Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλώτσο και κυλίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει!
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, απέραντη και μαγική, ζούσε Δράκος τρομερός, όμορφος μα φοβερός. Στην ουρά του είχε αστέρια που λαμπίριζαν κρυφά και τη νύχτα σαν πετούσε, έμοιαζαν να ταξιδεύουν μεσ’ τη μαγική βραδιά. Μα και η χαίτη του η μακριά, στολισμένη με ολόξανθα μαλλιά σα χρυσή βροχή φαινόταν, μες στη νύχτα σαν χανόταν.
Ο καλύτερός του φίλος, ήταν πρίγκιπας θαρρώ, και τον έλεγαν Ραρτούρο, χωρίς όμως να μπορεί να πει το «Ρο»! Ήταν έξυπνος, γενναίος, πρόσχαρος και ρωμαλέος μα ντρεπόταν να μιλήσει και κουβέντα ν’ αρχινίσει.
Έτσι είχε ένα φίλο, έναν και μοναδικό, γιατί φοβόταν πως με την προφορά του κανείς δεν θα ‘θελε τη συντροφιά του!
Οι δυο φίλοι κάθε μέρα, βόλτες έκαναν σωρό, και τον χρόνο τους περνούσαν, παίζανε και τραγουδούσαν… Μια στις λίμνες, στα ποτάμια, μες τα δάση τα πυκνά, στα χωράφια με τα στάχυα, στα πανύψηλα βουνά. Και τα γέλια τους ηχούσαν σαν γαργαριστό νερό, μα κρυμμένο ο Ραρτούρος είχε ένα μυστικό.
Κι απ’ το φίλο, πώς να κρύψει τη θλιμμένη του καρδιά; Αφού ούτε εκείνος, ούτε ο δράκος είχαν ποτέ τους μυστικά. Έτσι μοιράστηκε μαζί του το πρόβλημά του το μικρό, πως όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να πει το «Ρο».
Ο πιστός του φίλος, ο Δράκος που τον αγάπαγε πολύ, δίχως δεύτερη κουβέντα, όρκο του έδωσε βαρύ!
«Όσο ζω και θα πετάω, ένα θα έχω στο μυαλό και μοναδική μου έννοια θα ‘ναι να σου βρω το «Ρο»»!
Ένα βράδυ του χειμώνα, Δεκέμβρης θα ήτανε θαρρώ, σύννεφα πολλά και μαύρα έκρυψαν τον καθαρό ουρανό. Ο Δράκος πέταξε ψηλά το φως του φεγγαριού να βρει, και πάνω από τα σύννεφα ξάφνου τι να δει…
Εκεί ψηλά στον ουρανό έλκηθρο είδε μαγικό, που το ‘σερναν τάρανδοι οχτώ! Είχε οδηγό χαμογελαστό, κοκκινοντυμένο και στρουμπουλό με άσπρα γένια και μαλλιά και κράταγε δώρα πολλά!
«Μα ποιος είστε; ένα λεπτό, δεν σας έχω ξαναδεί ποτέ εδώ!» ρώτησε ο δράκος όλο απορία
και ο ξένος του διηγήθηκε μια πολύ όμορφη ιστορία!
«Είμαι ο Άγιος Βασίλης, ο γνωστός…, από την Λαπωνία και τα παιδιά με περιμένουν με περισσή αγωνία.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα τον κόσμο όλο γυρίζω και με τα δώρα μου χαρά πολύ σκορπίζω.
Φέτος όμως άργησα πολύ κι έκοψα δρόμο μέσα απ’ τη χώρα σας τη μαγική! Αν με αφήσεις να περάσω, θα σου δώσω ότι θες, από μαγικά παιχνίδια ώς τις πιο τρελές σου ευχές!»
«Ένα δώρο θέλω μόνο» είπε ο Δράκος ντροπαλά,
«για τον πιο καλό μου φίλο, για να πάψει να πονά. Είναι κάτι σπάνιο, μα να… πώς να το πω… Θέλω να του κάνω δώρο το γράμμα «Ρο»!
«Μα… ναι! Βεβαίως! Φυσικά!» είπε ο Άγιος Βασίλης χαρωπά!
«Δώσε μου ένα λεπτό, στο σάκο μου όλο και κάτι θα βρω… Μα που να είναι…, κάπου εδώ το είδα…, να!» είπε και έτσι ξαφνικά έβγαλε από το σάκο του το μαγικό το γράμμα «Ρο» με φιόγκο γιορτινό!
«Είναι πολύ όμορφο!» αναφώνησε ο Δράκος και από την πολύ χαρά του άνοιξε τα πελώρια φτερά του!
«Το πιο όμορφο το δώρο σε αυτή την ιστορία, είναι όμορφέ μου Δράκε η αληθινή φιλία. Καλή Τύχη!»
«Ευχαριστώ» αναφώνησε ο Δράκος και ξεκίνησε όλο φούρια τον φίλο του να συναντήσει, τον όρκο του για να τιμήσει!
Ο πρίγκιπας Ραρτούρος το δώρο του σαν είδε γέμισε ευτυχία, αφού πραγματοποιήθηκε η μοναδική του επιθυμία. Τον φίλο του τον Δράκο τον έκανε ιππότη και το γεγονός το γιόρτασαν με μεγάλο φαγοπότι!
Τι κι αν τα χρόνια πέρασαν κι αν λίγο μεγαλώσαν, τίποτα δεν τους χώρισε, ποτέ τους δεν μαλώσαν. Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται μια μαγική ιστορία, εμείς απλά περιγράψαμε μια αληθινή φιλία!
Όλγα Πετρίδου