Πριν από λίγο καιρό ιστορική εφημερίδα της πρωτεύουσας δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «24 Αυγούστου – Μνήμη Σιμόν Βέιλ» με αφορμή την επέτειο του θανάτου της γαλλοεβραίας φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ (Simone Weil) από την Αλσατία, η οποία είχε πεθάνει σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών το 1943, στο απόγειο της έντασης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Το κείμενο συνόδευε μία φωτογραφία υποτίθεται της φιλοσόφου. Αντί, όμως να απεικονίζει μία ξερακιανή νεαρή γυναίκα, όπως ήταν η Simone Weil, απεικόνιζε μία σχετικά τροφαντή εξηντάρα (και βάλε)! Βλέπετε, η φωτογραφία δεν ήταν της φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ (Simone Weil), αλλά της μεταπολεμικής δημοφιλέστατης – γαλλοεβραίας και αυτής – πολιτικού (βουλευτίνας και υπουργού) με το ομόηχο, αλλά όχι όμοιο ως προς την γραφή (Simone Veil) ονοματεπώνυμο, που είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια πρόπερσι σε ηλικία ενενήντα ετών!
Τι είχε γίνει; Το πιο πιθανό είναι πως ο συντάκτης του κειμένου το παρέδωσε χωρίς να το διανθίσει με κάποια φωτογραφία, όπως συνηθίζεται στη συγκεκριμένη στήλη όπου επρόκειτο να δημοσιευθεί. Με την αναζήτησή της επιφορτίσθηκε άτομο, το οποίο ενδέχεται να μην είχε καν διαβάσει το κείμενο για να γνωρίζει κάτι παραπάνω για τη φιλόσοφο Simone Weil. Για να φέρει σε πέρας την αποστολή του πληκτρολόγησε το ονοματεπώνυμο σε κάποιο σύστημα αναζητήσεων και, εύλογα, έπεσε πάνω σε φωτογραφίες της μεταγενέστερης ομόηχης πολιτικού (Simone Veil) μιας και στα χρόνια που έζησε η φιλόσοφος Simone Weil δεν ήταν σύνηθες να βγάζουν σωρηδόν φωτογραφίες.
Και, ασφαλώς, δεν αναρτούσαν όσες έβγαζαν σε κάποιο διαδίκτυο της εποχής για να είναι προσβάσιμες και αναπαράξιμες από τον οποιονδήποτε σήμερα. Κάποιες, βέβαια, κυκλοφόρησαν ηλεκτρονικά μετά από κάμποσες δεκαετίες. Προφανώς, πάλι, το άτομο που αναζήτησε τη φωτογραφία της φιλοσόφου Simone Weil πληκτρολόγησε το όνομά της με ελληνικού χαρακτήρες, γιατί, αν είχε την πρόνοια να το πληκτρολογήσει με λατινικούς, ίσως να είχε αποφύγει την γκάφα. Έτσι, διάλεξε μία φωτογραφία που έκρινε κατάλληλη για την περίπτωση και την… πάτησε! Αναμφίβολα, πάντως, κάποιοι θα παρατήρησαν και θα επισήμαναν το λάθος στη σύνταξη της εφημερίδας, αλλά παραδοχή τους λάθους δεν ακολούθησε.
Τι μας φανερώνει αυτή η ιστορία; Δύο, κυρίως, πράγματα.
Το πρώτο, πως ο έντυπος τύπος δεν είναι στις μέρες μας τόσο πιο υπεύθυνος από τον ηλεκτρονικό, όπως ισχυρίζονται διάφοροι. Το κυνήγι της επικαιρότητας και οι ασφυκτικοί χρόνοι ανταπόκρισης που επιβάλλει στον έντυπο τύπο ο ανταγωνισμός του ηλεκτρονικού και άλλες αιτίες, που πιθανόν να μην συνειδητοποιεί το ευρύ κοινό, εξωθούν τους δημοσιογράφους και όλο το επιτελείο παραγωγής ενός πληροφοριακού εντύπου στην προσφυγή στην πρώτη τυχούσα πηγή, ακόμα και αν είναι αμφίβολης αξιοπιστίας, και τους παρασύρουν σε λάθη.
Ενδεχομένως άνευ σημασίας – γιατί ποιος θα θυμόταν τη φωτογραφία λίγη ώρα μετά την ανάγνωση του άρθρου και πόσο θα άλλαζε η απήχηση του άρθρου στους λίγους είναι η αλήθεια εν δυνάμει αναγνώστες του αν γινόταν αντιληπτή η ασυμβατότητα της φωτογραφίας – αλλά, πάντως, λάθη που πλήττουν την αξιοπιστία του ίδιου του εντύπου κυρίως και, γενικότερο, του Τύπου δευτερευόντως, την στιγμή που αντιμετωπίζει κρίση επιβίωσης. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση το σοβαρό παράπτωμα δεν ήταν το ίδιο το λάθος, όσο το ότι δεν υπήρξε μία επανόρθωση, μία παραδοχή ενός “mea culpa” από αυτόν που είχε υποπέσει στο λάθος ή, έστω, από τη Διεύθυνση της εφημερίδας.
Με αυτή την παράλειψη, όμως, οι αρμόδιοι της εφημερίδας έδειξαν πως δεν σέβονται το κοινό της και το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στο να γεμίσουν μερικές σελίδες με συνεργασίες ευσυνείδητων και αξιόλογων συνεργατών ως άλλοθι.
Βέβαια, ας μην βαυκαλιζόμαστε πως κάποτε, στο παρελθόν, τα πράγματα ήταν ειδυλλιακά. Η περίπτωση που αναφέρθηκε μου θύμισε μία ιστορία που μου είχε διηγηθεί όταν ήμουνα μικρός ο αγχιαλίτης πατέρας μου για μία εφημερίδα της περιοχής. Αναμενόταν (με το πλοίο προφανώς) ένας επίσημος. Ο ρεπόρτερ που είχε επιφορτισθεί με την περιγραφή της υποδοχής δεν κατάφερε να την παρακολουθήσει. Ο εκδότης (η, μάλλον, ο ένας από τους δύο εκδότες) της εφημερίδας, για να μην υστερήσει το έντυπό του, αποφάσισε να δημοσιεύσει την είδηση για την «ενθουσιώδη υποδοχή» που επιφυλάχθηκε στον υψηλό επισκέπτη. Μόνο που δεν διέθετε φωτογραφία του για να διανθίσει με αυτήν και αυτός το κείμενο. Απευθύνθηκε στον ένοχο ρεπόρτερ και τον ρώτησε αν διαθέτει κάποια “κατάλληλη” φωτογραφία.
Εκείνος σκέφτηκε την φωτογραφία ενός θείου του που ήταν άγνωστος στο κοινό της εφημερίδας. Άλλωστε, με τα δεδομένα εκείνης της εποχής, σχεδόν κανείς δεν θα είχε ξαναδεί έστω και σε φωτογραφία τον επίσημο. Ελλείψει άλλης, λοιπόν, αποφάσισαν να τη δημοσιεύσουν. Μετά, όμως, από την κυκλοφορία του φύλλου με την επίμαχη περιγραφή της άφιξης και την fake φωτογραφία αποκαλύφθηκε ότι η άφιξη του δεν είχε πραγματοποιηθεί (λόγω κακοκαιρίας αν θυμάμαι καλά)!
Το δεύτερο είναι μία ακόμα πτυχή της αναξιοπιστίας ή της κακής επιρροής του διαδικτύου. Η αλήθεια είναι ή, μάλλον, η μισή αλήθεια είναι πως, σε μία εποχή που το πιο αποδοτικά (από οικονομική άποψη) διακινούμενο (αΰλως) προϊόν είναι η πληροφορία, το προσφέρει αφειδώς και φαινομενικά τσάμπα. Στους περισσότερους, ακόμα και στην Ελλάδα με τις συγκριτικά πανάκριβες σχετικές υπηρεσίες, το υψηλό κόστος δεν γίνεται αισθητό όσο στο μνημονικό επιβιώνει η ανάμνηση των κακής ποιότητας και σαφώς πιο ακριβών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Ό,τι μπορεί να επιθυμήσει να πληροφορηθεί ο οποιοσδήποτε μπορεί να το μάθει σε ελάχιστο χρόνο με ένα “κλικ”, όπως λένε και οι διαφημίσεις. Το να το μάθει τρόπος του λέγειν, βέβαια, γιατί τίποτε δεν του εγγυάται την αξιοπιστία της πηγής και την εγκυρότητα της πληροφορίας. Και αυτή είναι η άλλη μισή αλήθεια. Γιατί ο καθένας έχει την ευχέρεια να εισχωρήσει στο διαδίκτυο και να πλασάρει το οτιδήποτε, το οποίο, στη συνέχεια, διακινείται ως έγκυρη πληροφορία ακόμα και αν έχει σχέση με την πραγματικότητα όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο! Γιατί η πληροφορία που αντλήθηκε από το διαδίκτυο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Πως θα μπορούσε αφού ακόμα και οι πιο έγκυρες εγκυκλοπαίδειες εγκαταλείψανε την έγχαρτη έκδοσή των και διατίθενται πια μόνο σε ηλεκτρονική μορφή.
Δεν είναι όλοι οι τροφοδότες του διαδικτύου κακοπροαίρετοι.
