Μεσημέρι, περίπου 2:30 και η θερμοκρασία κοντά στους 35 βαθμούς. Ο ήλιος σβήνει τις γεωμετρίες και χαρίζει στην πραγματικότητα ένα ύφος “σουρεάλ”, ονειρικό.
Το βουητό της θάλασσας επαναλαμβάνεται μονότονο και ρυθμικό. Ένας μελαγχολικός αέρας, ακίνητος και αναχρονιστικός σκουπίζει απαλά την παραλία πολλαπλασιάζοντας τις αποστάσεις. Περπατάω τα 500 μέτρα που με χωρίζουν από την καβάτζα του Βαγγέλη σαν πρωτοπόρος που πλησιάζει την Μέκκα. Στην λευκή πασμίνα που μου καλύπτει τα αυτιά και το κεφάλι αντανακλάται ο ήχος από εκατομμύρια τζιτζίκια και το σφιχτό παρεό καθορίζει το βήμα και τον ρυθμό στο περπάτημα μου.
“Πάνω στην ώρα” με καλωσορίζει ο Βαγγέλης, έχοντας το ένα χέρι στο μέτωπο και προσφέροντας με το άλλο μια “Βεργίνα” παγωμένη. Καθισμένοι σε κύκλο, κάτω από την δροσιά του κέδρου, αναγνωρίζω στην σειρά: τον Μητσάρα, που κοιτά χαμένος τον απέραντο ουρανό, τον Μάνο που κάθεται σε θέση “λωτού” και κάνει περίεργα σχέδια στην άμμο, την Μαρία, που μάλλον ξεχάστηκε σε κάποια σκέψη και προωθεί ένα σταθερό και ανεξήγητο χαμόγελο και η Βάγια που προσπαθεί να καθοδηγήσει ένα μυρμήγκι σε μια μυστηριώδη κατεύθυνση.
Ο διάλογος ειναι ελλειπής. Τα βλέμματα κουρασμένα. Οι σκέψεις άπειρες! “Κάπου εδώ κοντά πρέπει να υπάρχει μια ενεργειακή πύλη” δήλωσε χαμένος ο Μάνος. “Δεν νοιώθετε την δόνηση;” συνέχισε ο Μάνος . “Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές ενεργειακές πύλες και μάλιστα τα καταλληλότερα μέρη του κόσμου για yoga και διαλογισμό!”… “Μα δεν θα πρεπε να ειναι στην Ινδία;” ψιθύρισε η Μαρία κοιτώντας μακριά. “Στην υγειά μας” συμπλήρωσε ο Βαγγέλης πιάνοντας την “Βεργίνα”.
“Ξέρετε οτι ο Βούδας ήταν από την Κίνα ….ή από το Νεπάλ?” λέει απότομα η Βάγια… “Μα δεν έπρεπε να ειναι από την Ινδία ?” αντιδρά η Μαρία. “Παλιά ήταν το ίδιο. Για αυτό την έλεγαν Ινδοκίνα” λέει επιστημονικά ο Μάνος…. “Παλιά πόσο?” ρωτάει η Μαρία… “Pachamama” λέει ο Βαγγέλης χύνοντας την τελευταία γουλιά μπύρας που είχε ζεσταθεί στην άμμο. “Πρέπει να έζησε τουλάχιστον 500 χρόνια π.χ.” συμπλήρωσε η Βάγια ερωτηματική. “Τι λες! Ο Χρηστός αναφέρεται οτι κατέβηκε στην Ινδία τότε που ο Σιντάρτα ακόμα δεν είχε γεννηθεί ” απαντά ο Μάνος απόλυτος… “Άλλο ο Βούδας και άλλο ο Σιντάρτα… αφού διάβαζα πρόσφατα Hermann Hesse”, λέει η Μαρία ικανοποιημένη…
Ο ήλιος είχε καταπιεί τον ουρανό. Κανένα σύννεφο. Η θάλασσα σημείωνε κουρασμένη το πέρασμα του χρόνου. Τα τζιτζίκια επέμεναν στην δικιά τους λιτανεία. Ο Μητσάρας διέλυσε την σιωπή, σαν να ξύπνησε από βαθύ λήθαργο. Ο λόγος βγήκε με δυσκολία, σαν μετά από μια αιωνιότητα: “…λες να πιάσει καμμιά βράχα??”…. Όλοι εγκρίναμε κουνώντας το κεφάλι. Μια ανεπανόρθωτη αίσθηση κενού μας ανακάτεψε την ψυχή….
