“Λοιπόν παιδιά, αυτά τα Χριστούγεννα θέλω κάτι γκραντ! Να προσκαλέσουμε τη Μαιρούλα και την Ολγα, να πάρουμε και τη λοιπή παρέα με τις αδελφές τους, και να κλείσουμε τραπέζι στον Χιώτη! Τί λέτε;”
Πρόταση καθωσπρέπει αναλόγου βαρύτητος και σημασίας! Ο Γιώργος δεν μασούσε τα λόγια του -τί σου είναι η εμπειρία!- κι από χτες το ‘στηνε το σχέδιο, στο Ζαχαροπλαστείο του Παυλίδη, γωνία Πατησίων και Σπάρτης, της γνωστής οικογένειας σοκολατοποιίας, στο ισόγειο μιας άρτι κατασκευασθείσης πολυκατοικίας, που έφερε τον τίτλο “η πολυκατοικία του Γιομπρέ”, για όσους ήξεραν την ιστορία: στο οικόπεδο, έμπειρος εργολάβος είχε σηκώσει μια πολυκατοικία, η οποία κληρώθηκε στο μεγάλο Λαχείο των Συντακτών!
Έλα που η υπηρέτρια ενός εύπορου δικηγόρου, είχε αγοράσει το τυχερό λαχείο, και το ‘δωσε στο αφεντικό της. Έτσι, από τότε ήταν πολυκατοικία ήταν του Γιομπρέ, και στο ισόγειο του Παυλίδη! Λίγο πιο κάτω, στη Σπάρτης, ήταν και το “Γκλόρια”, θερινό σινεμά, τόπος συνάντησης, αλλά αυτό είναι εκτός διδακτέας ύλης…
Εκεί, λοιπόν, στου Παυλίδη, την είχε αράξει ο Γιώργος, ο μεγαλύτερος της παρέας, τότε που ζαχάρωνε τη Μαιρούλα, διάβαζε την εφημερίδα του και έπινε το κονιάκ του, τριών αστέρων παρακαλώ, γιατί μόλις είχε κλείσει μια καλή μπίζνα στο εργοστάσιο του πατέρα του.
Να ‘σου και ο Βασίλης, ο γιος του φούρναρη, με φούρνο κεντρικότατο στη στάση Λυσιατρείου, παιδί ευγενικό και μορφωμένο, 18 στα 20, στο 8ο Γυμνάσιο, δεύτερος μετά στο γυμνάσιο, μετά τον Τάκη βεβαίως, μετέπειτα πρέσβη, που χτυπούσε εικοσάρια στα μαθήματα, κυρίως στα ελληνικά.
“Γιώργο τί μελετάς με τόση απορρόφηση; Έχασες καμιά περισπωμένη στο τραμ και την ψάχνεις;” του’ριξε ο Βασίλης.
“Καλώς τον γαμπρό μας! Έλα, η Όλγα σε γλυκοκοιτάζει και δεν λες να το καλέσεις το κορίτσι σε ένα τσάι στη “Μπλε Αλεπού” ή στο Μίντια Λουζ (νάϊτ κλαμπς με ζωντανή ορχήστρα, ποτό και την αφρόκρεμα της αθηναϊκής κοινωνίας να χορεύει μέχρι το πρωί… τώρα συγκεντρωθείτε στο δια ταύτα), μπας και μπορέσω να φλερτάρω την αδελφή της τη Μαίρη!” έκανε ο Γιώργος, για να συνεχίσει,“φίλε άκου και σημείωνε, μπας και μάθεις λίγο από την τέχνη μου! Αύριο είναι 24 Δεκεμβρίου, όπερ σημαίνει γλέντι φουλ με τα έξτρα του, όχι ντεμί πανσιόν με τσαγάκι και μπισκότα! Το ‘πιασες;”
“Άντε να δούμε! Έμπα στο ψητό Ζωρζ!”
“Στην “Τσιγάννικη Ταβέρνα” (και πάλι ολίγη γεωγραφία για τους πρωτοετείς: γωνία Πατησίων και Αμοργού, εκεί που σήμερα είναι το Φαρμακείο, και πολύ πριν κτιστεί το “Ράδιο Σίτυ”, βρισκόταν η “Τσιγγάνικη Ταβέρνα”, με πλούσιο κήπο με καμιά δεκαπενταριά τραπεζάκια έξω στην πρασιά, και φυσικά πολύ περισσότερα εντός.
Δίπλα στην αυλή, ήταν το γκαράζ και βουλκανιζατέρ του Σιχνή, και ακριβώς απέναντι το πρατήριο ποτών, το ποτοποιείο του Λουτζάκη -κι αυτό εκτός διδακτέας ύλης, γιατί έχει και αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους, λαβ στόρυ), στην Τσιγγάνικη Ταβέρνα, λοιπόν, έχει έρθει ο Μανώλης ο Χιώτης, το καλύτερο μπουζούκι της χώρας, με το νέο του φλερτ, τη Ζωή Νάχη (ο Μανώλης παντρεύτηκε τη Ζωή, το 1954, και μαζί τραγούδησαν αξέχαστες επιτυχίες, μέχρι που του’κλεψε την καρδιά η Μαίρη Λίντα, η οποία έμενε Πάτμου και Ευγενίου Καραβία, στου Κοκόλα το σπίτι – κι αυτό από ύλη γεωγραφίας επόμενου έτους). Τί λες; Πάμε;”
Η πρόταση έσκασε σαν τις κροτίδες που πετάγαμε το Πάσχα, και έπρεπε να σχεδιαστεί σωστά, όπερ σημαίνει χρήμα και καλός συντονισμός, μη γίνει καμιά στραβή με καθηγητές από το 8ο Γυμνάσιο ή συγγενείς και γίνουμε ρεντίκολο!
“Είμαι μέσα! Φτιάχνω το σκηνικό, βάλε το χρήμα” έκανε ο Βασίλης, όπερ και εγένετο…χωρίς όμως το χρήμα, γιατί τελικά η μπίζνα του εργοστασίου δεν κάθησε!
Ρεβεγιόν, λοιπόν, με τον Μανώλη τον Χιώτη και τη Ζωή Νάχη, στην “Τσιγγάνικη Ταβέρνα”, κι όλα ήταν όπως τα φαντάζεστε: τα αγόρια της παρέας, με κοστούμι σκούρο, λευκό μαντήλι στο πέτο, και φρεσκογυαλισμένα υποδήματα, δίπλα στα πιο όμορφα κορίτσια της Πατησίων, στο πρώτο τραπέζι, απέναντι από τον μεγάλο μουσικό και τη φίλη του, να τραγουδούν “Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς”, “Θα σου πω το μυστικό μου” και “Σ’ αυτό το φτωχοκάλυβο”, κι όλο να κοιτάζονται στα μάτια, ο Γιώργος με τη Μαιρούλα!
Χαλάλι το χρήμα που δεν είχαμε και τα δανεικά κοστούμια, χαλάλι το πιλάφι που παραγγείλαμε, σαν μεζέ, αντί μπριζόλας, χαλάλι κι η μαυροδάφνη που μοιραστήκαμε, αντί σαμπάνιας…γιατί εκείνο το ρεβεγιόν ήταν το πιο μαγικό απ’ όλα…είχε τον Χιώτη και τη Μαιρούλα!