Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος». Γράφει ο Γιάννης Ράγκος
Το μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, που βρίσκεται στην πλατεία Κολοκοτρώνη επί της οδού Σταδίου και σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, αποτελεί ένα από τα γνωστότερα και πλέον χαρακτηριστικά κτήρια της αθηναϊκής τοπογραφίας. Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι αποτέλεσε και το πεδίο δολοφονικών επιθέσεων εναντίον ενός υπουργού και ενός πρωθυπουργού;
Αριστερά: Το μέγαρο της Παλαιάς Βουλής στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεξιά: Η Παλαιά Βουλή σήμερα.
Το νεοκλασικό κτήριο της (αποκαλούμενης σήμερα) Παλαιάς Βουλής, στέγαζε το ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935. Θεμελιώθηκε το 1858, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα François Boulanger (και μεταγενέστερες τροποποιήσεις από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο), στο χώρο που βρισκόταν το Μέγαρο Κοντοσταύλου (καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1854) και ολοκληρώθηκε το 1875.
Από το 1862 και έως την ανέγερσή του, η Βουλή στεγαζόταν σε προσωρινή ξύλινη κατασκευή («Παράγκα»), που βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του σημερινού κτηρίου. Το 1935 το Κοινοβούλιο μεταστεγάστηκε στο κτήριο των Παλιών Ανακτόρων (όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα) και το 1962 εγκαταστάθηκε εκεί το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Γύρω στις 11 το πρωί της Τρίτης 29 Σεπτεμβρίου 1864 στον προαύλιο χώρο του έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του τότε υπουργού Εσωτερικών, Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (1815-1883). Ο Κουμουνδούρος ήταν σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα του 2ου μισού του 19ου αιώνα, αργότερα δημιούργησε δικό του κόμμα (Κουμουνδουρικό) και διατέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός.
Εκείνο το πρωί, ο Κουμουνδούρος βγήκε από την οικία του και διέσχισε την οδό Σταδίου για να προσέλθει στη Βουλή. Ξαφνικά, τον πλησίασε απειλητικά ένας άντρας, 50-55 ετών, ανασύροντας από την τσέπη του ένα πιστόλι. Ο Κουμουνδούρος πρόλαβε να αρπάξει το χέρι με το πιστόλι του επίδοξου δολοφόνου και να το στρέψει προς τα πάνω. Στη σύντομη πάλη που ακολούθησε, ο δράστης πάτησε τη σκανδάλη, με αποτέλεσμα να αυτοτραυματιστεί ελαφρά στο κεφάλι. Αμέσως μετά, συνελήφθη από άνδρες της φρουράς της Εθνοσυνέλευσης και μεταφέρθηκε στην εισαγγελία για ανάκριση.
Εκεί εξακριβώθηκε πως ονομαζόταν Δημήτρης Νεράντζης (ή Νεράντσης) και παλιότερα εργαζόταν ως επιστάτης σε ιδιοκτησίες μεγαλοκτηματιών. Ορισμένες αρχικές πληροφορίες, που ανέφεραν ότι η πράξη του αποτελούσε προϊόν παραταξιακών συγκρούσεων ή μέρος ευρύτερης πολιτικής συνωμοσίας, δεν επιβεβαιώθηκαν. Ο ίδιος, ανακρινόμενος, φέρεται να δήλωσε πως είχε αποφασίσει να πεθάνει εξαιτίας «της δυστυχίας και της απογνώσεώς του» (Εθνοφύλαξ, 1.10.1864), αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είχε εργασία, αλλά ταυτόχρονα να δολοφονήσει «και έναν από τους μεγάλους» πιστεύοντας πως «φονεύων τον κ. Κουμουνδούρον, απήλλαττε το έθνος από ένα τύραννον» (Παλιγγενεσία, 1.10.1864).
Στη δίκη, που πραγματοποιήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1865 στο Κακουργιοδικείο Σύρου, ο Νεράντζης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών, καθώς οι ένορκοι αποδέχθηκαν ότι «καθ’ ον χρόνον απεπειράθη το έγκλημα, είχε τεταραγμένον τον νουν».
Σαράντα ένα χρόνια αργότερα (1905), περίπου στο ίδιο σημείο, δολοφονήθηκε ο 81χρονος πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Η δολοφονία του παραμένει μέχρι σήμερα το μόνο πολιτικό έγκλημα στη νεότερη Ελλάδα χωρίς άμεσο πολιτικό κίνητρο. Δράστης ήταν ο 38χρονος χαρτοπαίκτης και μπράβος χαρτοπαικτικής λέσχης, Αντώνης Γερακάρης ή Κωσταγερακάρης.
Αιτία του εγκλήματος ήταν το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Δηλιγιάννης, ως νεοεκλεγείς για πέμπτη φορά πρωθυπουργός τον Φεβρουάριο του 1905, ήταν η αυστηροποίηση των διατάξεων για τη λειτουργία των χαρτοπαικτικών λεσχών, που οδήγησε στο κλείσιμο πολλών από αυτές. Γύρω στις 5 το απόγευμα της 31ης Μαΐου, ο Κωσταγερακάρης παραμόνευε τον Δηλιγιάννη έξω από το μέγαρο της Βουλής.
Μόλις ο πρωθυπουργός έφτασε εκεί ώστε να παρακολουθήσει τη συνεδρίαση και ετοιμαζόταν να ανέβει τα εξωτερικά σκαλιά, ο δράστης τον πλησίασε και προτού γίνει αντιληπτός κάρφωσε ένα μαχαίρι στην κοιλιακή του χώρα. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, η φρουρά τον συνέλαβε, ενώ ο ίδιος για να δικαιολογήσει την πράξη του είπε: «Έκλεισε τα χαρτοπαίγνια και εψόφησα από την πείνα».
Σοβαρά τραυματισμένος, ο Δηλιγιάννης μεταφέρθηκε στο ιατρείο της Βουλής, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών εξέπνευσε λίγη ώρα μετά.
Γρήγορα, αποκαλύφθηκε και ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας: επρόκειτο για τον εργοδότη του Γερακάρη, Γεώργιο Μητσέα. Στις 27 Φεβρουαρίου 1906 και μετά από ακροαματική διαδικασία σχεδόν 2,5 μηνών, το Κακουργιοδικείο Αθηνών καταδίκασε τον Κωσταγερακάρη σε θάνατο (καρατομήθηκε στις 10 Ιουνίου 1906 στο Ναύπλιο), ενώ τον Μητσέα σε φυλάκιση οκτώ ετών.
Σήμερα, στη δεξιά πλευρά του κτηρίου βρίσκεται ο (ύψους 2 μ.) μαρμάρινος ανδριάντας του Δηλιγιάννη, φιλοτεχνημένος από τον γλύπτη Γιώργο Δημητριάδη. Τοποθετήθηκε τον Μάρτιο 1931 αρχικά σε διαφορετικό σημείο στον προαύλιο χώρο, για να μεταφερθεί στη σημερινή θέση του το 1954.
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ «Ληστές» (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.