Η Βεργίνα περνούσε από χέρι σε χέρι και έφερνε καινούριες ανησυχίες. Η Βάγια δήλωσε ξαφνικά’ …”Πάντως μεταξύ Βούδα και Χρηστού προτιμώ τον Βούδα που δεν έτρωγε κρέας!”… “Ο Βούδας πέθανε στα ογδόντα του μετά από ένα φαγοπότι με χαλασμένο κρέας “ψιθύρισα εγώ πίνοντας μια γερή γουλιά “Βεργίνα”. “Και ο Πλάτωνας δεν έτρωγε κρέας γιατί πίστευε στην μετενσάρκωση” αντέδρασε ο Μάνος ….” Ο Πυθαγόρας ήταν αυτός… που έτρωγε μόνο φάβα” λέει η Μαρία…” γεια μας” λέει ο Βαγγέλης αρπάζοντας την μπύρα.
Ο ουρανός ήταν πια ‘ μια καφτή ροή λάβας. Η θάλασσα, απόμακρη και αδιάφορη, τραγουδούσε το δικο της σκοτεινό, μονότονο νανούρισμα. Τα τζιτζίκια ήταν οι απόλυτοι θεματοφύλακες του πεπρωμένου. Ο Μητσάρας συνήλθε από μια ατέλειωτη πτώση στο υποσυνείδητο δηλώνοντας: “…λες να πιάσει καμμιά βρόχα ??”…. Όλοι συμφωνήσαμε. Μια μακρινή φωνή φάνηκε να μας ειδοποιεί οτι ο χρόνος λιγοστεύει.
“Τελικά η καταγωγή του Χρηστού ήταν Ελληνική ή πρόκειται για μπούρδα?” ταλαντεύεται η Βάγια…. “ξέρω εγώ!” λέει ο Μάνος.” Δεν μπορείς να πιστεύεις κανένα. Κοίταξε τι έγινε με τον Άι Βασίλη που μας τον πήρε η Coca Cola και τον έκανε σκανδιναβό…?!”…. “Αλήθεια? Και γιατί κυκλοφορούσε στην Γαλιλαία με έλκηθρο και τάρανδους?” απορεί η Μαρία… “Τότε ήταν αλλιώς οι κλιματικές συνθήκες. Δεν άκουσες οτι ο πλανήτης υπερζεσταίνεται?” ολοκληρώνει ο Μάνος. “Τέλος πάντων εγώ δεν εγκρίνω την δολοφονία των ζώων για να τα φάμε ” επιμένει η Βάγια… “αλλά είδα εγώ χθες μπροστά στο ψητό χταποδάκι” απαντά ο Μάνος με σαρκασμό. “Οκέι. Αλλά το χταπόδι ειναι αλλιώς. Δεν εχει αίμα. Γι’ αυτό το τρώμε και στην νηστεία ” αμύνεται η Βάγια. “Πάντα με υγειά” σκάει ο Βαγγέλης βάζοντας χέρι σε μια καινούρια “Βεργίνα”.
Ο παντοδύναμος ήλιος είχε πια απορροφήσει την θάλασσα και ολόκληρη την παραλία. Τα τζιτζίκια είχαν καταβροχθίσει τον χρόνο και τις ελπίδες. Ένα φύσημα ζεστό και λασπώδη μας χάιδευε την ψυχή. Ο Μητσάρας μάζεψε όσες δυνάμεις είχε, ίσιωσε το στέρνο και το κεφάλι και συγκέντρωσε το βλέμμα σε ένα μακρινό σημείο. Εκεί που η έμπνευση ήταν ξεκάθαρη και πραγματική. Τα λογία βγήκαν αυθόρμητα, χωρίς ζόρι, χωρίς δισταγμό: ” ….λες να μας ψεκάζουνε??”
Discussion about this post