Μου πήρε πολλά πολλά χρόνια (και κάτι) για να καταλάβω ότι παρόλες τις προσπάθειες και τα κόλπα σας να φανείτε σχεδόν ασήμαντοι και λίγοι μπροστά στο παιδί σας, ώστε να του κάνετε χώρο να «ανθίσει», δεν καταφέρατε να το γελάσετε τελικά.
Βέβαια, όταν το κατάλαβα, ήταν αργά, δεν μπορούσα να σας μαλώσω, ούτε να σας ζητήσω το λόγο που με κάνατε να νιώσω ανώτερός σας, που μου την σκάσατε κάνοντάς με να πιστέψω πως ξέρω, γνωρίζω, είμαι, αντιλαμβάνομαι, διαισθάνομαι, εκφράζω, ζω, κάτι παραπάνω από εσάς.
Έβλεπα αφ’ υψηλού να μικραίνετε, όλο να μικραίνετε, κι ήμουν σίγουρος ότι ανέβαινα ψηλάν για να καταλάβω έκπληκτος ότι όσο απομακρυνόμουν από σας τόσο κατέβαινα στα χαμηλά, στα εκκεντρικά, στα εύκολα, στα παράξενα.
Δεν ήθελα να σας χάσω, σας αγαπούσα πραγματικά για να ξεχάσω και να σας βγάλω από τη ζωή μου. Ήθελα να ζω μαζί σας, να τρώμε τα ίδια φαγητά, να γελάμε με τα ίδια αστεία, να αγαπάμε τους ίδιους ανθρώπους, να είμαστε όμορφοι και καλοί (εσείς φυσικά, εγώ έστω τεχνικά). Ε, αυτό ήταν που μ’ έσωσε και οι φωτογραφίες που μου μίλησαν. Σας είδα πάλι νέους και ακμαίους, θυμήθηκα π.χ.: 1967, η «επανάσταση» είχε προκηρύξει πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό με θέμα «21 Απριλίου – Ελλάδα»! Δεκαπεντάχρονος μαθητής τότε, έσπευσα και με το «όψιμο» ταλέντο μου, σε μια κόλλα καλού χαρτιού διαστάσεων 35Χ50, ζωγράφισα προοπτικά τον χάρτη της Ελλάδας· δεξιά πρόβαλε ένα χέρι που κρατούσε ένα ποτιστήρι με τα γνωστά διακριτικά, τον φοίνικα, τον στρατιώτη· σταγόνες νερού έπεφταν πάνω στην Ελλάδα, στις μεγάλες πόλεις κι όπου έσταζαν, έβγαιναν άνθη· ένα τριαντάφυλλο, μια μαργαρίτα, ένας κρίνος, ένας πανσές. Είχα το πρώτο βραβείο στην τσέπη μου! Έτρεξα στους γονείς μου.
«Τι όμορφο!», λέει ο πατέρας μου. Μα τι ταλέντο που έχεις, εσένα δε σε φοβάμαι και να πέσεις θα σηκωθείς». «Δες τι χρώμα, τι σχέδιο», σιγοντάρισε η μητέρα μου, «κοίταξε φυσικότητα». Κι έτσι απαλά, καθώς μου έπλεκαν το εγκώμιο και το κρατούσαν μια ο ένας και μια η άλλη, το έσχισαν σε χίλια κομμάτια λέγοντάς μου: «Εσένα σε περιμένουν μεγάλα πράγματα στη ζωή σου, μην ασχολείσαι μ’ αυτούς τους παλιανθρώπους, εσύ παιδί μου είσαι γεννημένος καλλιτέχνης, είσαι φτιαγμένος για το καλό»… Και τους πίστεψα!