Έλα, παραδέξου το. Σίγουρα έχεις σιχτιρήσει από μέσα σου κάποιον από αυτούς τους συν-πολίτες σου. Ή ακόμα, μπορεί να είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς!
Ηλιόλουστη Κυριακούλα. Άνοιξη, ανοιχτή και η μπαλκονόπορτα στην ανάκληση. Τιτιβίσματα, θροΐσματα, οι πρώτες μυρωδιές από τα φαγητά των κυριακάτικων τραπεζιών. Ευκαιρία, λέω, για βόλτα στην πόλη. Βάζω τη φόρμα μου, το φουτεράκι μου, τα φρεσκοπλυμένα αθλητικά μου πανέτοιμα να οργώσουν τους δρόμους των Αθηνών, κουμπώνω κι ένα αντισταμινικό για καλό και για κακό, και κάνω την μεγάλη έξοδο.
Εξώπορτα, ασανσέρ, ισόγειο, εφτά σκαλάκια, πεζοδρόμιο. Από τα πεζοδρόμια ξεκινάνε οι πιο μεγάλες βόλτες, σκέφτομαι, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και τέτοια. Άρα το καλό πρώτο πάτημα στο πεζοδρόμιο προμηνύει την όμορφη βόλτα.
Κι εκεί που πάω να κάνω το σίγουρο και συνάμα ανέμελο βήμα της απελευθέρωσης, τσουπ, να ‘σου και το πρώτο μελανό σημείο. Ευτυχώς το βλέπω έγκαιρα και το αποφεύγω τεχνιέντως με μία ερασιτεχνική μπαλετική κίνηση που ούτε εγώ δεν ήξερα ότι μπορώ να καταφέρω χωρίς πρώτα να έχω πιει τον πρωινό καφέ μου. Ευχαριστώ τα αντανακλαστικά μου και την αφανή προστάτιδα των πεζών της μεγαλούπολης και χωρίς εκνευρισμό – άνοιξη είναι γαμώτο, συνεχίζω το περπάτημα.
Θα ήτανε δέκα, μπορεί και εφτά μέτρα παρακάτω που ξαναντικρίζω το εγκαταλελειμμένο αλλά καλοσχηματισμένο καφετί αποκύημα κάποιου ζωντανού τετράποδου οργανισμού που κουνώντας την ουρά του χαρούμενο, βγήκε κι αυτό για την πρωινή του βόλτα. Α να! Σαν την Λουΐζα που περπατά στο απέναντι πεζοδρόμιο μαζί με την κυρία Μαίρη από τον τρίτο.
-Καλημέρα κορίτσι μου! Είπες να κάνεις την βολτούλα σου ε; Καλά κάνεις, καλά κάνεις. Άνοιξε ο καιρός, δεν είναι για μέσα πια. Κι εγώ πάλι καλά που έχω το παιδί και αναγκάζομαι να βγαίνω να περπατάω λιγάκι και να παίρνω τον αέρα μου που λένε.
-Καλημέρα κυρία Μαίρη. Έτσι όπως τα λέτε είναι.
Και πριν προλάβω να απαντήσω περαιτέρω στον μονόλογο, βλέπω την Λουΐζα να χαμηλώνει τα πίσω της πόδια και να βολεύει τον πισινό της στο πλακάκι του πεζοδρομίου. Επειδή δεν θέλω να δω την συνέχεια, γιατί σε περίπτωση που η κυρία Μαίρη αφήσει τα κακά της Λουΐζας στη μέση του πεζοδρομίου θα πρέπει είτε να τσακωθώ πρωινιάτικα, είτε να κρατηθώ και απλά η κυρία Μαίρη να πέσει τρεις ορόφους στην εκτίμησή μου, αποφασίζω να την αποχαιρετήσω βιαστικά και να μη γίνω αυτόπτης μάρτυρας οποιουδήποτε ενδεχόμενου.
Το πεζοδρόμιο απλώνεται μακρύ μπροστά μου, μόνο που πλέον μοιάζει περισσότερο με ψηφιδωτή πίστα καφέ εξογκωμένων λεκέδων παρά με διάδρομο κυριακάτικης διαφυγής.
Οι μέχρι πρότινος ερασιτεχνικού επιπέδου μπαλετικές μου κινήσεις, αρχίζουν σιγά-σιγά να αποκτούν επαγγελματική διάσταση. Κι έτσι όπως κινούμαι, σαν μια άλλη Άννα Πάβλοβα που πρωταγωνιστεί σε βιντεοπαιχνίδι, μισή στη γη και μισή στον αέρα, αποφεύγοντας το πάτημα του σκατού και κερδίζοντας νοητούς πόντους σε κάθε πετυχημένη αποφυγή, σαν από το βάθος να ακούω και την φωνή του Κωστάλα να περιγράφει τις ιδιαίτερης επιδεξιότητας και τεχνικής πιρουέτες μου.
Μέσα στην φρενίτιδα του χορευτικού που, όσο περνάνε τα λεπτά, μοιάζει όλο και περισσότερο με άγριο τελετουργικό κάποιας φυλής πριν από την μάχη, προλαβαίνει το μάτι μου και βλέπει σκατά πατημένα. Βρε τον δόλιο, σκέφτομαι. Ναι, σε σένα αναφέρομαι φίλε, σε σένα που για μια στιγμή αφαιρέθηκες, σε σένα που τόλμησες να σηκώσεις για λίγα δευτερόλεπτα το κεφάλι να δεις τον ήλιο, σε σένα που νόμισες ότι ο κόσμος είναι αγγελικά πλασμένος γεμάτος ιδιοκτήτες σκύλων που μαζεύουν τα κακά των σκύλων τους από τα πεζοδρόμια.