Λένε οι ιστορίες των παλιών πως ήταν ένας καιρός μακρινός, τότε που ψηλά στον ουρανό, κι ακόμα πιο πέρα, φάνηκε ένα αστέρι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Γιατί όλοι όσοι το κοίταζαν καταλάβαιναν καλά πως τούτο δω έλαμπε αλλιώτικα.
Τότε ήταν που μια συντροφιά από μάγους άνοιξαν τα κιτάπια τους και διάβασαν λόγια σοφά που λέγανε από παλιά οι γραφές. Τα άνοιξαν, τα μελέτησαν καλά κι ύστερα ετοιμάστηκαν να ταξιδέψουν στο δρόμο που τους έδειχνε από ψηλά το αστέρι. Ανέβηκαν στις καμήλες και άρχισαν να προχωρούν για να συναντήσουν τον καινούργιο άνθρωπο, το νέο βασιλιά, όπως είχαν διαβάσει στα παλιά τους βιβλία.
Ταξίδευαν τη μέρα μέσα στο λιοπύρι της ερήμου, ταξίδευαν και στης νύχτας την παγωνιά, με το αστέρι να τους οδηγεί. Σήκωναν τα χέρια τους και το έδειχναν κι έλεγαν μεταξύ τους οι τρεις απ ’την παρέα: «Τούτο το αστέρι μας δείχνει το δρόμο για να συναντήσουμε το βασιλιά του ουρανού και της γης!» Λένε τώρα, πως μαζί στην ίδια συντροφιά, ήταν ένας μάγος ακόμα, που ταξίδευε από τα μέρη της Ανατολής. Τούτος άκουγε τις κουβέντες των άλλων τριών και μουρμούραγε: «Εγώ, δεν κουβαλάω τη σοφία των άλλων, γιατί αν είχα κι εγώ από δαύτη θα ήξερα για το ταξίδι τούτο περισσότερα».
Καμιά φορά σταματούν σε μια όαση, να πάρουν μιαν ανάσα. Κατεβαίνουν από τα ζώα, τα βολεύουν κι ύστερα ανάβουν μια μικρή φωτιά για να φτιάξουν τσάι. Το νερό έβρασε όσο έπρεπε, το τσάι ετοιμάστηκε, για να διώξουν τη σκόνη του δρόμου απ’ το λαρύγγι τους. Την ώρα που έπιναν, άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα δώρα που κουβαλούσαν. Μίλησε τότε ο πρώτος από τους μάγους και λέει: «Εγώ του φέρνω χρυσάφι, γιατί τέτοιο ταιριάζει σε έναν βασιλιά ξεχωριστό που έχει δύναμη μεγάλη.
Είναι κρυμμένο στη σέλα μου…» Ακούει ο δεύτερος και μιλά με τη σειρά του: «Το δικό μου δώρο είναι λιβάνι, γιατί θα μπορεί να μιλά με το Θεό σαν προσεύχεται, Θεός κι ο ίδιος του λόγου του. Το έχω πάνω στη ζώνη μου δεμένο, τυλιγμένο καλά». Έτσι μίλησε κι έφερε την κούπα με το τσάι στα χείλη του, όταν ήρθε η ώρα να ακουστούν τα λόγια του τρίτου της συντροφιάς. «Εγώ του φέρνω για δώρο μύρο, γιατί θα δοξαστεί όχι μονάχα στη ζωή, μα περισσότερο ακόμα στον θάνατο τον ίδιο.
Είναι ραμμένο πάνω στην κάπα που φορώ, μέσα από το στρίφωμά της. Ο τέταρτος μάγος τότε βγάζει έναν στεναγμό και λέει με τα μάτια χαμηλωμένα: «Εγώ ψάχνω ακόμα τι δώρο να του χαρίσω και τίποτα δεν έχω βρει, δεν ξέρω τι να διαλέξω για έναν τέτοιο βασιλιά, είμαι μπερδεμένος…»
Η ώρα πέρασε, οι καμήλες ξεκουράστηκαν, οι μάγοι πήραν ανάσα και αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέσα σε μια θάλασσα από άμμο. Κύλαγαν οι μέρες και συναντούσαν τις νύχτες, και το αστέρι πάντα από ψηλά τούς έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν, τους βοηθούσε να μη χαθούν, μην τύχει και ξεχάσουν το λόγο που ταξίδευαν από της Ανατολής τα μέρη. Καμιά φορά, βλέπουν το αστέρι να στέκεται ακίνητο στον ουρανό, μέσα στης νύχτας τη σκοτεινιά.
Οι τρεις μάγοι από την συντροφιά παραξενεύτηκαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, γιατί λένε οι ιστορίες των παλιών πως τούτο το αστέρι είχε σταθεί πάνω από ένα καλύβι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους! Ήταν ένα καλύβι φτωχικό πέρα από την άκρη μιας μικρής πολιτείας, ένα καλύβι που έστεκε μοναχό του μέσα στην ερημιά. «Τι γυρεύει ένας βασιλιάς σε ένα καλύβι, οι βασιλιάδες δε γεννιούνται σε παλάτια;» μουρμούρισε ο πρώτος της παρέας.
Όμως τις κουβέντες τις ακούει ο δεύτερος μάγος και αποκρίνεται με θυμό: «Το λένε και τα βιβλία μας, το αστέρι δε λαθεύει, μας δείχνει τον σωστό τόπο, ήρθαμε εκεί που έπρεπε…» Πετάγεται τότε ο τρίτος μάγος και λέει: «Τότε λοιπόν τι καθόμαστε; Ας μπούμε μέσα να προσφέρουμε τα δώρα που κουβαλάμε τόσον καιρό με έγνοια μεγάλη και με νοιάξιμο!» ¨Έδεσαν παράμερα τις καμήλες τους και μπήκαν στο καλύβι να συναντήσουν το νέο βασιλιά…
Λένε όμως πως ο τέταρτος μάγος της συντροφιάς έμεινε να περιμένει απέξω απ’ το καλύβι τους άλλους. «Μιας που δεν κατάφερα να βρω δώρο για το βασιλιά ας ποτίσω λίγο τις καμήλες…» λέει και τραβά κατά το πηγάδι λίγο παραδίπλα. Πιάνει τον κουβά από το σκοινί, τον πετά μέσα στο άνοιγμα του πηγαδιού κι ακούγεται ένα «πλατς!» Γεμίζει καλά ο κουβάς με νερό και τον τραβά απ’ το σκοινί προς τα πάνω. Τον βγάζει έξω, μα έτσι όπως ήτανε βαρύς, τον απιθώνει μεμιάς πάνω στο χώμα.
Κοιτάζει για μια στιγμή και τι να δει; Βλέπει να καθρεφτίζεται στα νερά του κατιτίς. Ήταν το αστέρι που τόσον καιρό οδηγούσε την παρέα των μάγων! Στάθηκε ο μάγος να το θαυμάζει και ύστερα τα μάτια του φωτίστηκαν! «Το βρήκα! Βρήκα τι δώρο θα προσφέρω στον νιογέννητο βασιλιά τούτου του καλυβιού, θα του χαρίσω τη λάμψη από το φως του αστεριού, θα του προσφέρω λίγο από το φως του ουρανού…»
Λένε πως κείνη την ώρα γίνηκε ένα θαύμα, γιατί σαν ο μάγος τούτος μπήκε μέσα στο καλύβι να προσκυνήσει, το αστέρι απόμεινε ακόμα να λάμπει μέσα στον κουβά του πηγαδιού…