Στα χρόνια της Κρίσης, μάθαμε να κοιτάμε κριτικά τα πράγματα, να οξύνουμε τη διά-κριση, να αμβλύνουμε τη δυσανεκτικότητά μας, να αποδεχόμαστε το διαφορετικό, να διευρύνουμε την αντίληψη προκειμένου να αμβλυνθεί το χάσμα εντός κι εκτός μας…
Αυτό δεν σημαίνει πως καταπίνουμε αμάσητη κάθε ληγμένη πρωτοπορία, κάθε μπαγιάτικη εισαγόμενη δηθενιά… Το λεγόμενο «μεταμοντέρνο», όπως και το προηγούμενο από αυτό «παράλογο» βοήθησαν να σπάσουν παραδοσιακές φόρμες και να ξεριζωθούν τα στερνά μεσαιωνικά κατάλοιπα από την δυτικοευρωπαϊκή σκέψη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν περνάμε τώρα μέσα από έναν άλλον σκοτεινό μεσαίωνα, αυτή τη φορά τεχνολογικό.
Η διάχυση της Πληροφορίας και ο κατακλυσμός με εικόνες κι ήχους, επέφερε ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα στα σαστισμένα μυαλά μας όπως όταν βγαίνουμε από ένα σκιασμένο δωμάτιο στο άπλετο μεσογειακό φως της μεσημβρίας: θαμπωνόμαστε και σφίγγουμε τα μάτια, ερμητικά …ανοικτά, για να παραφράσω τον τίτλο της γνωστής κινηματογραφικής αλληγορίας.
Πρέπει επομένως να είμαστε περισσότερον αγρυπνούντες, περισσότερον ανήσυχοι, αν όχι και καχύποπτοι απέναντι σε κάθε προσπάθεια ακυρώσεως του Λόγου και της γλώσσας, απέναντι σε κάθε απόπειρα υποκαταστάσεως χιλιοχρονίτικων λέξεων με εικόνες και σύμβολα νεόκοπα, αν όχι και απλοποιητικά και αφελή και παιδαριώδη και… και…
Εμείς οι Έλληνες ειδικά έχουμε μία γλώσσα σμιλεμένη στη νεροτριβή τριών χιλιάδων ετών, ατσαλωμένη από κρίσεις κι επικρίσεις, χυτευμένη στα μέτρα του ανθρώπου… Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε έτσι αμαχητί έναν πλούσιο μαθηματικό κώδικα ικανόν να εκφράσει λεπτές φιλοσοφικές ιδέες κι αισθήματα προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε βελάσματα και κοασμούς…
Και καλά όλ’ αυτά ως πείραμα κι απόπειρα ερεύνης του αχανούς παν-ανθρωπίνου ψυχισμού. Καλά και θεμιτά και άγια ως σκηνικό παιχνίδι, όπως όταν πάμε στο θέατρο δεν πάμε απλώς για να δια-σκεδάσουμε αλλά και για να ψυχ-αγωγηθούμε κι αυτό το μυστηριακό κομμάτι, το τελετουργικό, απαιτεί μία ρυθμολογία και μία αισθητική ικανή να αντέξει το φορτίο των κοινωνουμένων μηνυμάτων.
Δεν μπορούμε λοιπόν να μιμούμαστε τα άλογα ζώα και να πιθηκίζουμε συμπεριφορές που υποδηλώνουν πολιτισμική δουλεία κι υποτέλεια. Μπορεί να είμεθα ολιγάριθμοι δεν είμαστε όμως επαρχία της Ευρώπης, δεν είμαστε κωμόπολη των Βαλκανίων, δεν… δεν…
Ο κόσμος κουράστηκε με τις δήθεν μεταμοντερνιές. Αναζητεί πάλι τον λόγο τον ελληνικό (ακόμα και μέσα από φιλοτεχνημένες μεταφράσεις κλασικών αριστουργημάτων). Οι πειραματισμοί όλοι έχουν ένα όριο. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Η αντοχή υλικών έχει τις δικές της νομοτέλειες.
Αξιοπαρατήρητο το γεγονός ότι εν όψει της γενικότερης πολιτισμικής Κρίσεως κι ελλείψει μεγάλων δραματουργών (και ποιητών) καταφεύγουμε στη δραματοποίηση των κλασικών ΠΕΖΟΓΡΑΦΩΝ. Ο Κνουτ Χάμσουν, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κι ο Γεώργιος Βιζυηνός ουδέποτε έγραψαν για το θέατρο όπως ο Καραγάτσης ή ο Ξενόπουλος. Όμως ακόμα κι αυτοί, οι ελάσσονες θα έβλεπαν με έκπληξη τον «Γιούγκερμαν» ή τον «Κόκκινο Βράχο» να ανεβαίνουν στις σύγχρονες νεοελληνικές θεατρικές σκηνές κι όχι τα άλλα, τα περιβόητα θεατρικά τους. Κι ο Χρηστομάνος θα χαιρόταν βέβαια την πρόσφατη «Κερένια κούκλα» του μα δεν θα φανταζόταν υποθέτω τη θεατρική μεταφορά του «Βιβλίου της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ» από την δαιμόνια, επινοητική κι εφευρετική Ρούλα Πατεράκη.
