Η Μανίνα Ζουμπουλάκη κάνει μια αναδρομή στη γυναικεία γκαρνταρόμπα του 1821 με αφορμή το καινούργιο βιβλίο που γράφει.
Γράφω ή σχεδόν έγραψα ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται κατά το ήμισυ στο 1821 – η μια ηρωίδα είναι εκεί, η άλλη στο 2021. Όπως όλα τα βιβλία που γράφω, έτσι και αυτό δεν κουβαλάει μαζί του μια λογική απάντηση στο ερώτημα «γιατί το έγραψες;»
Ίσως το 2021, ίσως τα 200 χρόνια από το 1821, η επέτειος της Επανάστασης να έπαιξε τον ρόλο της – σίγουρα άλλοι δέκα ή εκατό συγγραφείς θα έγραψαν φέτος κάτι που αγγίζει το 1821. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως αυτό το βιβλίο να είναι το λιγότερο «του τρελού» από όλα όσα έχω γράψει μέχρι τώρα. Βέβαια έτσι λέμε όλοι για το πιο πρόσφατο βιβλίο μας.
Τέλος πάντων, όταν τελείωσα την πρώτη γραφή, το έστειλα στον επιμελητή/φίλο/φανατικό αναγνώστη Θανάση Τσιρταβή. Μου το έστειλε πίσω, με την αυστηρή προτροπή «να ψάξω καλύτερα το 1821, και ιδιαίτερα τα γυναικεία ρούχα». Είχα διαβάσει Ιστορία, ιστορικά βιβλία, καταγραφή της Επανάστασης από διάφορες μεριές, οτιδήποτε έγραψε ποτέ ο Νίκος Τσιφόρος για την Τουρκοκρατία, μέχρι και διεθνείς ειδήσεις από την αιματηρή άνοιξη του 1821.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα τσεκάρει τα ρούχα των κοριτσιών, ενώ είχα μελετήσει το φαγητό των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, και ειδικά στα νησιά, λίγο πριν την Επανάσταση (ψάρια, φρέσκα και παστά, παξιμάδια, σταφίδες, ελιές, φρούτα εποχής, κατσικίσιο γάλα και τυρί, σπανιότερα κατσικίσιο κρέας ή κανένα κουνέλι, λαγό ή κοτόπουλο. Έστησα ολόκληρο κεφάλαιο με βάση τις αγριοφράουλες που αφθονούσαν στην εξοχή της Βόρειας Ελλάδας όταν ήμουν παιδί, αλλά ΚΑΙ στα 1800). Τι το διαφορετικό μπορεί να είχαν τα ρούχα;
Πολλά διαφορετικά, όπως αποδείχθηκε. Κατ’ αρχήν είχανε από ένα ρούχο το κάθε κορίτσι, άντε ένα δεύτερο και ένα τρίτο, αν ήτανε πλουσιοκόριτσο.
Η ερώτηση «τι έκαναν όταν έπρεπε να πλύνουν το ένα ρούχο;» δεν απαντήθηκε από τις έρευνές μου – τα ρούχα δεν πλενόντουσαν συχνά, και λίγα λέω, ίσως να τα έπλεναν σε δόσεις τα κορίτσια του 1821, να έμεναν με τα μισά ρούχα μέχρι να στεγνώσουν τα άλλα μισά… γιατί φορούσαν ΠΟΛΛΑ ρούχα μαζί: το Πουκάμισο από κάτω, σαν μακριά πουκαμίσα που έφτανε άλλοτε ως τα γόνατα κι άλλοτε ως τον αστράγαλο.
Το «Σιγκούνι από άσπρο σαγιάκι που ήταν μάλλινο νεροτριβιασμένο υφαντό ύφασμα». Τη Λιμαριά ή Τραχηλιά, ένα βαμβακερό ύφασμα που έκλεινε το άνοιγμα του Πουκάμισου στο στήθος. Ο Σαγιάς ήταν ένα εξωτερικό καλοκαιρινό φόρεμα, φορεμένο πάνω από το Γιλέκο (!). Το Γκαργκούλι ένα είδος καπέλου από μαλλί ή βαμβάκι που φοριόταν στην κορφή του κεφαλιού, η Μεσάλα ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι με σχέδια δεμένο σαν φέσι, το Γιορντάνι κάτι ανάμεσα σε ζώνη και κολιέ, με Μαγγούρια, δηλαδή σειρές τρύπια νομίσματα, κρεμασμένα πάνω του με κλωστές.
Το Καφτάνι και το Καββάδι ήτανε τα «από πάνω», τα παλτό και μπουφάν, η Μπόλια ή Ποδιά έμοιαζε με τις (μακριές) σημερινές ποδιές, αλλά ας μην πάμε στα Παπούτσια, Τσαρούχια και πατούμενα γενικά, που ήταν άλλη ιστορία.
