Μια μαυρίλα έχει καλύψει την πόλη αυτή τη χρονιά. Οι λόγοι είναι γνωστοί και βαριόμαστε να τους επαναλαμβάνουμε. Πραγματικά κουραστήκαμε να βλέπουμε και να ακούμε μαύρο. Ανιχνευτές της πόλης καθώς είμαστε, ρουφώντας τις ανθρώπινες ιστορίες που ακούμε σε στενά σοκάκια ή μαντεύοντας πίσω από ένα “Αχ!” που βγαίνει αληθινό απ’την ψυχή του συνομιλητή μας τη δική του ιστορία, αποφασίσαμε να δεχτούμε και να σας πούμε ότι η ζωή είναι πολύχρωμη. Και δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγήκε από αυτήν την χρονιά. Αληθινές ιστορίες; Φανταστικές; Το δικό μας ηθικό δίδαγμα όπως το “διαβάσαμε” πίσω από το βλέμμα ενός ανθρώπου; Μικρή σημασία έχει. Εμείς πάντα θα λέμε ότι ήμασταν εκεί και τις είδαμε.
Μια χρονιά δεν καθορίζεται από τις άσχημες ειδήσεις. Υπάρχουν και τα θετικά! Αυτές οι όμορφες στιγμές που πρέπει να εκτιμάμε!
Το Θανασιώ, έτσι τον έλεγαν οι κολλητοί του ήταν στα 57. Κοντός και αεικίνητος. Νευρώδης, ατακαδόρος, ευσυγκίνητος αλλά και μέγα; τσαντίλας που μανούριαζε στο πιτς φιτίλι.
Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν ότι καπάκωνε τις λέξεις σαν μιλούσε. Η μία έπεφτε πάνω στην άλλην, φωνήεντα και σύμφωνα γίνονταν ένα. Εκπαιδευόσουν για να τον καταλάβεις. Για αυτό μάλλον είχε τόσο εκφραστικό πρόσωπο, αλλά και οι κινήσεις του μαζί με την λαλιά πάσχιζαν να σου μεταφέρουν το μήνυμα. Μερικές φορές μιλούσε και ήταν σαν να χόρευε…
Τον χώρισε η γυναίκα μετά από 6 χρόνια γιατί ήταν “πολύ σταθερός για αυτή”, όπως του ‘πε ένα απόγευμα. Ποτέ δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε και τι λάθος είχε κάνει. Έτσι πορευόταν ανάμεσα από ανθρώπους και καταστάσεις, κάπως χαμένος, αλλά με αξιοπρέπεια και τσαγανό.
Στις 10 του Φλεβάρη πήγε στο Πνευματικό κέντρο για να μπει στην ομάδα χορού. Μία μεσόκοπη υπάλληλος του ανακοίνωσε πως θέσεις δεν υπάρχουν. Έμεινε να την κοιτάει. “Τι άλλο έχει;” την ρώτησε τσάτρα πάτρα μανουριασμένος. Η άλλη τον κοίταξε μάλλον υποτιμητικά. “Θέατρο, έχει δύο θέσεις. Θέλετε να μπείτε στο θέατρο;’’.
Ένιωσε πως τον κορόιδευε. Αναψοκοκκίνησε. “Θέλω” της είπε. “Πότε είναι τα μαθήματα;’’. Επτά μήνες μετά, το Σεπτέμβριο του ‘20, στην υπόγεια αίθουσα του Κέντρου, το Θανασιώ υποκλινόταν στους θεατές, αφού είχε φέρει σε πέρας ένα σημαντικό δεύτερο ρόλο.
Οι φίλοι του σταυροκοπιόντουσαν συγκινημένοι. Εκείνος έψαχνε με τα μάτια του την “ενδυματολόγα”, όπως την έλεγε κοροϊδευτικά, που στα πίσω καθίσματα χειροκροτούσε με χαμόγελο. Τον αγκάλιασε και του ‘πε “Αυτό που γουστάρω είναι η σταθερότητα σου’’.