Σε πρόσφατη ανάρτησή μας έγινε ένα συνοπτικό αφιέρωμα στον Αγιάννη της Κολώνας, που μπορούμε να τον εντοπίσουμε πλησίον της πολύπαθης Πλατείας Θεάτρου, στην οδό Ευριπίδου 70. Όμως, σύμφωνα με τον αξεπέραστο αθηναιογράφο Δημήτριο Καμπούρογλου (1852 – 1942), στην Αθήνα εκείνου του απώτερου παρελθόντος, υπήρχε τουλάχιστον άλλος ένας ναΐσκος, αφιερωμένος στον Πρόδρομο.
Πρόκειται για ένα παμπάλαιο εκκλησιδάκι, γκρεμισμένο εδώ και πάνω από δύο αιώνες, που βρισκόταν στην περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός («Ολυμπιείον»), και ως εκ τούτου ήταν γνωστό σαν «ο άγιος Ιωάννης στις Κολώνες». Σε εκείνο το σημείο συναθροίζονταν -υπαιθρίως- οι Αιθίοπες των οθωμανοκρατούμενων Αθηνών, για να εκπληρώσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Άραγε, γιατί επέλεξαν οι συμπαθείς Αφρικανοί αυτό το συμβολικό τοπίο, που ήταν αφιερωμένο στον Δία; Τους θύμιζε «μορφολογικά – κτιριακά» κάτι από τη θρησκευτική παράδοσή τους; ΄Η μήπως είχαν υπόψη τους την «Ομηρική» δωδεκαήμερη επίσκεψη του νεφεληγερέτη θεού στη μακρινή, ιδιαίτερη πατρίδα τους …;
«τι ο Δίας επήγε χτες στους άψεγους Αιθίοπες καλεσμένος,
στον Ωκεανό μακριά, κι οι αθάνατοι τον ακλουθήσαν όλοι»
(Ιλιάδα, Α 423 – 424)
Σε αυτόν το χάρτη της Αθήνας (1456 – 1687) φαίνεται ο «Αη Γιάννης στις Κολώνες» που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, στο «Ολυμπιείον» («Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών», Ι.Τραυλός, 2005)
Υπενθυμίζεται ότι στο Κλεινόν Άστυ επί τουρκοκρατίας κατοικούσαν διάφορες εθνοκοινωνικές ομάδες (Έλληνες, Τουρκαλβανοί, Αθίγγανοι κτλ) μεταξύ των οποίων και οι Αιθίοπες που ήταν υπηρέτες των αγάδων και κατάγονταν από το βορειοανατολικό κέρας της αφρικανικής ηπείρου (Αιθιοπία – Αβησσυνία, Ερυθραία). Δυστυχώς, ο εκάστοτε «τούρκος εφέντης» αντιμετώπιζε με απάνθρωπη σκληρότητα τους αφρικανούς σκλάβους, ενώ υπήρχε αλληλεγγύη προς τους συνυπόδουλους Ρωμιούς, καθότι «οι Αιθίοπες ηγάπων τους Χριστιανούς συμπάσχοντες μετ’ αυτών εν τη κοινή δουλεία, επίσης και οι Έλληνες όσον ηδύναντο τους επροστάτευον…».
Σημειώνεται ότι η εν λόγω αφρικανική κοινότητα κατοικούσε στους βραχώδεις βόρειους (βορειοδυτικούς) πρόποδες της Ακροπόλεως, εγγύς του Πελασγικού τείχους, στα σημερινά Αναφιώτικα που τότε ονομάζονταν Μαύρες Πέτρες. «Εκεί είχον συνοικισθή, […] κρύπτοντες την αθλιότητα αυτών εις καλύβας, εις ερείπια» και «εν ταις οπαίς της γης». Μολαταύτα, φαίνεται ότι η μιζέρια και η μεμψιμοιρία ήταν έννοιες άγνωστες στους Αιθίοπες, αφού «μεθ’ όλην την κακοτυχίαν των ήσαν φαιδρότατοι [Σημ.: πρόσχαροι] συνήθως, εγέλων ευκόλως, σχεδόν διαρκώς, και εχόρευον οσάκις προσεκαλούντο προς τούτο, άνευ ενστάσεως ή ενδοιασμού τινός…» («Ιστορία των Αθηναίων», Δ. Καμπούρογλου, 1889).
