Στη χώρα μας ο τομέας της παιδείας μαζί με αυτόν της υγείας, υπήρξαν διαχρονικά τα πειραματόζωα της εκάστοτε νέας κυβέρνησης και τα αποπαίδια του ελληνικού κράτους.
Έπειτα από μια στροφή της εκπαίδευσης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες προς έναν πιο τεχνοκρατικό προσανατολισμό, δηλαδή έμφαση σε προσόντα παρά σε γνώσεις, και με τη σταδιακή συρρίκνωση του χρόνου που αφιερώνεται στην τάξη για συζήτηση και κριτική σκέψη των μαθητών μετατρέποντας τη γνώση σε μονοδιάστατη πληροφορία, έχουμε μπει σε ένα στάδιο κατά το οποίο κυριαρχεί στη φτωχή ελληνική παιδεία η ψηφιακή κουλτούρα και η κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης.
Οι διευθυντές των ελληνικών σχολείων έχουν μετατραπεί σε διοικητικούς υπαλλήλους και χρήστες ψηφιακών πλατφορμών και ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επιφορτισμένοι με τη διαχείριση μεγάλου όγκου ψηφιακής γραφειοκρατίας, αποξενώνονται όλο και περισσότερο από τις μαθητικές αίθουσες και τους διδάσκοντες του σχολείου τους και παραμένουν κλεισμένοι σε ένα γραφείο πληκτρολογώντας αδιάκοπα σε έναν υπολογιστή.
Ζητήματα όπως η συντήρηση των σχολικών εγκαταστάσεων και κτιρίων είναι μονίμως η καυτή πατάτα που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δήμους και υπουργεία, ενώ τα σχολεία έχουν καταντήσει οι ζητιάνοι του συστήματος ακόμη και για βασικές παροχές, όπως λάμπες, μελάνια εκτυπωτών, γραφική ύλη κ.λπ.
Τα εξωδιδακτικά καθήκοντα των εκπαιδευτικών επίσης αυξάνονται συνεχώς, εις βάρος του εκπαιδευτικού έργου τους μέσα στην τάξη. Το άγχος για την κάλυψη της ύλης, η μέγγενη του αναλυτικού προγράμματος και η σκιά των διαγωνισμάτων και των προαγωγικών εξετάσεων αφήνουν ελάχιστο χρόνο και διάθεση για μια διδασκαλία που θα χαρακτηριζόταν από εφευρετικότητα στη μέθοδο, προσφορά κινήτρων στους μαθητές, έμπνευση και κινητοποίηση για μάθηση, κοινωνική ευαισθητοποίηση και ενεργητική ζωή στη σχολική κοινότητα.
Ταυτόχρονα, οι μαθητές υποχρεώνονται να βρίσκονται καθημερινά σε ένα σχολείο, το οποίο αδυνατεί να συναγωνιστεί τους εντυπωσιακούς ψηφιακούς κόσμους των smartphone τους για να τραβήξει την προσοχή τους. Σπανίως ζητείται η γνώμη τους, οποιαδήποτε άποψή τους ή λύση ενός μαθηματικού προβλήματος που μπορεί να παρουσιάσουν εκτός της πεπατημένης οδού και του βιβλίου της ύλης συνήθως αντιμετωπίζεται ως όχληση και όχι ως ευκαιρία.
Όμως, το πιο λυπηρό που συμβαίνει σήμερα στην εκπαίδευση δεν είναι ότι δεν εξασκείται η γλώσσα, η σκέψη, η λογική και η δημιουργικότητα. Ούτε ότι μαθήματα που αποδεδειγμένα αναπτύσσουν σφαιρικά τον άνθρωπο, τη διανόηση, την αισθητική και τη σκέψη του, όπως τα αρχαία ελληνικά, η γεωμετρία και οι τέχνες, έχουν υποβιβαστεί και τη θέση τους πήραν μαθήματα της «μόδας» που σχετίζονται με ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες.
Το πιο λυπηρό είναι πως σήμερα μαθαίνουμε στα παιδιά με κάθε τρόπο, εντός και εκτός σχολείου, άμεσα και έμμεσα, να μην έχουν αυτοπεποίθηση, να αποφεύγουν την πρωτοβουλία, να μην έχουν όνειρα και στόχους.
Τα εκπαιδεύσαμε να έχουν πολύ χαμηλές φιλοδοξίες και τα επιβραβεύουμε γι’ αυτό. Πρώτα μετατρέψαμε τα σχολεία από ζωντανές κοινότητες σε φυτώρια παπαγαλίας και έπειτα τα αναβαθμίσαμε σε πανεπιστήμια κομφορμισμού, παθητικότητας και παραίτησης.
Και πιστέψαμε στην πλάνη του αφηγήματος περί της ανικανότητας των υπευθύνων και του συστήματος, χωρίς να τολμάμε να σκεφτούμε ότι μπορεί πράγματι να υπάρξει το καλό σχολείο, η σφαιρική μόρφωση, ο αξιόλογος εκπαιδευτικός, το ευχάριστο μάθημα. Αρκεί να το επιθυμήσουμε, αρκεί να το διεκδικήσουμε. Όμως, έχουμε μάθει να μην διεκδικούμε. Άλλωστε, κι εμείς από τα ίδια σχολεία αποφοιτήσαμε…
Σωτηρία Ορφανίδου:
Συγγραφέας του βιβλίου “Ψηλαφώντας τον Άνθρωπο του Μέλλοντος”, Εκδόσεις Διαδρομή, 2023.