Όταν άκουσα και διάβασα για τα τρανς λιπαρά και τα βούτυρα που έχουν οι σφολιάτες των φούρνων, τις έκοψα μαχαίρι.
Δηλαδή, από εκεί που μια ή δυο φορές την εβδομάδα τιμούσα μία τυροπιτίτσα φουρνίσια και παχυντική, μεταφερθήκαμε στις δυο φορές τον χρόνο.
Άντε τρεις. Το πολύ πέντε. Σοβαρολογώ.
Σήμερα το πρωί ήρθα στην δουλειά και ένιωθα το στομάχι μου στεναχωρημένο, μόνο κι αδειανό. Πήγα στον φούρνο και πήρα όχι μία, αλλά δύο τυρόπιτες.
Λέων με Κριός είμαι. Της υπερβολής. Βαριά ποτέ, βαριά τσιγάρα. Και, όσο και αν με ενδιαφέρει μια ισορροπημένη διατροφή, όταν την ποθώ την αμαρτία την διαπράττω μπαμ και κάτω.
Καταβρόχθισα τις λαδερές τυρόπιτες μέσα σε 5 λεπτά. Τα ρούχα μου, το γραφείο και η καρέκλα γέμισαν ψίχουλα. Αυτά τα γυαλιστερά ψίχουλα της τυρόπιτας που, προσωπικά, αν κυκλοφορούσαν σε συσκευασία τύπου τσιπς, θα τα έκανα καλά. Καλά, όμως! Κολλημένα από τα δάχτυλά μου θα τα ρούφαγα.
Σηκώθηκα, που λες, να τιναχτώ, έκανα χαμό (θα τα μαζέψω, μην με μαλώνεις!) και είπα στην Άντα και την Χριστίνα: «πόσο μπας κλας φαγητό είναι, ρε κορίτσια, αυτή η ρημάδα η τυρόπιτα! Σε φουσκώνει, σε λερώνει μετά, κάνει χαμό και θόρυβο…»
Γράψε κάτι γι’ αυτό, μου είπανε.
Το μάθαμε τώρα: ό, τι μαλακία μας κατέβει στον εγκέφαλο, την κάνουμε κείμενο.
Μήπως όμως δεν είναι μαλακία;
Ο Σταύρος Τσιώλης θα μπορούσε να είχε συμπεριλάβει σε κάποια από τις ταινίες του την ατάκα μου, πάντως.
Και η ζωή συνεχίζεται. Ας τρώμε λιγότερες τυρόπιτες κι ας γράφουμε περισσότερα κείμενα. Σε κάθε περίπτωση.
Αλλά… αν είναι να φάμε μια τυρόπιτα, ας την απολαύσουμε, ρε αδερφέ. Δεν γίνεται όλη μας η ζωή να είναι σπαρμένη με χάρη και αριστοκρατία. Σπαρμένη fitness και ευεξία.
Κάποιες φορές, γουστάρω να σπαράζω μέσα μου, να μελαγχολώ και να μπουκώνομαι τυρόπιτες φτηνές, βουτυρωμένες, γεμάτες λίπος και θερμίδες. Άντε, και καλή μου χώνεψη.
Τσιγαράκι κανείς;