της κάθε πλευράς του χαρτιού ζωγράφισα μικρά λουλουδάκια. Αν είχα τζάκι μπορεί και να το έκαιγα λίγο πριν φτάσω στο τέλος, δακρυσμένη, για να γίνει λίγο μελό η κατάσταση, αλλά στα σπίτια αυτά που μένουμε δύσκολα θα βρεις τζάκι. Ένα θορυβώδες ερκοντίσιον και πολύ μας είναι. Ίσα για να κρατάει το ρυθμό και να έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ… ληξιπρόθεσμος. Ξεκίνησα να γράφω μετά από απαίτηση της φωνής του τρίτου ορόφου που μέσα σε μία κουβέντα με ανεβασμένους τόνους ακούστηκε να λέει «πες και τίποτα, μόνο να τρως ξέρεις». Οι πρώτες λέξεις βγήκαν αβίαστα. Τριάντα μία Δεκεμβρίου. Αγαπητ… εδώ δυσκόλεψαν τα πράγματα. Σε ποιον ή ποια θέλω να γράψω; Αποφάσισα πως αυτό θα το σκεφτώ στο τέλος και συνέχισα με την πρώτη πρόταση που διατύπωνε σαφώς την επιθυμία μου να θυμηθώ τη φωνή της γιαγιάς μου.
Στο φούρνο είχα ένα κοτόπουλο να ψήνεται με πατάτες κομμένες σε μεγάλα μισοφέγγαρα. Η τσαγιέρα έλεγε κι αυτή τα δικά της. Πέρασα από δίπλα της προσπαθώντας να μιμηθώ το σφύριγμά της, αλλά κατέληξα να σφυρίζω το «μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο». Το κοτόπουλο ήθελε ακόμη κάνα τέταρτο σίγουρα και είπα πως μέχρι τότε θα έπρεπε να έχω ξεμπερδέψει με το γράμμα για να κάτσω να φάω σαν άνθρωπος. Έβαλα το χρονόμετρο στο κινητό να μετράει αντίστροφα 15 λεπτά. Δεν είπα κάτι φοβερό στο γράμμα τελικά. Μίλησα για το χωριό μου, για τα τριζόνια, τις ασβεστωμένες εκκλησίες, το ψωμί του φούρνου που δεν τρωγότανε αλλά το τρώγαμε, τις τηγανιτές μελιτζάνες και τις πιπεριές μέσα σε κόκκινη σάλτσα, τα λεφτά που έκλεβα από τις τσέπες του κρεμασμένου παντελονιού του παππού στην καρέκλα, τα κρυφά τσιγάρα και τα αγόρια εκείνα που μοιάζανε δέκα χρόνια μεγαλύτερα από την ηλικία τους και είχανε στο βλέμμα τους το χρώμα του άφοβου. Στη γιαγιά μου δεν ξαναναφέρθηκα ποτέ. Άνοιξα τον κιτρινισμένο τηλεφωνικό κατάλογο που είχα εδώ και χρόνια στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, φόρος τιμής στην εποχή του χαρτιού. Κοίταξα το χρονόμετρο του κινητού. 8 δευτερόλεπτα, 7, 6, 5, 4, 3, 2, 1… το δάχτυλο μου σταμάτησε πάνω σε ένα τυχαίο όνομα. Παραλήπτης – Κοτόπουλο – Καινούριος χρόνος σημειώσατε χι.
Ηλέκτρα Τζώρτσου
Τέταρτο βαγόνι
Τα κάλαντα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο της αρχαίας
Οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο και τη γέννηση του Διόνυσου.
Ο ήλιος ήταν στο επίκεντρο εκείνης της λατρείας, καθώς μετά τις 21 Δεκεμβρίου αρχίζει και πάλι να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά και η μέρα να μεγαλώνει. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η αναγέννηση του Διονύσου γίνεται στις 30 Δεκεμβρίου.
Εκτός από τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου, είχαν και κάλαντα, αλλά όχι τον χειμώνα. Μέσα στο φθινόπωρο. Τα παιδιά έλεγαν ένα τραγούδι γεμάτο ευχές, όταν περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι τον πρόγονο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, την ειρεσιώνη. Ένα κλαδί ελιάς, στολισμένο με μαλλί, μικρές σφαίρες και κάποιους καρπούς της γης. Η ειρεσιώνη προέρχεται από τη λέξη είρος (έριον=μαλλί). Ήταν ένα κλαδί αγριελιάς στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα), μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι και λάδι, ακόμη και μικρές σφαίρες από μέταλλο, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη. Στην αρχαία Ελλάδα το έθιμο αυτό ήταν μια έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που πέρασε και μια παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και για το επόμενο έτος. Ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). Η ειρεσιώνη περιφερόταν στους δρόμους των Αθηνών, την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) από παιδιά «αμφιθαλή», των οποίων δηλαδή και οι δύο γονείς ζούσαν και τα οποία έψαλλαν «τις καλένδες» (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά. Όταν τα παιδιά έφταναν στα δικά τους σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, κατά τον Αριστοφάνη, κρεμούσαν την ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν τη νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Κατά το τελετουργικό, ένας «αμφιθαλής» νεαρός περιέχυνε την ειρεσιώνη με κρασί από έναν αμφορέα και την κρεμούσε στην πύλη του ναού του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ύστερα, σταμάτησε στη Δήλο, όπου έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι, σε περίπτωση που κερδίσει τη μάχη με τον Μινώταυρο, θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε τη υπόσχεσή του, καθιερώνοντας τον θεσμό της ειρεσιώνης.
Ηλέκτρα Τζώρτσου
Πέμπτο βαγόνι
Το σημειωματάριο με τις συνταγές
Ξημερώνει Πρωτοχρονιά! Η πρώτη μέρα του χρόνου. Αυτή, που στον δυτικό κόσμο τώρα τελευταία, συνοδεύεται από καταλόγους με New Year’s Resolutions και τα συναφή.
Μα γιατί να περιμένουμε τον νέο χρόνο για να ξεκινήσουμε να τικάρουμε την ατζέντα μας, που βρίθει νέων στόχων και καλών πρακτικών; Μήπως επειδή η προσμονή είναι εντονότερη από το ίδιο το γεγονός; Ή επειδή είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι όντας άνθρωποι, δηλαδή λαίμαργα όντα, έχουμε πάντα μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες, που εν τέλει δεν θα πραγματοποιήσουμε;
Κάθε Πρωτοχρονιά έρχεται στην μνήμη μου ο 7χρονος εαυτός μου. Εκείνος που, αν και δεν ήταν καθόλου πρωινός τύπος -κι εξακολουθεί να μην είναι- ξυπνούσε πριν ακόμα ο ήλιος φωτίσει καλά-καλά την πρώτη μέρα του χρόνου, για να δει ποια έκπληξη του επεφύλασσε ο Άγιος Βασίλης κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι ας ήξερε πως ο Άγιος Βασίλης ήταν στην πραγματικότητα Άγιος Βαγγέλης, και δεν είχε άσπρη γενειάδα, αλλά σκούρα σγουρά μαλλιά, και κάθε φορά περίμενε πότε θα κοιμηθούμε όλοι στο σπίτι για να αφήσει τα δώρα κάτω από το δέντρο, κι ύστερα να κοιμηθεί κι αυτός.
Το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς κάθε έτους επεφύλασσε, όπως είπα, μια έκπληξη. Κι αυτό γιατί σχεδόν ποτέ ο Άγιος Βασίλης-Άγιος Βαγγέλης δεν έφερνε το δώρο που του έγραφα στο γράμμα μου. Σα να με προετοίμαζε για τον ενήλικο εαυτό μου και τα New Year’s Resolutions που θα έρχονταν. Αυτά που σχεδιάζονται με ενθουσιασμό, αλλά δεν ξέρεις που θα καταλήξουν, τι συναισθήματα θα φέρουν. Ικανοποίηση κι αίσθηση πληρότητας ή μικρή απογοήτευση κι αναμονή για την επόμενη Πρωτοχρονιά;
*New Year’s Resolutions = Μια παράδοση κατά την οποία ένα άτομο αποφασίζει να συνεχίσει καλές πρακτικές, να αλλάξει ένα ανεπιθύμητο γνώρισμα ή συμπεριφορά, να επιτύχει έναν προσωπικό στόχο ή να βελτιώσει με άλλο τρόπο τη ζωή του από την αρχή του νέου έτους.
Σοφία Αργύρη
Βαγόνι Νο 6
Ξημερώνει Πρωτοχρονιά
Ξημερώνει Πρωτοχρονιά! Η πρώτη μέρα του χρόνου. Αυτή, που στον δυτικό κόσμο τώρα τελευταία, συνοδεύεται από καταλόγους με New Year’s Resolutions και τα συναφή.
Μα γιατί να περιμένουμε τον νέο χρόνο για να ξεκινήσουμε να τικάρουμε την ατζέντα μας, που βρίθει νέων στόχων και καλών πρακτικών; Μήπως επειδή η προσμονή είναι εντονότερη από το ίδιο το γεγονός; Ή επειδή είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι όντας άνθρωποι, δηλαδή λαίμαργα όντα, έχουμε πάντα μη ρεαλιστικές φιλοδοξίες, που εν τέλει δεν θα πραγματοποιήσουμε;
Κάθε Πρωτοχρονιά έρχεται στην μνήμη μου ο 7χρονος εαυτός μου. Εκείνος που, αν και δεν ήταν καθόλου πρωινός τύπος -κι εξακολουθεί να μην είναι- ξυπνούσε πριν ακόμα ο ήλιος φωτίσει καλά-καλά την πρώτη μέρα του χρόνου, για να δει ποια έκπληξη του επεφύλασσε ο Άγιος Βασίλης κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι ας ήξερε πως ο Άγιος Βασίλης ήταν στην πραγματικότητα Άγιος Βαγγέλης, και δεν είχε άσπρη γενειάδα, αλλά σκούρα σγουρά μαλλιά, και κάθε φορά περίμενε πότε θα κοιμηθούμε όλοι στο σπίτι για να αφήσει τα δώρα κάτω από το δέντρο, κι ύστερα να κοιμηθεί κι αυτός.
Το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς κάθε έτους επεφύλασσε, όπως είπα, μια έκπληξη. Κι αυτό γιατί σχεδόν ποτέ ο Άγιος Βασίλης-Άγιος Βαγγέλης δεν έφερνε το δώρο που του έγραφα στο γράμμα μου. Σα να με προετοίμαζε για τον ενήλικο εαυτό μου και τα New Year’s Resolutions που θα έρχονταν. Αυτά που σχεδιάζονται με ενθουσιασμό, αλλά δεν ξέρεις που θα καταλήξουν, τι συναισθήματα θα φέρουν.
Ικανοποίηση κι αίσθηση πληρότητας ή μικρή απογοήτευση κι αναμονή για την επόμενη Πρωτοχρονιά;
*New Year’s Resolutions = Μια παράδοση κατά την οποία ένα άτομο αποφασίζει να συνεχίσει καλές πρακτικές, να αλλάξει ένα ανεπιθύμητο γνώρισμα ή συμπεριφορά, να επιτύχει έναν προσωπικό στόχο ή να βελτιώσει με άλλο τρόπο τη ζωή του από την αρχή του νέου έτους.
Σοφία Αργύρη