Έφτασε ο χειμώνας με γεμάτες τις αποσκευές του βροχή, κρύο, βοριάδες και λευκό απαλό χιόνι. Μαζί του έφερνε και αγαπημένες γιορτινές ημέρες Η πολιτεία κάτω φόρεσε ζεστά σκούρα πανωφόρια ,ομπρέλες γέμιζαν τους δρόμους τις βροχερές μέρες.
Βράδιαζε αρκετά νωρίς πια κι ο ήλιος, τις μέρες που ξετρύπωνε μέσα από τα σύννεφα έφευγε γρήγορα, θλιμμένος και συναχωμένος για άλλες πολιτείες, πιο ζεστές.
Εδώ πάνω, μακριά από την πόλη, στο καταπράσινο ψηλό βουνό, μια παγωμένη γαλήνια σιωπή .απλωνόταν ανάμεσα σε δεκάδες δένδρα και θάμνους.
Οι μέρες κυλούσανε γκρίζες , παγωμένες. Ο αγέρας άγριος και δυνατός μαστίγωνε αλύπητα τα μικρά πράσινα έλατα. Αυτά, περήφανα, αυθόρμητα και χαρούμενα γελούσαν, τραγουδούσαν με τη βροχή, χαίρονταν με το χιόνι, και τα μικρά ζώα του δάσους έτρεχαν να κρυφτούν στη μικρή αγκαλιά τους Μια μέρα, νωρίς, πολύ νωρίς, πριν το ξημέρωμα ,καθώς πυκνή ομίχλη είχε αγκαλιάσει όλο το δάσος, τα πράσινα υγρά έλατα άκουσαν ένα βουητό που ολοένα και μεγάλωνε. Φωνές ανθρώπων, βουητό, όλα ανακατεμένα σε ένα ανατριχιαστικό σύνολο που δεν προμήνυε τίποτα καλό.
Τα μικρά έλατα, ξαφνιασμένα και ανήξερα, πάσχιζαν να μαντέψουν τι συνέβαινε. Μόνο κάποια πιο μεγάλα θυμήθηκαν και κατάλαβαν. Κοιταχτήκανε μεταξύ τους με νόημα. Ο φόβος ήτανε πάλι εδώ. Έφταναν αυτοί οι ψηλοί γίγαντες με τις άγριες φωνές τους κι έφερναν μαζί τους κάτι τεράστια μηχανήματα και μεγάλα πριονωτά μαχαίρια Κι εσύ αποσβολωμένος, έκπληκτος και ανήσυχος χάζευες αυτό το παράξενο μπουλούκι. Έτσι άρχισε η σφαγή. Τα μεγάλα πριονωτά μαχαίρια άρχισαν να κόβουν τους φίλους σου. Όλο το δάσος γέμισε μικρές πνιχτές κραυγές, έμοιαζε με πόλεμο.
Σε λίγο έφτασαν κοντά σου. Ένας από αυτούς σε πλησίασε… Εσύ φώναζες, ούρλιαζες, πράσινα δάκρυα κύλησαν στα κλαδιά σου.
Ξαφνικά ένιωσες έναν πόνο τρομερό να σε σουβλίζει χαμηλά κι ύστερα έγειρες χωρίς αντίσταση, χωρίς δάκρυα. Σε έριξαν μαζί με τόσους άλλους φίλους σου σ’ ένα τεράστιο φορτηγό. Εκεί ούρλιαξες πάλι γιατί έχασες τα δύο πιο μικρά κλαδιά σου και ύστερα, κάτω από τόσα άλλα μικρά έλατα, αποκοιμήθηκες.
Ο αγέρας σταμάτησε, η ομίχλη διαλύθηκε, στο βουνό έμειναν λίγα γερασμένα έλατα. Εσύ, στριμωγμένος και φοβισμένος μέσα σ’ αυτό το πράσινο χάος, ταξίδευες για κάτω. Στην πολιτεία με τα χιλιάδες πολύχρωμα φώτα και τους στολισμένους πολύβουους δρόμους.
