Ήσαν μικρά ανθρωπάκια που το μπόϊ τους δεν ξεπερνούσε τα 10-15 εκατοστά. Κατέβαιναν την περίοδο των Χριστουγέννων, τη νύχτα, από τα κεραμίδια των σπιτιών και διανυκτέρευαν στο σταχτοφούρνι για να αποφύγουν την παγωνιά.
Είχαν πλήρεις οικογένειες, διέθεταν μικρά γαϊδουράκια για τις μετακινήσεις τους και δεν τους έλειπε τίποτα από μία οικοσκευή. Είχαν μικρές κατσαρολίτσες, μικρά τηγανάκια, μικρά κουταλάκια, μικρά μπαουλάκια για τα ρούχα τους. Και τι δεν είχαν τα καρκατζελάκια!
Αρχηγός τους ισόβιος ήταν ο Μπάρμπα-Θόδωρος, γέροντας καρκάτζελος, κουτσός, με βροντερή φωνή, επιβλητικός, γρήγορος στις αποφάσεις του και αυστηρός στις ποινές, που επέβαλε στους παραβάτες των διαταγών του.
Ετρύπωναν λοιπόν τα καρκατζέλια σε όλα τα σπίτια του χωριού, κάθε χρόνο, εντελώς κρυφά και αθόρυβα.
Ήσαν αόρατα, σκανταλιάρικα, πειραχτικά, δολοπλόκα, συνομωτικά, μπερδεψιάρικα, γρουσούζικα, μισάνθρωπα, ζαβολιάρικα…
Ήσαν βέβαια ακίνδυνα για τη ζωή των ανθρώπων, αλλά μπορούσαν να σού κάνουν μικρό κακό, να σε παρασύρουν λίγο στο δρόμο τους, να σού κάνουν κάποια μικρά βασανιστήρια, να σε μπερδέψουν και να σε ταλαιπωρήσουν.
Φόβος και τρόμος τους ήταν μόνο ο παπάς και η αγιαστούρα του. Έτρεμαν στο άκουσμα της φωνής του, στον ήχο των βημάτων του, στη θέα της αγιαστούρας του.
Της Πρωτάγιασης (παραμονής των Θεοφανείων) δεν κοιμόντουσαν καθόλου τα καρκατζέλια μη τυχόν και τα πάρει ο ύπνος και τα προλάβει ο παπάς, που θα πήγαινε στο κάθε σπίτι να αγιάσει.
Μάζευαν αποβραδίς τα πράματα τους, φορούσαν τα χοντρά ρουχαλάκια τους, φόρτωναν τα γαϊδουράκια τους και επερίμεναν πανέτοιμα, μετά τα μεσάνυχτα, το σύνθημα της ομαδικής εξόδου. Όταν ακουγόταν το σύνθημα από τον αρχηγό τους, που δεν ακουγόταν από τους ανθρώπους, έβγαιναν με τάξη από τα φουγάρα των σπιτιών και έκαναν κατά τόπους προσυγκεντρώσεις…. Στη συνέχεια η πορεία τους πέρναγε μέσα από γκρεμίλες και σπηλιές, ενώ βάδιζαν μόνο νύχτα. Τη μέρα ελούφαζαν και κοιμόντουσαν.
Κάποια χρονιά όμως τα πήρε ο ύπνος. Ο Μπαρμπαθόδωρος φαίνεται ότι ήταν κουρασμένος και δεν μπόρεσε να ξυπνήσει στην ώρα του και να δώσει το σύνθημα. Ευτυχώς που ο κουμπάρος του ξύπνησε την τελευταία στιγμή, είδε την απόλυτη ησυχία, ανέβηκε στο φουγάρο του σπιτιού, που διανυκτέρευε με την οικογένειά του και έβαλε τις φωνές: «Ε! κουμπάρε Θόδωρε! Φόρτω να φορτώσουμε και να ξηφορτώσουμε, τι έφτασε ο Τουρλόπαπας με την Αγιαστήρα του και με τη πλαστήρα του..».
Μετά έγινε χαμός. Πατείς με πατώ σε. Σύγχυση. Πανδαιμόνιο, με το που ακούστηκε από το πρώτο σπίτι η βροντερή φωνή του … Τουρλόπαπα «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..». Αναφέρθηκαν μάλιστα και τραυματίες καθώς και απώλειες περιουσιών. Πανικός Σας λέω. Σκουμάρια (κλάμματα), βλαστήμιες, βρισιές… μέχρι που τα καρκατζελάκια χάθηκαν πέρα, μακρυά μέσα στα ρέματα και στις χαράδρες…!