Για να ντυθεί και να ξεντυθεί μια κοπέλα, ήθελε δουλειά… για αυτό και κοιμόντουσαν με τα ρούχα, αν όχι με όλα, σίγουρα με την πουκαμίσα. Άλλος λόγος που κοιμόντουσαν με τα ρούχα ήταν το ότι είχαν ανέβει οι πιθανότητες να μπουκάρουν Τούρκοι στο μαντρί και στο σπιτικό, το 1821 – ακόμα και μέρη που είχαν σχετικά καλή συμβίωση Ελλήνων-Τούρκων σε όλη την Τουρκοκρατία, άρχισαν να γίνονται επικίνδυνα.
Οι (σκλαβωμένοι) Έλληνες ενημερώνονταν για την Επανάσταση και αποφάσισαν να μην πληρώνουν φόρους στους Αγάδες, δημιουργώντας κατά τόπους εντάσεις. Ό,τι προσωπικά προηγούμενα υπήρχαν ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες, ακόμα και στα ήσυχα μέρη, άρχισαν να βγαίνουν στη φόρα. Οι Καημακάμηδες, Μπέηδες, Πασάδες, γενικά οι εκπρόσωποι του Σουλτάνου, έψαχναν αφορμές για να ξεκληρίσουν ολόκληρα χωριά. Και τις έβρισκαν.
Το τελευταίο που την έκοφτε δηλαδή μια κοπέλα το 1821, ήταν ότι είχε μόνο ένα Πουκάμισο: ξυπνούσε και κοιμότανε με αυτό, επειδή αν άκουγαν Τούρκους στο μαχαλά μέσα στη νύχτα, ίσα που προλάβαινε η κοπέλα να αρπάξει ένα Σιγκούνι και να το βάλει στα πόδια. Ειδικά στα νησιά, έχτιζαν τα σπίτια κολλητά το ένα στο άλλο με μικρούς διαδρόμους από αυλή σε αυλή, για να ξεφεύγουν από εκεί τα αγόρια στα παιδομαζώματα και τα κορίτσια όταν οι Τούρκοι έψαχναν γέμιση για τα χαρέμια τους. Τα ίδια λέει κι ο Τσιφόρος για τα σπίτια στις γειτονιές της Αθήνας: η πολεοδομία και η ρυμοτομία σε όλη την Τουρκοκρατία είχε σκοπό να φυγαδεύονται τα παιδιά, όχι να είναι ωραία τα δρομάκια, καθόλου δεν τους ένοιαζε η καλλονή του οικισμού, μόνον η ασφάλεια των παιδιών τους.
Στα νησιά, οι οικισμοί είχαν γύρω γύρω θάμνους και δέντρα για τον ίδιο λόγο – πετάγανε πίσω από τους θάμνους το κορίτσι, ή το αγόρι, και καθυστερούσαν τους στρατιώτες μέχρι να χωθεί το παιδί βαθιά μέσα στο δάσος, θάμνο το θάμνο.
Όταν τα διαβάζεις όλα αυτά, σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο και καταλαβαίνεις πολλά πράγματα για… την κακομοίρα την Ελλάδα. Αντίστοιχα καταλαβαίνεις όταν διαβάζεις για 100 χρόνια μετά την Επανάσταση, το 1922 και το Προσφυγικό: κουνάς το κεφάλι και λες «ααα, για αυτό είμαστε όπως είμαστε κι αυτοί που είμαστε…»
Οι Τουρκάλες στην αντίστοιχη περίοδο είχανε εσώρουχα («ιτςτσαμασίρ») και ένα είδος κομπινεζόν, («τουλούμ») εσωτερικό «φόρεμα» με το οποίο, σωστά μαντέψατε, κοιμόντουσαν κιόλας. Όχι επειδή ήτανε βρωμύλες, Τουρκάλες και Ελληνίδες, αλλά επειδή το νερό το κουβαλούσανε με στάμνες, και τα ρούχα τα έπλεναν στα ποτάμια, ρυάκια, πηγάδια και λίμνες μόνον όταν ο καιρός ήτανε καλός, ώστε να στεγνώνουν αμέσως, μια και δεν είχανε δεύτερο βρακί να φορέσουνε, στην κυριολεξία. Τουρκάλες και Ελληνίδες, μπάι δε γουέι, έπλεναν τα ρούχα τους δίπλα-δίπλα στα περισσότερα νησιά, και κουβεντιάζανε, σε μισά Ελληνικά μισά Τούρκικα, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Η ηρωίδα μου, αυτή που ζει το 1821, πήρε σάρκα και οστά αφού της βρήκα τα κατάλληλα ρούχα. Οι αναγνώστριες/ες βέβαια θα κρίνουν κατά πόσον της ταιριάζουν τα ρούχα ή όχι…
*Από τη σειρά των βιβλίων του σκιτσογράφου Γήση Παπαγεωργίου «Ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές», εκδ. Hellenic American Union