Μελετώντας ο ανώνυμος περιπατητής του Άστεως τη συγκεκριμένη θεματική ενότητα στην αρθρογραφία και βιβλιογραφία της «Παλιάς Αθήνας», στέκεται σε μια ομαδική προσευχή των Αιθιόπων, που προκαλεί εντύπωση και ιδιαίτερα συναισθήματα. Αναλυτικότερα, εκείνον τον καιρό η πόλη της θεάς Αθηνάς είχε χτυπηθεί από δεινή ανομβρία… «εδεήθησαν οι Τούρκοι εις τον Μωάμεθ, αλλά δεν έβρεξεν, οι Χριστιανοί εις τον Προφήτην Ηλίαν, δεν έβρεξεν επίσης». Έτσι, η «σκυτάλη» των δεήσεων πέρασε στους Αιθίοπες, οι οποίοι… «είχον συγκεντρωθή όλοι συν γυναιξί και τέκνοις, εις το Ολυμπιείον. Προήγηθη άκρα σιωπή, γονυκλισία και σκύψιμον της κεφαλής επάνω εις το χώμα. Ακινησία τώρα πλήρης. Μετ’ ολίγον οι μυς του προσώπου αρχίζουν να κινούνται πρώτοι. Και έξαφνα ακούεται ένας γενικός και φοβερός αλαλαγμός, που δεν απηξίωσε να τον μεταδώση και εις την πόλιν ο άνεμος […]. Ο γενικός αλαλαγμός επανελήφθη τρεις φοράς. Μετά τον πρώτον ξεμύτισαν από τον Υμηττόν κάτι συννεφάκια. Μετά τον δεύτερον ο ουρανός των Αθηνών συννέφιασεν ολόκληρος και διαρκούντος του τρίτου αλαλαγμού» ξέσπασε έντονη βροχή, λυτρώνοντας την Αττική γη («Αι Παλαιαί Αθήναι», Δ. Καμπούρογλου, 1922).
Τέλος, ο «Αναδρομάρης» (Καμπούρογλου) περιγράφει με τρυφερότητα τη θερινή διαβίωση των νοσταλγούντων Αφροαθηναίων, η οποία ελάμβανε χώρα παρά θιν’ αλός, σε περιοχή που αντιστοιχεί στις σημερινές Τζιτζιφιές.
«Εκεί εξαπλούμενοι επί της φλεγούσης ψάμμου της παραλίας συνεκέντρουν τας αμυδράς, αλλά γλυκυτάτας αναμνήσεις της πατρίδος των». Αυτή η τελευταία αναφορά μας παραπέμπει ευθέως στο παλαιοδιαθηκικό:
«Εις τας όχθας των ποταμών της Βαβυλώνος εκεί εκαθήσαμεν δούλοι και εξόριστοι και εκλαύσαμεν ενθυμούμενοι την Ιερουσαλήμ» (Ψαλμός 136).
Βέβαια, στην Ελλάδα της κρίσης, των μνημονίων και της οργιάζουσας εξαγωγής «πνευματικού κεφαλαίου», ίσως μάς είναι πιο οικείος ο πικρός συνειρμός, μέσα από το ανατριχιαστικό δίστιχο, που διασώζει η λαϊκή Μούσα…
«Την ξενιτιά, τη γυμνωσιά, την πίκρα, την αγάπη.
Τα τέσσερα τα ζύγισαν· βαρύτερα είναι τα ξένα».
Με τις θερμές ευχές μας για Καλά Χριστούγεννα και ένα «αίσιον και ευτυχές» νέο έτος, από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Λευκωσία μέχρι την πρωτεύουσα της αλαργινής Αιθιοπίας, την Αντίς Αμπέμπα που σημαίνει, στην τοπική διάλεκτο (αμχαρικά), «νέο λουλούδι»…!
Discussion about this post