Λένε πως ήταν εκείνος ο καιρός που τα ζώα είχαν ανθρώπινη μιλιά. Σε έναν τόπο μακρινό, μια μέρα ένας λύκος κατέβαινε την πλαγιά ενός βουνού. Η κοιλιά του έπαιζε ταμπούρλο από την πείνα. Την ώρα που βρέθηκε να περνά από έναν τόπο, κοιτάζει και βλέπει έναν γάιδαρο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου να μασουλάει χορτάρι και να φχαριστιέται.
«Μωρέ, τι μεζές είναι τούτος!», μουρμούρισε. «Πρέπει να σκαρφιστώ πονηριά να τον φάω»… Έξυνε την κεφάλα του μα δεν ερχόταν καμιά πονηριά. «Θα πάω να βρω την ξαδέρφη την αλεπού, που έχει ευκολότερα τις πονηριές», μουρμούρισε. Πηγαίνει και την βρίσκει να ‘ναι ξαπλωμένη σε πια πηγούλα.
«Ξαδέρφη, εδώ παρακάτω είναι ένας γάιδαρος που βόσκει, σκέψου καμιά πονηριά να τον φάμε»! Η αλεπού λέει: «Το βρήκα! Θα αγοράσεις μια βάρκα, θα την φορτώσεις με ελιές και θα την φέρεις παραλία, πιο κάτω. Εγώ θα πάω να βρω τον γάιδαρο και θα τον καταφέρω να τον πάρουμε ναύτη. Θα τον βάλουμε στη βάρκα, τάχα να πουλήσουμε τις ελιές. Στη μέση του πελάγου, θα σου κάνω νόημα, πως έφτασε η ώρα να τον φάμε και θα τον κανονίσουμε! Τέτοιος μεζές δεν χάνεται!».
Ο λύκος αποκρίνεται της αλεπούς: «Ξαδέρφη, τι ωραίες πονηριές που σκαρφίζεσαι! Τρέχω να αγοράσω βάρκα και ελιές και βρισκόμαστε στην παραλία!». Έτσι κι έγινε. Πηγαίνει ο λύκος, στο λιμάνι, αγοράζει μια βάρκα, την φορτώνει με ελιές κι άρχισε με ένα σκοινί να τραβά παραλία-παραλία να πάει εκεί που είχαν συμφωνήσει. Η αλεπού πηγαίνει και βρίσκει τον γάιδαρο. Τον αρχίζει στην κουβέντα, στο τέλος τον καταφέρνει και δέχεται να γίνει ναύτης. Κατεβαίνουν στην παραλία που είχαν συμφωνήσει με τον λύκο. Πηδούν μέσα στη βάρκα. Ο λύκος κάθεται μπροστά, στην πλώρη, να βλέπει προς τα πού τραβάνε. Η αλεπού κάθεται στην πρύμνη, στο τιμόνι, να οδηγεί τη βάρκα. Κάθεται κι ο γάιδαρος στη μέση, δίπλα στις ελιές, κι αρχίζει να τραβάει τα κουπιά.
«Έι ωπ! Έι ωπ!», η βάρκα ξανοίχτηκε στη μέση του πελάγους. Τότε ήρθε η ώρα για το σχέδιο. Σαν έφτασαν μεσοπέλαγα, λέει η αλεπού: «Τι ωραία είναι σήμερα η θάλασσα! Λάδι είναι! Μα είναι να δείχνεις εμπιστοσύνη; Στα ξαφνικά σηκώνει κύμα και πνίγεσαι! Επειδή δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί, λέω να ξομολογηθούμε, να πούμε τις αμαρτίες μας, τι κακά έχουμε κάνει, τι σφάλματα, μη μας τύχει κανένα κακό! Έλα, λύκε, κοντά να σε ξομολογήσω!». Πηδά ο λύκος και βρίσκεται από την πλώρη στην πρύμνη. Γονατίζει, σκύβει το κεφάλι, σταυρώνει τα χέρια η αλεπού από πάνω του και λέει: «Για πες μας, τι λάθη, τι σφάλματα, τι αμαρτίες έκανες στη ζωή σου, λύκε!».
«Να, εγώ μια φορά κατεβαίνοντας το βουνό βλέπω ένα κοπάδι. Ξεχωρίζω δυο αρνιά μικρά άκρη-άκρη. Πηγαίνω κρυφά και “χραπ!” αρπάζω το ένα, “χραπ!” το άλλο, τα ’φαγα κι ευχαριστήθηκα!». Ακούει η αλεπού και λέει: «Τούτα που ‘καμες δεν είναι τίποτα, είναι σκουληκάκια τη γης. Έλα τώρα, σειρά σου να με ξομολογήσεις!». Σηκώνεται ο λύκος, γονατίζει μπροστά του η αλεπού, βάζει τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της και λέει: «Τι σφάλματα, τι λάθη κι αμαρτίες, έκανες στη ζωή σου, αλεπού;». Αυτή λέει: «Μια βραδιά πέρναγα έξω από ένα κοτέτσι. Μπαίνω να χαιρετίσω δυο κότες φιλενάδες μου, και… τις έφαγα!».
«Αυτά δεν είναι σφάλματα, είναι σκουληκάκια της γης», λέει ο λύκος. «Έλα, γάιδαρε να πεις τις αμαρτίες σου!», του φώναξαν. Ο γάιδαρος αφήνει τα κουπιά, σιμώνει, γονατίζει μπροστά στην αλεπού και λέει: «Μια φορά το αφεντικό μου με φόρτωσε με καλάθια γεμάτα λάχανα από το χωράφι. Σε μια στιγμή γυρίζω, βλέπω ένα μαρουλοφυλλάκι έτοιμο να πέσει. Απλώνω τη μουσούδα, “χραπ!” το τρώω να μη λερωθεί!». Η αλεπού φωνάζει: «Τι έκανες! Έφαγες μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι και ξύδι, μεγάλη η αμαρτία, ευτυχώς δεν πνιγήκαμε στο ταξίδι! Για τιμωρία θα σε φάμε!». «Ναι , θα σε φάμε!», πετάγεται ο λύκος. «Μα, εσείς φάγατε αρνιά, αδειάσατε κοτέτσια! Κι εμένα να με φάτε για ένα μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι και ξύδι! Αμαρτία είν’ αυτό;».