Τι συμβαίνει; Ξεμείναμε από θεατρικούς συγγραφείς; Μας τέλειωσαν τα δράματα και δραματοποιούμε την πεζογραφία, την ποίηση, αν όχι και την μίζερη καθημερινότητά μας;
Κι από τους ζώντες; Όταν ανεβαίνουν έργα τους; Πόσο συχνά ανεβαίνουν και για πόσες παραστάσεις; Πληθύναν τα αναλόγια τα θεατρικά ή μου φαίνεται;
Το ερασιτεχνικό, το ημιερασιτεχνικό, το σχολικό και το φοιτητικό θέατρο ήταν πάντα μια πραγματικότητα συμπληρωματική της κυρίαρχης θεατρικής ζωής κι επιτελούσαν ανέκαθεν ένα πολιτισμικό καθήκον ως ζωντανά καλλιτεχνικά κύτταρα.
Όμως από αυτού του σημείου μέχρι που να ανακαλύπτουμε και να ξεθάβουμε τον «Παπαγάλο» της αδελφής Χαριλάου Τρικούπη, κάτι τρέχει… Και για πολύν καιρό μάλιστα. Πολύ πριν τα δέκα χρόνια της οικονομικής Κρίσης που ακόμα διανύουμε ανθούσε η θεατρική-κινηματογραφική-τηλεοπτική μεταφορά πεζογραφημάτων. Ωραία μέχρις εδώ. Και γιατί όχι; Φυσικά, δεν αντιλέγω. Όμως έρχομαι τώρα εδώ να παρατηρήσω πως ο κόσμος, το υποψιασμένο θεατρόφιλο κοινό, ο συνδημιουργικός «επαρκής θεατής» θέλει να λουστεί ξανά στα γλωσσικά νάματα προκειμένου να βρει τον εαυτό του στον καθρέφτη της Ευρώπης και του σύγχρονου ψηφιακού κόσμου.
Δημοτικά τραγούδια θεατροποιούνται ιδιοφυώς στο θέατρο Altera Pars του Πέτρου Νάκου και της Μίνας Χειμώνα. Τι συμβαίνει; Ρετρό; Αδυναμία; Αμηχανία; Ανημπόρια; Εύκολη λύση; Διόλου. Ανάγκη αναβαπτίσεως εις το διαχρονικώς ριζωμένον, το μη ευτελές…
Τι καλά τα λέει τ’αηδόνι ο τίτλος αυτής της αριστουργηματικής παραγωγής, υπόδειγμα για κάθε νεότερο που θα ήθελε να ακολουθήσει τα ασφαλή χνάρια των παλαιοτέρων, των σπουδαγμένων, των μορφωμένων, των τριμμένων με την τέχνη του θεάτρου.
Χαίρομαι τελικά που ολοένα και περισσότερα νέα παιδιά σκύβουν με ζήλο πάνω από το υφαντό της τωρινής παγκοσμιοποίησης κι αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο μωσαϊκό του κόσμου. Είναι υγιές σύμπτωμα η πολυφωνία και το άνοιγμα στο αχανές, παρά τον ίλιγγο που προκαλεί στην αρχή.
Δείτε στο έγκριτο περιοδικό Κριτικής για τα Γράμματα και τις Τέχνες πολλά κομμάτια που έχω αφιερώσει σε παραστάσεις των τελευταίων δώδεκα μηνών, εκεί όπου ο Λόγος δεν καθαιρείται, δεν αναιρείται, αλλά αναλαμβάνει τα πρωτεία.
Είμαι από τους κριτικούς που τυγχάνει να είναι και ποιητής, έτσι με αυτή τη διπλή ιδιότητα, σας εφιστώ την προσοχή στο καλό και ποιοτικό, στο αληθινό και τίμιο.
Γιατί άλλο τι δεν έχω στο μυαλό μου «πάρεξ Ελευθερία και γλώσσα» (Διονύσιος Σολωμός). Ελευθερία και γλώσσα….
Κωνσταντίνος Μπούρας
Info:
«Άντρες Ολικής Αλέσεως» του Μηνά Βιντιάδη
Οι εκλαϊκευμένες και στρογγυλευμένες «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ»
Oι διαχρονικές “Χρωματιστές γυναίκες” του Βασίλη Ζιώγα,
Εννέα βροχές από-με-για-υπό-παρά-περί-αμφί την Αλμπέρτα Τσοπανάκη στο Θέατρο Παραμυθίας
«Η κερένια κούκλα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου