Θα έβγαινε ο χειμώνας χωρίς παλτό. Δεν πειράζει. Τις νύχτες ο Σαμπού είχε τη Νάνα. Η Νάνα ήταν χνουδωτή, την αγκάλιαζε και τον ζέσταινε. Η Νάνα τον αγαπούσε πολύ. Όταν ο Σαμπού γεννήθηκε στο Κάιρο, η Νάνα ήταν πέντε χρονών. Τώρα είναι πέντε ο Σαμπού και δέκα η Νάνα. Αλλά για τα σκυλάκια μετράει αλλιώς η ηλικία και στην πραγματικότητα η Νάνα έχει την ηλικία που θα είχε τώρα η μαμά του Σαμπού αν ζούσε.
Λένε πως η αγάπη ανάμεσα στα παιδιά και τα ζώα, μόνο με την αγάπη που έχει ο Θεός για τον άνθρωπο μπορεί να συγκριθεί. Ο Σαμπού δεν θυμάται και πολλά για την μαμά, τον μπαμπά, τα αδέλφια κι τους άλλους που μένανε κάποτε όλοι μαζί. Μετά από τις Καταστροφές, που οι μόνοι που επέζησαν από μια πολυμελή οικογένεια ήταν εκείνος και η Νάνα, ξέχασε τα πάντα. Ένα αξιοζήλευτο Τώρα έκανε την ζωή του όμορφη. Δεν είναι εύκολο για κανένα παιδί να μεγαλώνει μόνο στους δρόμους. Αλλά όταν ο κόσμος αλλάζει και πολλά παιδιά έχουνε αυτήν την κατάληξη, η κοινή αυτή μοίρα γεννάει τις συνθήκες. Και επειδή αυτές οι συνθήκες ήταν μαζικές, ο Σαμπού είχε τον Πατρίκ, ως φύλακά του από την Πρόνοια και κατά τα άλλα την έβγαζε καλά στο πεζοδρόμιο.
Η Νάνα βέβαια αν είχε μιλιά θα έλεγε πως ο Πατρίκ δεν ξέρει από παιδιά, γιατί ούτε είχε ποτέ δικά του, ούτε ο ίδιος θυμάται πως είναι να είσαι παιδί. Απλά εκτελεί το καθήκον του, τους φέρνει κάθε μέρα φαγητό και κοιτάζει αν έχουνε κουβέρτες. Έταξε μάλιστα στην αρχή του χειμώνα ένα παλτό στον Σαμπού και μετά ξέχασε να του το φέρει. Καλά που η Νάνα ήταν το πιο καλό παλτό, τις κρύες νύχτες για τον μικρό. Τι να μας πει κι ο άνθρωπος σε αυτά τα χρόνια; Όλοι οι άνθρωποι για την Νάνα ήταν αμελείς και μερικώς επικίνδυνοι. Γιατί δεν ξέρανε να μπαίνουν στην θέση του άλλου. Η Νάνα ήξερε. Κι ο Σαμπού ήτανε πολύ τυχερός που την είχε. Κι η Νάνα το ίδιο. Τυχερή και ευγνώμων.
Ένα από τα τελευταία κρύα βράδια, ο Σαμπού άρχισε να βήχει. Ο βήχας του γινόταν όλο και πιο σκληρός. Η Νάνα είχε δει πολλά παιδιά να πεθαίνουν στα κράσπεδα μετά τις Καταστροφές από βήχα. Κολλούσε λοιπόν το κορμάκι της το χνουδωτό πάνω στο στήθος του Σαμπού και τον κράταγε όσο πιο ζεστό γινόταν. Καλύτερα κι από παλτό. Ο Πατρίκ εντόπισε τον βήχα του μικρού και κανόνισε ο Σαμπού να μεταφερθεί στο κεντρικό νοσοκομείο. Εκεί βέβαια δεν επιτρέπονταν σκυλιά. Η Νάνα ξημεροβραδιαζόταν έξω από την κεντρική Πύλη και κάθε φορά που έβλεπε τον Πατρίκ να έρχεται για να επισκεφτεί τον Σαμπού, έτρεχε πίσω του μέχρι το σημείο που οι φύλακες την κλωτσούσαν και την έδιωχναν.
Η Νάνα περίμενε να τελειώσει το επισκεπτήριο και ο Πατρίκ να βγει από το κτήριο. Τότε τον τρέλαινε στριφογυρνώντας στα πόδια του. Ο Πατρίκ της έδινε κάτι αποφάγια. Και μετά άπλωνε το χέρι του, της χάιδευε το σγουρό κεφάλι και της έλεγε: “Πάει καλύτερα.” Αυτό το “καλύτερα” κράτησε είκοσι μέρες. Ένα μεσημέρι ο Σαμπού βγήκε από το Νοσοκομείο και τον συνόδευε μια κυρία όμορφη με σγουρό μαλλί κατάμαυρο από την Πρόνοια. Το χρώμα του Σαμπού ήταν όπως πριν αρρωστήσει και το βλέμμα του καθαρό. Μόλις είδε την Νάνα ξέφυγε από τα χέρια της κυρίας και την άρπαξε στην αγκαλιά του.
Η Νάνα ξαναγάπησε εκείνη την στιγμή τον Θεό και τους ανθρώπους. Μείνανε έτσι σφιχταγκαλιασμένοι για λίγα λεπτά και η κυρία είπε ήσυχα: “Εκεί που πάμε Σαμπού, αυτό το σκυλάκι δεν μπορεί να έρθει.” Ο Σαμπού την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μετά κοίταξε την Νάνα που ήταν ξεκάθαρα απελπισμένη. “Ούτε εγώ μπορώ να έρθω” είπε. “Εσύ πρέπει να έρθεις για να γίνεις τελείως καλά, θα έχεις και δικό σου παλτό πια” του είπε εκείνη κοφτά. “Έχω παλτό δεν θέλω άλλο” είπε ο Σαμπού και ξαναπήρε την Νάνα στα χέρια του. Αυτά τα χέρια κοπάνησε με δύναμη η γυναίκα αυτή για να τα ελευθερώσει από την αγκαλιά του ζώου.
Και η Νάνα όρμησε με δύναμη πάνω της και της δάγκωσε το πρόσωπο. Η γυναίκα ούρλιαξε από τον πόνο και αίμα φάνηκε στα μάγουλά της. Οι φύλακες που είδανε τι έγινε βάλανε τις φωνές και βάλθηκαν να τρέχουν προς τα κει έξαλλοι. Αλλά δεν πρόλαβαν να φτάσουν. Γιατί εκείνη ακριβώς την στιγμή γκρεμίστηκε ο κόσμος.
Πρώτη φορά μετά από τις παλιές Καταστροφές, μια βόμβα έπεφτε τόσο κοντά στους ανθρώπους. Ο θόρυβος που έκανε πριν σκάσει και σκοτώσει τόσο άμαχο πληθυσμό ήταν οξύς και μακρύς. Αλλά και η Νάνα και ο Σαμπού ήτανε σίγουροι πως αυτήν την βόμβα την έριξε ο Θεός κι όχι οι άνθρωποι, μόνο και μόνο για να μην χωριστούν. Η μελαχρινή κυρία έπεσε αναίσθητη, αλλά δεν ήταν η μόνη. Πολύς κόσμος γύρω τους είχε στα κράσπεδα λίμνες αίματος γύρω από τα μάτια και τα χείλη, ή πάνω στα μάγουλα, ανάμεσά τους και μεγάλοι και παιδιά. Σκυλί κανένα.
Το μοναδικό σκυλί που έτρεχε στον κεντρικό δρόμο με ένα παιδί να το ακολουθεί ασθμαίνοντας ήταν η Νάνα. Κι ο Σαμπού που όταν άκουσε την δεύτερη και την τρίτη βόμβα να καταφθάνουν, άρπαξε τη σκυλίτσα του και βούτηξαν στο μικρό λασπωμένο κανάλι πλάι στον δρόμο. Έμειναν εκεί μέσα στις ζεστές από τους υπονόμους λάσπες και κρυμμένοι από τα ανοιχτά σημεία της πόλης πάνω από μια ώρα. Κι όταν το κακό σταμάτησε, ξεπρόβαλαν τα βρωμισμένα δύο μουσούδια τους και πήρανε ανάσα μέσα στους καπνούς. Μέχρι το βράδυ είχανε περπατήσει δέκα χιλιόμετρα, έξω από το Κάιρο πια, στις εξοχές.
Όλα εκεί θα ήταν καλύτερα από αύριο. Γιατί η γιαγιά Ησαΐα που τους μάζεψε στο μικρό της σπίτι, νυχτιάτικα, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και ξεστόμισε: “Θεέ μου, σε ευχαριστώ. Το πρωί μου πήρες τον Βάλι μου και το βράδυ μου τον έστειλες πίσω διπλό”. Να πούμε πως η γιαγιά Ησαΐα ήτανε μια κυρία ογδόντα χρονών, τυφλή και μόνη μετά από τις πρώτες Καταστροφές. Ο Θεός της είχε αφήσει ζωντανό τον Βάλι, έναν γέρικο σκύλο που την βοηθούσε να περιπατάει στον δρόμο με το λευκό της μπαστούνι κι αυτό το κουρασμένο σκυλί δεν ήταν τυχερό στον πρωινό βομβαρδισμό.
Η γιαγιά Ησαΐα, το βρήκε στην αυλή χτυπημένο και λίγο μετά ξεψύχησε στα χέρια της. Όταν ο Σαμπού με την Νάνα σχεδόν σωριάστηκαν από την κούραση μπροστά στην πόρτα της, η γυναίκα αυτή, πέταξε την απελπισία της σαν βόμβα στον κήπο της. Είναι τόσο ωραία η ζωή όταν αυτοί που είναι να συναντηθούν τα καταφέρνουν. Κι είναι σπουδαίο οι άνθρωποι, μέσα στις Καταστροφές, να αναγνωρίζουν τι θέλει ο Θεός γι’ αυτούς και να το ακούνε. Η γιαγιά Ησαΐα έζησε μέχρι τα βαθιά της γεράματα στο μικρό εξοχικό σπίτι και πέθανε από φυσικά αίτια.
Προστατευμένη μέσα στον κακό καιρό γιατί ο Σαμπού και η Νάνα έμειναν κοντά της. Ένα πρωί λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος πέρασε έξω από το σπίτι τους, ένας κουτσός και κοντοστάθηκε κοιτώντας την Νάνα. Μια σφαίρα θα τον είχε χτυπήσει στο πόδι. Η Νάνα αναγνώρισε αμέσως τον Πατρίκ μέσα από την αυλή αλλά έμεινε ασάλευτη. Κι εκείνος δεν ήταν σίγουρος. Ποτέ δεν ήταν. Αυτό.
Κι όταν ο πόλεμος τελείωσε και η μισή ανθρωπότητα προσπάθησε να μάθει από την άλλη μισή κάτι για να γίνει καλύτερη, τότε και μόνο τότε ο Θεός άφησε τον Σαμπού να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τον κόσμο και να πορευτεί μοναχικός στο δικό του υπόλοιπο.
Στα βόρεια μέρη που βρέθηκε, στην μέσα τσέπη του, σε ένα παλτό που σπάνια αποχωριζόταν, είχε πάντα, μια φωτογραφία που την θάμπωνε ο καιρός, από εκείνα τα όμορφα χρόνια, στην αυλή της γιαγιάς Ησαΐας, να στέκεται όρθιος, να κρατάει την Νάνα αγκαλιά και να γελάει. Ο πλανόδιος φωτογράφος που την τράβηξε είδε στα μάτια του μικρού αγοριού ένα αξιοζήλευτο. Τώρα κι αυτό στην πραγματικότητα είχε απαθανατίσει, μέσα σε εκείνα τα άτυχα χρόνια, που μείνανε γνωστά στην Ιστορία ως οι Καταστροφές.