Στην Ύδρα [εκεί άρχισες άλλωστε].
Καλοκαίρι, άνοιξη ή χειμώνα – τα νερά της τα κολυμπάω όποτε [μάλλον και εσύ].
Περπατάμε το λιθόστρωτο που φεύγει δεξιά απ’ το λιμάνι. Αυτό με τα χονδροειδή κότερα [τα οποία θα θελα ως άλλος Μιαούλης να κάψω]. Μιλάμε γι αυτά που έγιναν, αυτά που γίνονται και θα γίνουν. Πιο πολύ γιαυτά που θα γίνουν [κάπως πρέπει να αρχίσουν να οικοδομούνται τα οράματα].
Μου λες για το ποιά ήσουν, είσαι και για το ποιά θέλεις να γίνεις, για το τι κάνεις και για το τι θέλεις να κάνεις. Κάνω το ίδιο – τα οράματα δε στριμώχνονται σε ηλικίες. Τα οράματα δε στριμώχνονται σε πιθανότητες. Τα οράματα δε στριμώχνονται.
Μου λές γι αυτά που μισείς, ότι κάποτε σε αυτά ήμουν και εγώ. Χαμογελάω διττά’ το ήξερα, όπως ήξερα και ότι το μίσος μπορεί να γίνεται ακαταμάχητα όμορφο, και η ακαταμάχητη ομορφιά μίσος.
Μου λες πως καταλάβαινες το σωστό, αλλά επιλέγεις να κάνεις το λάθος. Σου απαντώ ότι αυτό είναι μια εξαιρετική αρχή.
Τα μάτια σου ανοίγουν, είσαι ήρεμη και σίγουρη, ένα χρυσό κεφάλι γεμάτο χρυσάφι [όπως όλοι οι σωστοί έφηβοι]. Εγώ σε χαζεύω όπως πάντα έκανα, είτε το καταλάβαινες είτε όχι.
Πλησιάζουμε την επίπεδη, τσιμεντένια εξέδρα.
Αυτό που κάποιοι το λένε και χρόνο, συμπυκνώνεται τόσο που παραιτείται και μας αφήνει ήσυχους επιτέλους.
Το ίδιο και ο πόνος.
Είδαν ότι μαζί είμαστε πολύ πιο επικίνδυνοι από αυτούς.
Κάθε βήμα μας, δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά ένα ακόμη βήμα.
Κανένας λυρισμός δεν είναι πλέον χρήσιμος’ καμία προβολή και κανένας αντικατοπτρισμός.
Δεν έχει κόσμο. Το μόνο που παράγει ήχο είναι ο αέρας. Προστίθεται έτσι η απαραίτητη αβεβαιότητα – ονειρικό στοιχείο [αυτή η ποιότητα του πουθενά και του παντού].
Σταματάμε να μιλάμε και μόνο περπατάμε. Δύο ψηλά σώματα, σπασμένα άρα και αγέρωχα. Δύο σίγουρα σώματα. Δύο σώματα που κατάφεραν να νικήσουν τελικά δαίμονες αλλά κυρίως θεούς για να παράξουν τον δικό τους [υπαρξιακό] χώρο.
Όπου να περπατούν ως άλλα, αμφιβόλου προέλευσης και προορισμού, αερικά.
Αγοράζω άλλο ένα μαχαίρι που γράφει πάνω Hydra με κεφαλαία.
Βλέπω έναν ρινόκερο μέσα σε μια βάρκα να έρχεται από μακριά.
Κάθε βήμα μας, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ακόμη βήμα.
Εδώ, στα νερά της ή στον ομώνυμο αστερισμό [μας].
Τίποτα άλλο δε χρειάζεται.
Πρόσφατα ήταν τα γενεθλια σου. Εγώ ή αυτό που λέμε/λένε πραγματικότητα τα μέτρησε ως τα δεύτερα μακριά μου.
Ποτέ δε μου άρεσαν τα μετρήματα γιατί δε με έπειθαν ότι είναι άξια προσοχής. Ακόμη περισσότερο όταν διάβασα ότι αυτό το φαντασιακό δόμημα – ο χρόνος- ενδέχεται να μην υπάρχει καν.
Έτσι, η εποχή που έγραφα τις ιστορίες του παρελθόντος [και παρόντος?] μας τέλειωσε.
Η απουσία σου εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Για να την ξεγελάσω κάπως από εδώ και στο εξής θα γράφω τις μελλοντικές μας ιστορίες. Κάτι δηλαδή ανάμεσα σε μυθιστορίες και ιστορίες, κάτι που θα προσπαθεί να είναι υπέρχρονο.
Έτσι κι αλλιώς οι υπερβάσεις είναι ανεξάρτητες από όποια χρονικότητα.
Αρχίζω λοιπόν.