Δεν διαχέουν, δηλαδή, ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες σκόπιμα, όπως όσοι – πολυάριθμοι είναι η αλήθεια – βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία παραπληροφόρησης, συκοφάντησης, συσκότισης της αλήθειας, αποπροσανατολισμού του κοινού, αλλαγής της πολιτικής ατζέντας, επηρεασμού του βαθμού σοβαρότητας μιας είδησης ή εξέλιξης κ.λπ. Πολλοί προσθέτουν το λιθαράκι τους στο οικοδόμημα του διαδικτύου πιστεύοντας πως συμβάλλουν με αυτόν τον τρόπο στη συγκρότηση αυτού του πολύτιμου κατά τα άλλα αποθετηρίου πληροφοριών. Συχνά, ωστόσο, είναι και οι ίδιοι θύματα της αμάθειάς των, της επιπολαιότητάς των και της ευπιστίας των.
Και, το χειρότερο, της εργαλειοποίησής των από τους “επαγγελματίες” της ιδιοτελούς προώθησης μιας αναληθούς προπαγάνδας. Κάτι του είπαν, κάτι υπέπεσε στην αντίληψή του, κάτι άκουσε, κάτι (νομίζει ότι) είδε, κάτι του ψιθύρισαν επιτήδειοι ως προερχόμενο από πηγή που είναι μέσα στα πράγματα και, κλικ, και σπεύδει (για να μην χάσει την αποκλειστικότητα ή/και το χρονικό προβάδισμα) χωρίς να το επιβεβαιώσει (κάτι για το οποίο ενδέχεται να μην έχει τα μέσα) ή/και χωρίς να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη ως προς την εγκυρότητά του να το ανεβάσει σε κάποιον λογαριασμό.
Από εκεί και πέρα η πορεία είναι απλή. Κάποιοι θα προχωρήσουν στην αναπαραγωγή του και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ίσως να μην υπάρχει πλέον ίχνος της πρωτογενούς πηγής για τον παραμικρό έλεγχο. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πιθανόν να το έχει κατεβάσει διαπιστώνοντας το σαθρό υπόβαθρό του.
Σε αυτή την παγίδα θα “πιαστούν” και οι συντάκτες και λοιποί παράγοντες της – υποτίθεται – πιο έγκυρης έντυπης ενημέρωσης, οι οποίοι, είτε υπό την πίεση του ανταγωνισμού με τον σαφώς ταχύτερο σε αντίδραση ηλεκτρονικό τύπο είτε λόγω της ανέξοδης ευκολίας που προσφέρει, καταφεύγουν στον ανταγωνιστή τους για να καλύψουν την μειονεξία τους.
Αγνοώντας δε ότι πλέον – δηλαδή με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί – το πλεονέκτημα της έντυπης πληροφόρησης είναι η διατύπωση έγκυρης γνώμης ή σοβαρού σχολιασμού και η ενασχόληση με θέματα που δεν θεωρούνται ελκυστικά για τους διακινητές πληροφορίας στα κοινωνικά μέσα, παρασύρουν σε ανυποληψία και αυτούς τους τομείς με την άντληση στοιχείων από αναξιόπιστες πηγές, με την απρόσεκτη και ανεξέλεγκτη (λόγω βιασύνης) χρήση έγκυρων στοιχείων (όπως στην περίπτωση της φωτογραφίας της πολιτικού Simone Veil), με την υιοθέτηση σοβαροφανών μεν ανερμάτιστων δε απόψεων από μη ειδικούς και τυχάρπαστους σχολιαστές κ.λπ. κ.λπ.
Ωστόσο, αυτές οι με αρνητικό πρόσημο παρενέργειες δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μία συλλήβδην απόρριψη της ηλεκτρονικής ενημέρωσης. Γιατί ακριβώς οι λόγοι που οδηγούν στις παρενέργειες συνιστούν και την προσφορά της στην κοινωνία. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, της αξιοποίησης του υλικού μόνο αξιόπιστων πηγών. Γιατί τι άλλο μέσα θα σου παρέχει την αναγκαία πληροφορία εκεί όπου την έχεις ανάγκη και τη στιγμή που την έχεις ανάγκη και όχι όταν γυρίσεις στη βάση σου και προσφύγεις σε κάποιοι ογκώδες έντυπο; Γιατί ποιο άλλο πληροφοριακό αποθετήριο διαθέτει και σου παρέχει τόσο το πιο πλούσιο υλικό όσο και το πιο πρόσφατο;
Γιατί ποιο άλλο μέσο μπορεί να σε απαλλάξει από τη διατήρηση ενός όγκου αρχειακού και πληροφοριακού υλικού που αυξάνεται εκθετικά; Απλά, πρέπει να προσέχουμε και να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Να επιλέγουμε και ελέγχουμε τις πηγές μας και να διπλο-ελέγχουμε ό,τι αντλούμε από αυτές. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να πετάξουμε το μωρό (δηλαδή την πολύτιμη πληροφόρηση) μαζί με τα απόνερα (δηλαδή την ανεύθυνη διοχέτευση πληροφοριών ή την υποβολιμαία παραπληροφόρηση) της σκάφης (δηλαδή του ηλεκτρονικού αποθετηρίου πληροφορίας).