Ξύπνησες την άλλη μέρα σ’ ένα πεζοδρόμιο, δίπλα στους φίλους σου. Όλοι όρθιοι σαν μικρά πράσινα στρατιωτάκια. Στεκόσουν καρφωμένος πάνω σε ένα μικρό πράσινο ξύλο, μια ταμπελίτσα κρεμόταν ανάμεσα στα κλαδιά σου, και μπροστά σου ένα αμέτρητο πλήθος ανθρώπων πηγαινοέρχονταν με σακούλες στο ένα χέρι και μικρά γελαστά παιδάκια στο άλλο. Ένα από αυτά σε πλησίασε, κοίταξε ίσια βαθιά μέσα στο πράσινο βλέμμα σου με τα μικρά στρογγυλά ματάκια του και άπλωσε τα χέρια του. Προσπάθησε να σε φτάσει, μα ήτανε τόσο μικρό, ύστερα γύρισε σε ένα μελαχρινό κύριο και σε έδειξε μ’ένα αθώο ανυπόμονο βλέμμα. Σε σήκωσε ο μελαχρινός κύριος με τα χέρια του, και μόλις που θυμάσαι ότι έψαχνε τις τσέπες του, πριν ξανακοιμηθείς στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Ξύπνησες σε ένα μεγάλο δωμάτιο με πολλά φώτα, όμορφα έπιπλα και χρωματιστούς τοίχους. Δίπλα σου άναβε ένα τζάκι κι έτσι ζεστάθηκες μετά από πολύ πολύ καιρό. Κοίταζες γύρω σου, όλα ήταν ήσυχα, μια γλυκιά μουσική ακουγόταν και ξαφνικά ένιωσες όμορφα και ήρεμα. Δύο μικρά παιδιά με αστραφτερά μάτια , μια όμορφη κυρία, εκείνος ο μελαχρινός κύριος και μια τρυφερή γελαστή γιαγιά σε παρατηρούσαν και χαίρονταν που σε είχαν ανάμεσά τους. Σε λίγο όλοι μαζί άρχισαν να κρεμάνε στα κλαδάκια σου γυαλιστερές μπάλες και πολύχρωμα στολίδια. Μόλις τέλειωσαν, δεκάδες λαμπάκια φώτισαν το κορμί σου και συνάμα όλο το σπίτι. Πόσο όμορφα είναι, σκέφτηκες. Έμοιαζες τώρα σαν ένας μικρός καταπράσινος ουρανός με τα αστέρια του όλα φωτισμένα. Τα στολίδια και οι μπάλες σαν μικροί πλανήτες κρέμονταν από τα κλαδιά σου. Κι ένιωσες σαν ένας μικρός γαλαξίας, σαν ένας μικρός θεός. Όλοι σε κοίταζαν με δέος, αγάπη και θαυμασμό. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, φωτεινές, όμορφες, μελωδικές.
Τα δυο παιδιά έρχονταν κρυφά τις νύχτες και κούρνιαζαν δίπλα σου, σε χάιδευαν, σου μιλούσαν ψιθυριστά, τα μάτια τους σου έκαναν εντύπωση , είχατε το ίδιο έκπληκτο και γεμάτο αθωότητα βλέμμα. Πόσο σου άρεσε!! «Πώς θα ’θελα να μείνω εδώ για ΠΑΝΤΑ», σκεφτόσουνα και προσευχόσουν και ήλπιζες αυτό που ζουσες Τώρα να κρατούσε για Πάντα.
Πού να ’ξερες τότε, μικρό ελατάκι. Ότι αυτό το ΠΑΝΤΑ ήταν το μεγάλο άπιαστο όνειρο των ανθρώπων που μάτωνε το Τώρα και πλήγωνε τη πίστη τους στο Σήμερα.
Το Τώρα έφευγε ,χανόταν μακριά παρασέρνοντας μαζί του όλη την ομορφιά και την αλήθεια της κάθε στιγμής , της κάθε ώρας για ένα Πάντα που ίσως να μη ερχόταν ποτέ.
Περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες , το Πάντα μίκραινε, έσβηνε ώσπου ένα πρωινό το ΠΑΝΤΑ χάθηκε, μαζί με τα φωτάκια, τις μπάλες και τα στολίδια. Ο φόβος ξαναγύρισε, τα πράσινα ματάκια σου σκοτείνιασαν, το κορμάκι σου γυμνό ,κουρασμένο, λυπημένο έτρεμε και αποκαμωμένο μια νύχτα κοιμήθηκες.
Ξύπνησες μακριά από το ζεστό μεγάλο σπίτι, χωρίς φιλιά, χωρίς αντίο. Γύρω ήταν όλοι οι μικροί πράσινοι φίλοι σου από το δάσος. Όλοι πεταμένοι στην άκρη του δρόμου. Όλοι μαζί πάλι, με πληγές ,απορίες και το ίδιο θλιμμένο πράσινο βλέμμα. Το Τώρα ήταν εδώ αμείλικτο ,σκληρό, αναπόφευκτο. «Πρέπει να σηκωθούμε, πρέπει να συνεχίσουμε» τους είπες. Τα πράσινα ματάκια τους, τα πράσινα φυλλοκάρδια τους, οι ελπίδες τους, όλα κρέμονταν από σένα τώρα ,σαν τα φωτάκια, τις μπάλες ,τα στολίδια, τα βλέμματα των παιδιών.
Κι ένιωσες πάλι σαν μικρός γαλαξίας, σαν μικρός θεός.
Άρχισες να σιγοτραγουδάς ένα παλιό τραγουδάκι που σου είχαν μάθει οι νεράιδες στο δάσος και ξαφνικά τα πράσινα ματάκια τους λάμψανε, τα πράσινα χειλάκια τους άρχισαν να χαμογελάνε πάλι και το τραγούδι τους δυνάμωνε όλο και πιο πολύ.
Και όλα μαζί Τώρα, χαρούμενα, γελαστά, η παράξενη πράσινη χορωδία με τα πράσινα βλέμματα και τις πράσινες φωνούλες, τραγουδούσαν για τo ΠΑΝΤΑ που κατέβαινε με αγγελούδια και νεράιδες από το μεγάλο καταπράσινο βουνό.
Ο Στάθης Σιώμος είναι ποιητής, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών,
έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές . Το «Ανοιχτό παράθυρο» εκδόσεις οδός Πανός
και τις «Ελεο-γραφίες» εκδόσεις ΟΤΑΝ.