Από μικρός θυμάμαι πόσο μου άρεσε να φεύγω από την Αθήνα και να πηγαίνω στην Λευκάδα. Αγαπημένος προορισμός και χωρίς να είμαι καθόλου αντικειμενικός, το απόλυτο μέρος για να περάσω άλλη μια φορά τέλεια.
Πάντα ήταν η απόδραση μου από την καθημερινότητα της πόλης που ζω, της πόλης που με κάνει να ζω σε όρια. Άλλωστε εδώ στη Λευκάδα πάντα τα ξεπερνάω. Ή σχεδόν πάντα.. ή σχεδόν πάντα τα ξεπερνούσα.
Σήμερα (;) μου δόθηκε η ευκαιρία (;) να ξαναπάω για ένα διήμερο εξπρές στον αγαπημένο μου προορισμό.
Κι όμως δεν έχω κανέναν ενθουσιασμό, καμία διάθεση κανένα χαμόγελο. Δεν νιώθω καμία ελευθερία, κανένα σκίρτημα ικανοποίησης, τίποτα ίδιο από όσα ένιωθα στην εφηβική και μεταεφηβική μου ηλικία, τίποτα που να μοιάζει με όλα αυτά που ένιωθα, σκεπτόμενος και μόνο, το Κάστρο της Αγίας Μαύρας στην είσοδο του νησιού. Προβληματισμένος λοιπόν, προσπαθώ να αντιληφθώ τους λόγους που αισθάνομαι έτσι ή μάλλον που δεν αισθάνομαι όπως θα έπρεπε, όπως θα ήθελα και όπως ένιωθα τότε.
Ίσως να είναι ότι θα είναι λιγότεροι οι αγαπημένοι που θα με περιμένουν, ίσως ότι θα είναι γερασμένοι πολύ οι υπόλοιποι που θα είναι εκεί. Ίσως να μην έχει πολύ πλάκα πια να τους λέω ψέματα με ποιους θα είμαι και τι ώρα γύρισα χθες το βράδυ, ίσως επειδή δεν θα ακούσω τις ίδιες φωνές που άκουγα, ίσως γιατί δεν θα είσαι εκεί να μαλώσουμε άλλη μια φορά, ούτε να σε αποχαιρετήσω φεύγοντας πάντα με δάκρυα λέγοντας σου κράτα γερά.
Ίσως επειδή δεν θα αφήσουμε άλλη μια ιστορία κηρύγματος στη μέση, ίσως γιατί δεν θα με νευριάσεις άλλη μια φορά. Μοιάζουμε, ξέρεις, αγαπάμε με τον δικό μας τρόπο, έντονα, καθαρά, εγωιστικά, κρυφά, δυνατά εμμονικά ίσως. Σίγουρα μια φορά και για πάντα και ας κρυβόμαστε πίσω από φωνές, οργές και θυμούς.
Ποτέ δεν στα είπα όλα αυτά, ίσως γιατί ήθελα να φαίνομαι σκληρός και δυνατός όταν ήμουν απέναντι σου, ίσως γιατί ήξερα ότι τα γνώριζες ήδη, ίσως γιατί δεν ήθελα να αποκαλυφθείς μπροστά μου και να “σπάσεις”.
Ποτέ δεν σου είπα ότι θαύμαζα το χιούμορ σου, τις πλάκες σου και το πόσο large ήσουν σε όλα σου.
Πάντα θα θυμάμαι την πρώτη φορά που με πήγες γήπεδο, τις βουτιές που μου έμαθες να κάνω στην θάλασσα, που μ’ έμαθες να κάνω ποδήλατο, το να κοιτάζω πάντα ατρόμητος τα κύματα, τις βόλτες με το σκάφος και τις ατελείωτες πλάκες σου.
Έτσι σε θυμάμαι ρε… Να γελάς και να τους πειράζεις όλους. Έτσι είσαι μέσα μου και κάθε φορά που σκαρώνω κάποια πλάκα, αναρωτιέμαι αν θα σου άρεσε και αν θα γελούσες.
Τα γαλανά σου μάτια έγιναν ένα με τον ουρανό. Κάθε φορά που τον κοιτάζω βλέπω εσένα να μου γελάς.
Τι πλάκες σκαρώνεις πάλι;